Οἱ Γάμοι
Συγγραφέας:
Ἀτθίδες Αὖραι (1883)


Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη διαλαλεῖ
ὁ Γέρο-κοῦκκος πάλι,
κ’ εἰς ἕνα γάμο προσκαλεῖ
κάθε πουλὶ ποῦ ψάλλει.

Κ’ οἱ καλεσμένοι φτερωτοὶ
στὴν ἐξοχὴ τραβοῦνε,
γιὰ νὰ χαροῦνε τὴν γιορτή,
τοὺς γάμους νὰ χαροῦνε.

Φοροῦν τὰ δένδρα γιορτερὰ
μοσχάτα τὰ λουλούδια,
καὶ τὰ φυτὰ τὰ δροσερὰ
διαμάντινα πρεπούδια.


Κι’ ἀνοίγ’ ἡ Φύση τὸν ναὸ,
τὰ εὐρύχωρά της δάση,
κ’ ἐκκλησιάζει τὸν λαό,
ποῦ 'βγῆκε νὰ γιορτάσῃ.

Ὁ Ἥλιος ’μβαίν’ ἐλαφρυὰ
κι' ἀνάφτει τὰ λαμπάδια :
Δροσιαὶς ἀστράφτουν στὰ κλαριά,
σὰν φλόγαις στὰ σμαράδια.

Λιβάν’ ἡ Τριανταφυλλιὰ
στὸ θυμιατῆρι βάλλει·
τ’ ἀηδόνι μ’ εὔθυμη λαλιὰ
τὸ “Ἠσαΐα” ψάλλει.

Θεὸς τὰ στέφανα 'βλογεῖ
μὲ τ’ ἅγιό του χέρι—
’Πανδρεύεται ἡ χήρα Γῆ,
παίρνει τὸ Καλοκαῖρι!