Οι Αθηναϊκοί δρόμοι
Οἱ Ἀθηναϊκοὶ δρόμοι Συγγραφέας: |
1896 |
Πολὺ περισσότερον παρ᾿ ὅσα ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Ἀμποῦ ἕως σήμερον ἔτυχε νὰ διαβάσω εἰς τὸν ξένον τύπον ὑβριστικὰ διὰ τὴν Ἑλλάδα, μ᾿ ἔκαμαν νὰ ἐντρέπωμαι αἱ κατὰ τὰς παραμονὰς τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων συστάσεις τῶν ἰδικῶν μας ἐφημερίδων πρὸς τὴν ἀστυνομίαν καὶ τοὺς οἰκοκυραίους νὰ ἐπιμεληθοῦν πρὸς χάριν τῶν ξένων τὴν καθαριότητα τῶν δρόμων καὶ νὰ φροντίσουν νὰ μὴ βρωμοῦν αἱ μάνδραι καὶ νὰ μὴν εἶναι τὰ πεζοδρόμια παραρτήματα μακελλείων καὶ λαχανοπωλείων. Ὅλα αὐτὰ ἐζητοῦντο ὡς καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐπισκεφθοῦν τὰς Ἀθήνας οἱ αὐτοκράτορες Δὸν Πέτρος καὶ Γουλιέλμος, ὡς μέτρα ἔκτακτα, μὲ τὴν ὑπόμνησιν μάλιστα ὅτι δὲν θὰ παρατείνοντο ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας αἱ τοιαύται περὶ καθαριότητος ἐνοχλήσεις.
Τί ἄλλο δύναταί τις ἐκ τῶν συστάσεων τούτων νὰ συμπεράνη παρὰ μόνον ὅτι, καθὼς οἱ Τζιφούτιδες τῆς Βλαχίας ἀλλάζουν ὑποκάμισον καὶ κυνηγοῦν τὰς ψείρας των μόνον κατὰ τὰς μεγάλας των θρησκευτικὰς ἑορτάς, οὕτω καὶ οἱ κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν μόνον εἰς ἐκτάκτους περιστάσεις πρέπει ν᾿ ἀναπνέουν ἄοσμον ἀέρα, νὰ μὴ γλιστροῦν εἰς αἵματα καὶ νὰ μὴ σκοντάπτουν εἰς σάπια πορτοκάλια καὶ λείψανα γάτων καὶ ὀρνίθων; Μὴ βιασθῆτε νὰ μὲ κατατάξητε εἰς τὸ γένος τῶν ἀναμασητικῶν ζῴων ἂν σᾶς ὁμιλῶ διὰ τὴν κατάστασιν τῶν ἀθηναϊκῶν δρόμων. Οὔτε καμῆλα εἶμαι οὔτε ἐπικήδειος ρήτωρ διὰ νὰ μοῦ ἀρέσουν τὰ ἀναμασήματα.
Τοῦτο ὅμως ἐσυλλογίσθην, ὅτι μετὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας οἱ Ἀθηναῖοι, ἐξιππασθέντες ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τῆς πανηγύρεως, τὴν συρροὴν τοῦ τόσου κόσμου, τὴν παρουσίαν τοῦ βασιλέως καὶ τῶν πριγκήπων, τὰς σημαίας, τὰ σαλπίσματα, τὰς φωτοχυσίας, τὰς μουσικὰς καὶ τοῦ Λούη τὰς τιμάς, ἐκατάντησαν ὅλοι ἀθλομανεῖς. Ἡ Πλάκα, πρὸ πάντων, ὅπου κατοικῶ, ἔγεινεν ὅλη ἕνα εἶδος σταδίου. Καθ᾿ ἡμέραν κινδυνεύω ν᾿ ἀνατραπῶ ἀπὸ ὑποψηφίους μαραθωνοδρόμους ἢ νὰ σπάσουν οἱ δισκοβόλοι τὴν κεφαλήν μου. Διὰ νὰ σχηματίσητε ἰδέαν τοῦ βαθμοῦ εἰς τὸν ὁποῖον ἔφθασεν ἡ ἀγωνομανία, ἀρκεῖ νὰ σᾶς εἴπω ὅτι κάθε ἀπόγευμα περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἠμπορεῖ ὁ διαβάτης νὰ καμαρώση περὶ τὸν Πλάτανον τῆς Πλάκας καὶ τὸ φανάρι τοῦ Διογένους, ἐκτὸς τῶν παίδων καὶ νεανίσκων, καὶ ἀρκετὰ μεγάλα ἀγοροκόριτζα νὰ σηκώνουν βάρη, νὰ πηδοῦν, νὰ ρίπτουν δίσκους καὶ νὰ τρέχουν, χωρὶς φόβον νὰ δείξουν τὸ χρῶμα τῆς καλτσοδέτας των, συμμεριζόμενα, ὡς φαίνεται, τὰς περὶ ἐξισώσεως τῶν δυὸ φύλων προοδευτικὰς ἰδέας τῆς «Ἐφημερίδος τῶν Κυριῶν».
Καλὰ θὰ ἐκάμνατε νὰ στείλετε ἐκεῖ κανένα ἀπὸ τοὺς ρεπόρτερ σας νὰ περιγράψη αὐτὰ τὰ σπαρτιατικὰ παιγνίδια, διότι ἀξίζουν τὸν κόπον. Ἐγὼ ἤθελα μόνον νὰ σᾶς ὑποδείξω ὅτι ἀφοῦ ἀπὸ τόσα ἔτη βοᾷ ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τοῦ κονιορτοῦ, τῆς λάσπης, τῶν λάκκων καὶ τῆς δυσωδίας καὶ ματαίως ἀγωνίζεται ὅλος ὁ τύπος νὰ φέρῃ εἰς θεογνωσίαν τοὺς δημοτικούς μας ἄρχοντας καὶ τὴν ἀστυνομίαν, καλὸν ἴσως θὰ ἦτο ν᾿ ἀποταθῆ σήμερον πρὸς διόρθωσιν τοῦ κακοῦ εἰς τὴν ἀγωνομανίαν, νὰ προσπαθήση δηλαδὴ νὰ πείση τοὺς φιλάθλους ὅτι χωρὶς πνεύμονας ὑγιεῖς ἀδύνατον εἶναι νὰ ὑπάρξουν μυῶνες ἰσχυροί· ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ἐξακολουθοῦν ν᾿ ἀναπνέουν τὰς ἀναθυμιάσεις τῆς Πλάκας, τῆς Βάθειας, τῆς Παλαιᾶς Ἀγορᾶς, τοῦ Ροδακιοῦ καὶ τοῦ Βαθρακονησίου, χάνουν τὸν καιρόν των γυμναζόμενοι καὶ ὀνειρευόμενοι τὰς δάφνας τοῦ Λούη, τοῦ ροφῶντος καθαρὸν ἀέρα εἰς τὸ Μαρούσι, ἢ τῶν ἀθλητῶν τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου σκουπίζονται οἱ δρόμοι τετράκις τὴν ἡμέραν καὶ καταδικάζονται εἰς βαρὺ πρόστιμον οἱ ρίπτοντες ἀπὸ τὸ παράθυρον, ὄχι κοφίνια σκουπιδίων, ἀλλὰ καὶ μίαν μαραμένην ἀνθοδέσμην.
Τὸ ἐπιχείρημα τοῦτο εἶναι ἴσως τὸ μόνον δυνάμενον νὰ συγκινήση τοὺς ἀγωνιστάς μας, ἀφοῦ οὔτε περὶ τῆς ὑγείας των πολυφροντίζουν οὔτε φαίνεται νὰ τοὺς ἐνοχλῆ πολὺ ἡ ἀκαθαρσία. Οἱ πανηγυρισταὶ τῆς Θείας Προνοίας συγκαταλέγουν εἰς τὰ εὐεργετήματα αὐτῆς τὴν ἐπιδεκτικότητα τῶν αἰσθήσεών μας νὰ καταντοῦν μὲ τὸν καιρὸν καὶ τὴν συνήθειαν ἀναίσθητοι εἰς τὰ δυσάρεστα θεάματα, ἀκούσματα καὶ μυρίσματα. Καὶ ἔχουν μέγα δίκαιον. Πρόχειρον τούτου ἀπόδειξιν μᾶς δίδουν οἱ ἐνορίται τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τῶν ὁποίων, ὡς συνήθισαν τὰ αὐτία τὴν ρινοφωνίαν τοῦ ψάλτου, οὕτω πλησιάζουν καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ νὰ συνηθίσουν τὴν νεοχάρακτον ἐπὶ τοῦ τοίχου τοῦ ναοῦ ἑξάπηχυν ἐκείνην γελοιογραφίαν, ἥτις τόσον πολὺ τοὺς ἐσκανδάλιζε κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας.
Ἡ ὄσφρησις πρὸ πάντων εἶναι ἐξ ὅλων μας τῶν αἰσθήσεων ἡ ἐπιδεκτικωτέρα νὰ μεταβληθῆ διὰ τῆς ἕξεως εἰς ἀναισθησίαν. Γνωρίζετε βεβαίως τὸ περίφημον ποίημα τοῦ Βωδελαίρ, τὸ Ψοφίμι (la charogne), μὲ τὴν ἀνοικτήν του κοιλίαν, ὅπου βόσκουν κοπρόμυγες, μαμούνια, σκώληκες καὶ ἀσκάριδες. Ὁ ποιητὴς εὕρισκε τρόπον νὰ μυρίζεται τὸ πρᾶγμα τοῦτο «ὡς ἄνθος» καὶ ὅλοι τὸν ἐνόμισαν τρελλόν, δέκα ἔτη πρὶν τρελλαθῆ. Τὸ κατόρθωμα τοῦ Βωδελαὶρ δύναται βεβαίως νὰ θεωρηθῆ ὡς ἐξαιρετικόν, οὐδεμίαν ὅμως ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησιν ὅτι οὔτε οἱ ζωογδάρται, οὔτε οἱ ταμπάκηδες, οὔτε οἱ σκουπιδοξύστες, οὔτε οἱ βαλσαμωταὶ ὀρνέων, οὔτε οἱ κάτοικοι τῶν ὁδῶν Αἴαντος καὶ Πρωτογένους ἐνοχλοῦνται πολὺ ἀπὸ τὴν ποιότητα τοῦ ἀέρος τὸν ὁποῖον ἀναπνέουν. Ἡ μύτη των καταντᾷ μὲ τὸν καιρὸν στωική. Τὸ κακὸν εἶναι ὅτι δὲν ηὐδόκησεν ἡ Θεία Πρόνοια νὰ καταστήση καὶ τοὺς πνεύμονας ἡμῶν ἐπίσης ἐπιδεκτικοὺς νὰ ἐξοικειωθοῦν μὲ τὰ μολύσματα τῆς ἀτμοσφαίρας.
Δὲν ἐννοῶ βεβαίως ὅτι ὅλοι οἱ μετερχόμενοι ἀκάθαρτα ἐπαγγέλματα καὶ ὅλοι οἱ γείτονες κοπρώνων ἀποθνῄσκουν ἀπὸ φθίσιν, κακοήθη πυρετόν, κοιλιακὸν τῦφον ἢ συψαιμίαν, ἀλλὰ μόνον ὅτι δὲν ἔχομεν δίκαιον νὰ περιφρονῶμεν τόσον πολὺ τοὺς ἰατροστατιστικοὺς πίνακας, ἐκ τῶν ὁποίων προκύπτει ὅτι εἰς ὅλας τὰς πόλεις τῆς Εὐρώπης ὁ ἀριθμὸς τῶν νόσων καὶ ὁ μέσος ὅρος τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς διαφέρει πολὺ κατὰ τὰ ἐπαγγέλματα καὶ τὰς συνοικίας. Δὲν ἔχω πρόχειρον τὸν Bouchardat, διὰ νὰ σᾶς παρατάξω ἀριθμοὺς καὶ τί λέγει περὶ τῆς εὐρωστίας τῶν epuarisseurs, τῶν boyandiers, τῶν chiffonniers καὶ τῶν ἄλλων καταδικασμένων ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματός των ν᾿ ἀναπνέουν εἰς τὸ Παρίσι ἀθηναϊκὸν ἀέρα· δὲν βλέπω ὅμως καὶ τὴν ἀνάγκην ν᾿ ἀναζητήσω ξένα παραδείγματα, ἀφοῦ πρόχειρα καὶ πειστικώτατα εἶναι τὰ δικά μας.
Σοφὸς καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου μας μοῦ ἔλεγε πρό τινων μηνῶν ὅτι εἰς μόνην τὴν περισσοτέραν ἀκαθαρσίαν τοῦ Γαζοχωρίου, τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἐν γένει τῶν κάτω μαχαλάδων πρέπει ν᾿ ἀποδοθῆ ὁ μεγαλείτερος ἀριθμὸς τῶν προώρων θανάτων. Εὔκολον καὶ ἀσφαλέστατον μέσον ἀποδείξεως θὰ ἦτο ἡ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἐπιγραφῆς τῶν ἐπικηδείων πλακῶν ἢ σταυρῶν ἐξακρίβωσις τοῦ μέσου ὅρου τῆς ἡλικίας εἰς τὴν ὁποίαν ἀπέθαναν οἱ ἀναπαυόμενοι εἰς τὸ κοιμητήριον τῆς Βάθειας καὶ οἱ εὐτυχήσαντες ν᾿ ἀναπνεύσουν καθαρώτερον ἀέρα πρὶν ἐνταφιασθοῦν εἰς τὸ Α´ νεκροταφεῖον. Ἡ διαφορὰ θὰ ἦτο, πιστεύω, μεγάλη, ἀφοῦ καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως προξενεῖ ἀλγεινὴν ἔκπληξιν εἰς τὸν ἐπισκέπτην τοῦ λαϊκοῦ Β´ νεκροταφείου τὸ μέγα πλῆθος τῶν παιδικῶν καὶ νεανικῶν σταυρῶν.
Ἀλλὰ σκοπός μου σήμερον δὲν εἶναι νὰ θρηνήσω ἐπ᾿ αὐτῶν, ἀλλὰ μόνον νὰ ὑποδείξω ὅτι ἡ σημερινὴ ἀγωνομαχία παρέχει εἰς τὸν τύπον μοναδικὴν εὐκαιρίαν νὰ τὴν ἐκμεταλλευθῇ ὑπὲρ τῆς καθαριότητος καὶ τῆς εὐπρεπείας τῶν δρόμων τῆς πρωτευούσης. Τὴν ἐλπίδα ἐπιτυχίας ἐνισχύει ἡ σύμπτωσις ὅτι ἡ ἀγωνιστίτις αὕτη ἐπέσκηψεν ὀξυτέρα ἐπὶ τῶν κατοικούντων τὰς ρυπαρὰς συνοικίας. Τούτους πρόκειται ὁ τύπος νὰ πείση, ὄχι ὅτι κινδυνεύει τὸ στῆθος των ἀπὸ φθίσιν, ἀφοῦ δὲν τοὺς μέλλει περὶ τούτου, ἀλλ᾿ οἱ μυῶνες των ἀπὸ ἀτροφίαν, καὶ μάταιον εἶναι νὰ γυμνάζωνται, νὰ τρέχουν, νὰ δισκοβολοῦν καὶ νὰ βλέπουν εἰς τὸν ὕπνον των ὀλυμπιακὰ βραβεῖα, ἐφ᾿ ὅσον ἐξακολουθοῦν νὰ τρέφουν τοὺς πνεύμονάς των μὲ τελμάτων, σφαγείων καὶ βόθρων ἀναθυμιάσεις. Καὶ δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ τοὺς πείσετε, ἀλλὰ πρέπει καὶ τὴν ὀργὴν τῶν νὰ ἐξεγείρετε κατὰ τῶν πρωταιτίων τοῦ μολυσμοῦ, κατὰ παντὸς ὑπὲρ τὸ μέτρον ρυπαροῦ μπακάλη, χασάπη, μανάβη καὶ μαγείρου, κατὰ τῶν ὑπαιθρίων κοπριστῶν, κατὰ τῶν δειλιώντων νὰ ἐκτελέσουν τὸ καθῆκον τῶν ἀστυφυλάκων, πρὸ πάντων ὅμως κατὰ τοῦ βουλευτοῦ, τοῦ δένοντος τὰς χεῖρας τῆς ἀστυνομίας καὶ παρέχοντος, ὡς βδελυρὸν ρουσφέτι εἰς τοὺς προστατευομένους του, ἀπεριόριστον ἄδειαν δηλητηριάσεως τῆς ἀθηναϊκῆς ἀτμοσφαίρας. Χωρὶς νὰ εἶμαι Ἰησουίτης πιστεύω ὅτι ἡ ἁγιότης τοῦ σκοποῦ δικαιολογεῖ τὴν χρῆσιν καὶ ὀλίγης δημοκοπίας. Πόσον δὲ εἶναι ἡ τοιαύτη λαϊκὴ ἐξέγερσις κατεπείγουσα, τοῦτο θέλω προσπαθήσει ν᾿ ἀποδείξω περιάγων εἰς μερικὰ ἀθηναϊκὰ κοπροχώρια τοὺς ἀναγνώστας τῆς «Ἑστίας».