Οι Δήμαρχοι προς τον Πρωθυπουργόν

Οι Δήμαρχοι προς τον Πρωθυπουργόν
Συγγραφέας:
Νοέμβριος 1886.


Μᾶς ἔγραψες νὰ ἔλθωμεν μὲ πρῶτο αὐτοῦ πέρα,
ἀλλὰ γι' αὐτὴ τὴν πρόσκλησι σὲ κατευχαριστοῦμε,
καὶ σοῦ τὸ λέμε παστρικὰ πὼς καοπανᾷς ἀέρα,
κι' ἐμεῖς γιὰ τὸ χατῆρι σου στιγμὴ δὲν τὸ κουνοῦμε.
Κι' ὅ,τι κι' ἂν πῇς, Πρωθυπουργέ, καὶ ὅ,τι κι' ἂν μᾶς κάνῃς,
ἀδίκως βασανίζεσαι καὶ λόγια μόνο χάνεις.

Μᾶς γράφεις νἄλθωμε αὐτοῦ νὰ μᾶς διασκεδάσῃς
καὶ στὸ Παλάτι μπόλικο φαγὶ νὰ μᾶς χορτάσῃς.
Τὰ μούτσουνά μας στὸ Ρουμπὸλδ κι' εἰς ἄλλους νὰ συστήσῃς
κι' εἰς τὸ πλευρὸ τοῦ βασιληᾶ νὰ μᾶς καλοκαθίσῃς
καὶ μπάλο γιὰ χατῆρι μας βασιλικὸ νὰ δώσῃς,
καὶ μέσα εἰς τοῦ Παλατιοῦ τἀχούρια νὰ μᾶς χώσῃς.

Σ' εὐχαριστοῦμε ὅλοι μας γι' αὐτὴν τὴν καλωσύνη,
ἀλλ' ἀπ' αὐτά, Πρωθυπουργέ, ταὐτί μας δὲν ἱδρόνει,
καθένας εἰς τὸν τόπο του τρώει καλὰ καὶ πίνει
καὶ μὲ λαγοῦτο καὶ βιολιὰ γλεντᾷ καὶ ξεφαντόνει.
Κι' οὔτε νὰ δοῦμε θέλομε τοῦ βασιληᾶ τἀχούρια,
ἀφοῦ δὲν ἔχουν μὲς σ' αὐτὰ καθὼς ἐμεῖς γαϊδούρια.

Μᾶς λὲς νὰ σαπουνίσωμε τὸ τρυφερό μας σῶμα
καὶ τὰς περιφερείας μας νὰ πλύνωμε ἀκόμα,
καὶ ἂν κανεὶς δὲν βρίσκεται σαποῦνι νὰ μᾶς δώσῃ
ἐσὺ μᾶς στέλλεις ἀπ' αὐτοῦ καὶ δὴ ἐπὶ πιστώσει.
Σ' εὐχαριστοῦμε καὶ γι' αὐτὸ τὸ φιλικὸ πεσκέσι
καὶ ὡς στὴ γῆ σοῦ βγάζομε τὸ κόκκινό μας φέσι.

Μὰ καὶ σαποῦνι ἔχομε πολὺ καὶ μυρωδᾶτο,
γιὰ νὰ πλυθοῦμε ὅλοι μας ἀπάνω ἕως κάτω,
ἀλλ' ὅμως δὲν πλυνόμαστε ποτὲ μὲ σαπουνάδα,
γιατὶ μᾶς λέγουν Ἕλληνας καὶ ζοῦμε στὴν Ἑλλάδα,
κι' ἡ μάνναις κι' οἱ πατέρες μας ἐζοῦσαν πάντα ἔτσι,
καμπόσοι μέσα στῇς σπηλιαῖς καὶ ἄλλοι στὸ κοτέτσι.

Καὶ οὔτε θέλομε ποτὲ νὰ ζοῦμε σὰν κι' ἐσένα,
ποὺ κάνεις ντοῦζι τακτικὰ καὶ τρῷς ὠμὸ μπιφτέκι,
αὐτὰ ἐμεῖς δὲν τἄχομε καθόλου μαθημένα
κι' εἰς Ἕλληνας ἀληθινοὺς τέτοια ζωὴ δὲν στέκει.
Καὶ ἂν ἐσὺ ἐφράγκεψες κι' ἐφόρεσες φωκόλα,
ἀλλὰ ἐμεῖς σὰν Ἕλληνες θ' ἀφήσωμε τὰ κῶλα.

Ἡ φράγκικη εὐγένεια καθόλου δὲν ταιριάζει
καὶ στεῖλε την στὸ διάολο κι' ἀκόμη παραπέρα,
ἀλλοιῶς Ἐγγλέζο Τσάμπερλαιν καθεὶς θὰ σὲ φωνάζῃ,
καὶ θἄκανες καλλίτερα νὰ πᾷς στὴν Ἐγγλιτέρα.
Κι' ἐκεῖ θὰ εὕρῃς Δήμαρχο ὡσὰν καὶ σὲ μυλόρδο
νἄχῃ μαντῆλι παστρικὸ καὶ νὰ μὴν τρώῃ σκόρδο.

Ἐμᾶς ποὺ λές, Πρωθυπουργέ, μονάχα μᾶς ἀρέσει
ὀλίγο λαθρεμπόριο, λίγη κλεψιὰ κι' ἀντάρα,
ἡ φουστανέλλα ἡ λερή, τὸ λιγδωμένο φέσι,
μιὰ περιφέρεια στενὴ καὶ τοῦ Κομνᾶ ἡ κλάρα.
Μ' αὐτὰ τῆς Πόλης μιὰ φορὰ θὰ πάρωμε τὰ κάστρα,
καὶ ὄχι μὲ τὸ πλύσιμο καὶ ὄχι μὲ τὴν πάστρα.

Καὶ τὰς περιφερείας μας πολὺ λευκὰς τὰς θέλεις
καὶ νὰ τῇς σαπουνίσουμε καλὰ μᾶς παραγγέλεις·
ἀλλὰ γι' αὐταῖς, Πρωθυπουργέ, μὴν κάνῃς νταραβέρι,
κι' ὅταν ἐμεῖς δὲν ἔχομε καμμιὰ δουλειὰ στὸ χέρι,
τῇς καθρεφτίζομε συχνὰ μὲ πόζα καὶ καμάρι
μὲς στὴ λιακάδα τὸ πρωί, τὴ νύχτα στὸ φεγγάρι.

Αὐτὰ σοῦ λέμε παστρικά, Πρωθυπουργὲ Τρικούπη,
καὶ μὴ μὲ τὰς προσκλήσεις σου μᾶς γίνεσαι κουνοῦπι.
Κι' ἂν ὁ κλεινὸς Διάδοχος τοῦ κραταιοῦ μας θρόνου
ἐμπῆκε στὰ δεκαεννιά, καθὼς μᾶς λές, πρὸ χρόνου,
ἀπὸ καρδιᾶς εὐχόμεθα κι' ἐμεῖς νὰ τὰ χιλιάσῃ
καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἐν στόματι μαχαίρας νὰ περάσῃ.