Οδύσσεια
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Αργύρης Εφταλιώτης
Ραψωδία τ


Μὰ στὸ παλάτι ὁ θεϊκὸς ἀπόμεινε Ὀδυσσέας,
μὲ τὴ θεὰ ἀναδεύοντας τὸ φόνο τῶ μνηστήρων,
κι αὐτὰ τοῦ γιοῦ του μίλησε τὰ φτερωμένα λόγια·
     “Ἀνάγκη μέσα τ' ἄρματα, ὦ Τηλέμαχε, νὰ θέσης
κι ὅταν ἐκεῖνοι θέλοντας νὰ ξέρουν, σὲ ρωτᾶνε,
ἐσὺ μὲ λόγια μαλακὰ γλυκαποκοίμιζέ τους,
καὶ λέγε τους: —Ἀπ' τὸν καπνὸ τὰ πῆρα τὶ δὲν εἶναι
σὰν ποὺ ὁ Δυσσέας τ' ἄφησε μισεύοντας στὴν Τροία,
μόνε ἡ ἀχνίλα τῆς φωτιᾶς τὰ θόλωσε ἀπὸ τότες.
Μὰ κι ἄλλο μεγαλύτερο βάζει στὸ νοῦ μου ὁ Δίας,    10
μὴν τύχη καὶ σὲ μάλωμα σᾶς ρίξη τὸ μεθύσι,
καὶ χτυπηθῆτε, κι ἀτιμιὰ στὴν προξενειά σας φέρτε,
γιατὶ μονάχο του τραβάει τὸ σίδερο τὸν ἄντρα.”
     Τὸν ἄκουσε ὁ Τηλέμαχος τὸν ἀκριβὸ γονιό του,
καὶ τὴ βυζάστρα Εὐρύκλεια φωνάζει, καὶ τῆς κρένει·
     “Μὲς στὸ παλάτι κράτα μου τὶς κοπελιές, ὦ μάνα,
ὥσπου τοῦ κύρη τ' ἄρματα στὸ θάλαμο νὰ θέσω,
τὰ ὥρια, ποὺ τὰ τρώει πολλὴ στὸ σπίτι μας καπνίλα,
ἀπὸ τὰ τότες ποὺ ἔφυγε, κι ἤμουν ἐγὼ παιδάκι.
Θὰ τὰ φυλάξω τώρα ἐκεῖ ποὺ ἄχνη φωτιᾶς δὲ φτάνει.”     20
     Καὶ τότες ἡ πανάκριβη τοῦ κρένει παραμάνα·
“Μακάρι, ὦ γιέ μου, ν' ἄρχιζες μὲ πονεσιὰ καὶ γνώση
τὸ σπίτι αὐτὸ νὰ νοιάζεσαι καὶ νὰ φυλάης ἀλήθεια.
Μὰ πές μου ὡς τόσο, ποιά τὸ φῶς τώρα θὰ ρθῆ νὰ φέρη,
ποὺ δὲν ἀφήνεις νά 'βγουνε τὶς δοῦλες νὰ σοῦ φέγγουν;”
     Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος ἀπάντησέ της κι εἶπε·
“Τοῦτος ὁ ξένος, γιατὶ ἀργὸς δὲν τὸ σχωρνῶ νὰ μείνη
ὅποιος μοῦ ἀγγίζει τὸ ψωμί, κι ἂς ἦρθε κι ἀπ' τὰ ξένα.”
     Αὐτὰ εἶπε, κι ἔμεινε ἄφτερος στὰ χείλη της ὁ λόγος
καὶ τοῦ καλόχτιστου ἔκλεισε τοῦ παλατιοῦ τὶς θύρες.    30
Τότε ὁ Δυσσέας ξεκίνησε μὲ τὸ λεβέντη γιό του,
καὶ μέσα κράνη φέρανε, κι ἀφαλωτὲς ἀσπίδες,
καὶ σουβλερὰ κοντάρια. Ὀμπρὸς ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Παλλάδα
χρυσὸ λυχνάρι κράταγε, ποὺ ἔχυνε φῶς πανώριο.
Κι ἀμέσως ὁ Τηλέμαχος φωνάζει τοῦ γονιοῦ του·
     “Θάμα 'ναι αὐτό, πατέρα μου, ποὺ βλέπω ἐδῶ ὀμπροστά μου·
τριγύρω οἱ τοῖχοι τοῦ σπιτιοῦ, τὰ μεσοδόκια τὰ ὥρια,
καὶ τὰ ἐλατένια τὰ δοκιὰ κι οἱ ἁψηλωμένοι οἱ στύλοι,
ὅλα ἀναλάμπουν καὶ χτυποῦν στὰ μάτια μου σὰ φλόγες,
Κάποιος Θεὸς κατέβηκε δῶ μέσα ἀπ' τὰ οὐράνια.”     40
     Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τοῦ κρένει·
“Σώπα, τὸ νοῦ σου βάσταξε, καὶ μὴ ρωτᾶς τοῦ κάκου·
τέτοια ἡ συνήθεια τῶν θεῶν ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.
Μόνε ἄμε ἐσὺ ν' ἀνεπαυτῆς, κι ἐγὼ ἐδῶ πέρα μνήσκω,
τὶς δοῦλες καὶ τὴ μάνα σου νὰ κάμω νὰ μιλήσουν.
Τὶ καθετὶς μὲ κλάματα θὰ μὲ ρωτήξη ἐκείνη.”
Αὐτὰ εἶπε, κι ὁ Τηλέμαχος ἀπ' τὰ παλάτια βγῆκε,
καὶ μὲ τὴ λάμψη τῶ φανῶν περνάει στὸ θάλαμο του,
ποὺ αὐτοῦ κοιμότανε, γλυκὸς σὰν τοῦ κατέβαινε ὕπνος·
πλάγιασ' ἐκεῖ, καὶ πρόσμενε τῆς χαραυγῆς τὴν ὥρα.    50
Μὰ στὸ παλάτι ὁ θεϊκὸς ἀπόμεινε Ὀδυσσέας,
μὲ τὴ θεὰ γυρεύοντας τὸ φόνο τῶ μνηστήρων.
     Τότες ἀπὸ τὸ θάλαμο κι ἡ Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια μὲ τὴν Ἄρτεμη καὶ τὴ χρυσὴ Ἀφροδίτη.
Φέρανε πλάγι τῆς φωτιᾶς καὶ θέσαν τὸ θρονί της,
ποὺ τορνευτὸ μὲ φίλντισι κι ἀσήμι τό 'χε φτιάξει
ὁ μάστορης ὁ Ἰκμάλιος, μαζὶ μ' ἀκουμποπόδι
συνταιριαστό, καὶ μὲ προβιὰ μεγάλη σκεπασμένο·
σ' ἐκεῖνο ἀπάνω ἡ φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη.
Ἀπ' τὰ παλάτια πρόβαλαν καὶ δοῦλες ἀσπροχέρες,    60
ποὺ σήκωσαν τὰ φαγητὰ καὶ τὰ λαμπρὰ τραπέζια,
καὶ τὰ ποτήρια ποὺ ἔπιναν οἱ ἀγέρωχοι μνηστῆρες.
Κι ἔρριξαν χάμου τὶς φωτιὲς ἀπ' τοὺς φανοὺς, καὶ βάλαν
ἄλλα περίσσια ἀπάνω τους ξύλα γιὰ φῶς καὶ ζέστα.
Τότες ἀρχίζει ἡ Μελανθὼ ξανὰ μὲ τὸ Δυσσέα·
     “Ἀκόμα θὰ μᾶς τυραννῆς, ὦ ξένε, ἐδῶ τὴ νύχτα,
στὸ σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες νὰ ματιάζης;
Σοῦ σώνουν, κακορίζικε, τὰ πὄφαγες, καὶ φεύγα,
Ἢ τάχα θὲς μὲ τὶς δουλειὲς νὰ πεταχτῆς στὸ δρόμο;”
     Καὶ λέει ἀγριοκοιτώντας την ὁ μέγας Ὀδυσσέας·    70
“Γιατί μὲ τόσο, ἀθεόφοβη, μὲ κατατρέχεις ἄχτι;
Τάχα πού 'μαι ἔτσι δὰ λερὸς καὶ φτωχικὰ ντυμένος,
καὶ βγαίνω καὶ ψωμοζητῶ στῆς πείνας τὴν ἀνάγκη;
Τέτοιοι 'ναι κεῖνοι ποὺ στὴ γῆς γυρίζουν καὶ ζητᾶνε.
Κι ἐγὼ εἶχα σπίτια μιὰ φορὰ στὸν κόσμο, κι ἤμουν πλούσιος,
κι εὐτυχισμένος, κι ἔδινα σ' ἐκείνους ποὺ γυρνοῦσαν,
καὶ γύρευαν, ὅποιοι ἤτανε, κι ἀπ' ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη·
καὶ δούλους εἶχα ἀρίθμητους κι ἄλλα καλὰ περίσσια,
ποὺ ἔχουν αὐτοὶ ποὺ καλοζοῦν καὶ ποὺ τοὺς λένε ἀρχόντους.
Μὰ ὁ Δίας ἄλλα θέλησε, καὶ μοῦ τὰ ρήμαξ' ὅλα·    80
Κι ἐσύ, ὦ γυναίκα, κοίταξε μὴ χάσης τὴ λαμπράδα
ποὺ σὲ στολίζει ἀνάμεσα σὲ τόσες ἄλλες δοῦλες,
μαζί σου ἂν τύχη κι ἄξαφνα χολιάση ἡ δέσποινά σου,
ἢ ἂν ἔρθη, σὰν ποὺ ἐλπίζουνε, στὸ Θιάκι ὁ Ὀδυσσέας.
Κι ἂν πάλε ἐκεῖνος χάθηκε καὶ γυρισμὸ δὲν ἔχει,
νά, ὁ γιόκας του ὁ Τηλέμαχος, μεγάλος μὲ τὴ χάρη
τοῦ Ἀπόλλωνα· δὲ δύνεται νὰ πράξη ἐδῶ γυναίκα
κακό, χωρὶς νὰ ξέρη αὐτός, τὶ πιὰ παιδὶ δὲν εἶναι.”
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ γνωστικιὰ τὸν ἄκουσε, κι ἀμέσως
τὴν παρακόρη μάλωσε, καὶ φώναξέ της κι εἶπε·     90
     “Ἀδιάντροπη κι ἀθεόφοβη, τὴ βλέπω σου τὴν κάκια,
ποὺ ἀπάνω στὸ κεφάλι σου θὰ πέση αὐτὴ κατόπι.
Σὰ νὰ μὴ γνώριζες μαθές, μιὰς κι ἄκουγές με τότες
πὼς μέσα, στὸ παλάτι μου ποθοῦσα νὰ ρωτήξω
τὸν ξένο γιὰ τὸν ἄντρα μου, γιατὶ βαρειά 'χω λύπη.”
     Κατόπι τῆς κελάρισσας τῆς Εὐρυνόμης κρένει·
“Φέρε, Εὐρυνόμη, ἐδῶ θρονὶ μὲ τὴν προβιὰ ἀποπάνω,
ὁ ξένος νὰ καθίση ἐκεῖ, νὰ λέη καὶ νὰ μ' ἀκούγη
σὰν τοῦ μιλῶ, τί λαχταρῶ νὰ τὸν καλοξετάσω.”
     Εἶπε, κι ἐκείνη πρόθυμα φέρνει σιμὰ καὶ στήνει    100
σκαμνὶ καλοπελέκητο, μὲ τὴν προβειὰ ἀποπάνω.
Κάθισ' ἐκεῖ ὁ πολύπαθος κι ὁ θεῖος Ὀδυσσέας,
κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη μ' αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζει·
“Ξένε, ἐγὼ πρῶτα πρῶτα αὐτὸ νὰ σὲ ρωτήξω θέλω·
ποιός εἶσαι ἐσύ, καὶ πούθενε; ποιὰ ἡ χώρα σου, οἱ γονιοί σου;”
     Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τῆς εἶπε·
“Γυναίκα, ἐσένα δὲν μπορεῖ μήτε στῆς γῆς τὴν ἄκρη
ψεγάδι νὰ σοῦ βρῆ θνητός. Ὡς τὰ οὐράνια ἐσένα
πηγαίνει ἡ φήμη σου· ὁ καλὸς παρόμοια βασιλέας
φημίζεται σὰν κυβερνάη λαὸ πολὺ κι ἀντρεῖο,    110
μὲ δίκιο καὶ θεοφοβιά. Ἡ γῆς του βγάζει στάρι,
τὰ δέντρα φέρνουνε καρπούς, τὰ πρόβατα πληθαίνουν,
χαρίζει ψάρια ἡ θάλασσα, κι ὅλος ὁ κόσμος ἔχει
καὶ πλούτια καὶ καλοτυχιὰ μὲ τὴν καλοδηγιά του.
Τώρα κι ἐμένα ρώταγε στὸ σπίτι σου ὅ,τι ἄλλο,
ὅμως πατρίδα καὶ γενιὰ νὰ πῶ μὴ μοῦ γυρεύης,
παλιὲς μὴν ἔρθουν θύμησες καὶ μὲ γεμίσουν πόνους,
γιατ' εἶμαι πολυστέναχτος. Καὶ μὲς σὲ ξένο σπίτι
δὲν πρέπει νὰ μοιρολογῶ καὶ στεναγμοὺς νὰ βγάζω,
τὶ φρόνιμο τ' ἀνέπαυο παράπονο δὲν εἶναι,    120
μὴν κάποια δούλα σου, ἢ κι ἐσὺ, χολῶστε καὶ θαρρέψτε
πὼς τὸ μεθύσι μ' ἔπιασε, καὶ πλημμυρῶ στὰ δάκρυα.”
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε·
“Ὦ ξένε, ὅλες τὶς χάρες μου, τὴν ὀμορφιά, τὸ σῶμα,
οἱ ἀθάνατοι μοῦ ἀφάνισαν ἀφότου στὴν Τρωάδα
μὲ τοὺς Ἀχαιοὺς ξεκίνησε ὁ ἄντρας μου ὁ Δυσσέας.
Ἄν τὴ ζωή μου ἐρχότανε νὰ διαφεντέψη ἐκεῖνος,
κι ἡ δόξα μου θὰ πλήθαινε, κι ὅλα καλὰ θὰ βγαῖναν·
τώρα ἔχω πίκρες· τὶ πολλὰ δεινὰ μοῦ φέρνει ἡ μοῖρα.
[ Γιατί ὅσοι γύρω στὰ νησιὰ πρωτοστατοῦν ἀρχόντοι,    130
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο μὲ τὰ δασὰ τὰ δέντρα,
κι ὅσοι σ' αὐτὸ τὸ λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν,
θέλω δὲ θέλω μὲ ζητοῦν, κι ὅλο χαλνᾶν τὸ βιός μου. ]
Γιὰ δαῦτο, μήτε ξένο έγώ, καὶ μήτε ἱκέτη ἀκούγω,
μήτε κανένα κήρυκα, τοῦ κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μοῦ τρώει τὰ σπλάχνα μου τοῦ Ὀδυσσέα ὁ πόθος.
Αὐτοὶ γιὰ γάμο βιάζουνται, κι ἐγὼ τοὺς πλέχνω δόλους.
Καὶ πρῶτα θεὸς μὲ βοήθησε νὰ σοφιστῶ νὰ στήσω
θεόμακρο στὸν πύργο μου πανί, καὶ νὰ τὸ φάνω,
ψιλόκλωστο κι ἀμέτρητο. Καὶ λέω τους: —Παλληκάρια,    140
μνηστῆρες μου, τώρα ὁ λαμπρὸς ποὺ ἀπέθανε Ὀδυσσέας.
μὴ βιάζετε τὸ γάμο μου, γιὰ ν' ἀποσώσω πρῶτα
τὸ πανικό, νὰ μὴ χαθοῦν τὰ νήματα τοῦ κάκου,
ποὺ τό 'χω γιὰ τὸ σάβανο τοῦ ἥρωα τοῦ Λαέρτη,
σὰν ἔρθη ὁ κορμοτεντωτής ὁ χάρος καὶ τὸν πάρη,
μπὰς καὶ καμιὰ τῶν Ἀχαιῶν κερὰ μὲ ψεγαδιάση,
σὰν κοίτεται ἀσαβάνωτος, πού 'ταν καὶ τόσο πλούσιος.
Αὐτὰ εἶπα, κι οἱ λεβέντικες τὰ δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τὶς μέρες ἔφαινα τὸ θεόμακρο πανί μου,
τὴ νύχτα ὅμως τὸ ξέφαινα σὰν ἔφερναν τὰ φῶτα.    150
Τρεῖς χρόνους τοὺς κρυφόπαιζα, κι ἔτσι τοὺς ἔπειθα ὅλους·
μὰ οἱ ἐποχὲς σὰν ἔφεραν τὸν τέταρτο τὸ χρόνο,
καὶ τὰ φεγγάρια χάνονταν, καὶ πλήθαιναν οἱ μέρες,
οἱ δοῦλες, σκύλες ἄπονες, μὲ πρόδωσαν, κι ἐκεῖνοι
ἦρθαν καὶ μ' ἔπιασαν ἐδῶ, καὶ μοῦ βαριομιλῆσαν,
Καὶ τότες πιὰ μὲ τὸ στανιὸ τὸ τέλειωσα ἀπ' ἀνάγκη.
Μήτ' ἀπὸ γάμο γλυτωμὸ δὲ βλέπω τώρα, μήτε
ἄλλον πιὰ τρόπο· στὴν παντρειὰ μὲ σπρώχνουν οἱ γονιοί μου
κι ὁ γιός μου, βλέποντας τὸ βιὸς ποὺ τρῶν αὐτοί, σκυλιάζει,
τὶ τώρα ποὺ ἄντρας ἔγινε καὶ νιώθει, θὰ φροντίζη    160
τὸ σπίτι του σὰν ἄνθρωπος ποὺ τὸν τιμάει ὁ Δίας.
Ὡς τόσο λέγε μου κι ἐσὺ τὴ φύτρα, τὴ γενιά σου·
δὲ θά 'σαι ἀπ' τοῦ παραμυθιοῦ τὸ δρὺ καὶ τὸ λιθάρι.”
     Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τῆς εἶπε·
“Γυναίκα πολυσέβαστη τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα,
ὡς πότε ἐσὺ θένα ζητᾶς νὰ μάθης τὴ γενιά μου;
Μὰ θὰ στὴν πῶ, καὶ πιότερος ἂς γίνεται ὁ καημός μου·
αὐτή 'ναι ἡ τύχη τοῦ θνητοῦ ποὺ λείπει ἀπ' τὴν πατρίδα
τόσον καιρό, ὅσο βρίσκουμαι κι ἐγὼ ξενιτεμένος,
καὶ τυραννιέται σὲ πολλὲς γυρνώντας πολιτεῖες.    170
Ὅμως καὶ πάλε θὰ σ' τὸ πῶ τὸ ποὺ ρωτᾶς νὰ μάθης.
Εἶναι μιὰ γῆς κατάμεσα τοῦ μελανοῦ πελάγου,
ἡ Κρήτη, ἡ ὥρια κι ἡ παχειὰ κι ἡ τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους ἔχει ἀρίθμητους, καὶ χῶρες ἐνενήντα.
Κάθε λαὸς κι ἡ γλῶσσα του. Ζοῦν Ἀχαιοὶ στὸν τόπο,
ζοῦνε νησιῶτες Κρητικοί, παλληκαριᾶς ξεφτέρια,
καὶ Κύδωνες, καὶ Δωρικοί, καὶ Πελασγοὶ λεβέντες.
Κι εἶν' ἡ Κνωσό, χώρα τρανή, ποὺ ὁ Μίνωας τοῦ μεγάλου
τοῦ Δία σύντροφος ἐννιά, κι ἐννιά κυβέρναε χρόνους,
τοῦ Δευκαλίωνα ὁ γονιός, τοῦ ἀντρόψυχου γονιοῦ μου,    180
ποὺ ἐξὸν ἐμένα, γέννησε τὸ ρήγα Ἰδομενέα.
Στὸ Ἴλιο αὐτὸς ἀκλούθησε τοὺς δυὸ τοῦ Ἀτρέα γόνους
μὲ τὰ καράβια του. Αἴθωνας ἐμένα τ' ὄνομά μου,
κι ἐγὼ ὁ νεώτερος, αὐτὸς καλύτερος καὶ πρῶτος.
Ἐκεῖ εἶδα τὸ Δυσσέα ἐγώ, καὶ ξενοφίλεψά τον,
τὶ τοῦ ἀνέμου ἡ μάνητα τὸν πέταξε στὴν Κρήτη,
στὴν Τροία καθὼς ἀρμένιζε, λοξὰ ἀπὸ τὸ Μαλέα,
κι ἦρθε στὴν Ἀμνισό, κοντὰ στῆς Εἰλειθυίας τὸ σπήλιο,
μέσα στὰ κακολίμανα, καὶ σώθη ἀπ' τὰ δρολάπια,
Στὴ χώρα εὐτὺς ἀνέβηκε γιὰ τὸν Ἰδομενέα,    190
ποὺ σεβαστὸ τὸν ἔλεγε κι ἀγαπητό του φίλο.
Ἦταν ὡς τόσο δέκα αὐγές, κἂν ἕνδεκα, ποὺ ἐκεῖνος
γιὰ τὸ Ἴλιο μὲ τ' ἀνάφρυδα καράβια εἶχε κινήσει.
Τὸν πῆρα ἐγὼ στὸν πύργο μου καὶ καλοδέχτηκά τον,
κι ἀπ' τὰ πολλὰ ποὺ βρίσκονταν τὸν φίλεψα γενναῖα·
κι ἔδωκα ἀλεύρια ἀπ' τὸ κοινό, κρασὶ φλογάτο, βόδια,
γιὰ τὶς θυσίες ἐκείνου καὶ τῶν συντρόφων ὅλων,
ποὺ τόνε συνοδεύανε, νὰ τὰ χαρῆ ἡ ψυχή τους.
Δώδεκα μέρες οἱ Ἀχαιοὶ προσμένουν τότε οἱ θεῖοι·
κακὸς τοὺς ἔκλεισε Βοριάς, κι οὐδὲ στὴ γῆς νὰ μείνουν    200
δὲν ἄφηνε· κάποιος θεὸς τοὺς ἔστελνε ὀργισμένος.
Στὶς δεκατρεῖς κατάπεσε, καὶ τότες ξεκινῆσαν.”
     Ἤξερε ψέματα πολλὰ νὰ λέη μ' ἀλήθειες ὅμοια·
τ' ἄκουγ' ἐκείνη, κι ἔκλαιγε ὡσποὺ ἔλυωνε ἡ θωριά της.
Κι ὅπως ἀπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τὸ χιόνι λυώνει,
ποὺ ὁ Ζέφυρος τὸ στοίβαξε καὶ τό 'λυωσε ὁ Σιρόκος,
κι ὅσο αὐτὸ λυώνει, οἱ ποταμοὶ φουσκώνουν κι ὅλο τρέχουν,
ἔτσι στὰ δάκρυα λυώνανε τὰ ὡραῖα μάγουλά της,
σὰν ἔκλαιγε τὸν ἄντρα της ποὺ πλάγι της καθόταν.
Κι αὐτός, ὅσο κι ἂν ἔνιωθε τοῦ θρήνου της τὸν πόνο    210
κράταε τὰ μάτια ἀσάλευτα σὰν κέρατο ἢ ἀτσάλι,
τὰ δάκρυα καθὼς ἔκρυβε στὰ βλέφαρα μὲ τέχνη.
Κι ἐκείνη σάνε χόρτασε τὰ δάκρυα καὶ τὸ κλάμα,
πάλε τοῦ ξαναμίλησε κι ἀπάντησέ του κι εἶπε·
     “Θαρρῶ πώς, ξένε, τώρα ἐγὼ θὰ δοκιμάσω ἐσένα,
νὰ δῶ ἂν ἀλήθεια φίλεψες στ' ἀρχοντικό σου μέσα
τὸν ἄντρα μου καὶ τοὺς καλοὺς συντρόφους του ὅπως εἶπες.
Σὰν τί λογῆς φορέματα φοροῦσε στὸ κορμί του
καὶ ποιὰ σὰ νά 'ταν ἡ ὄψη τους, κι αὐτοῦ καὶ τῶ συντρόφων;”
     Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας, καὶ τῆς εἶπε·    220
“Γυναίκα, δύσκολο νὰ πῶ, τόσον καιρὸ πιὰ τώρα·
εἴκοσι χρόνοι 'ναι ποὺ αὐτὸς τὸν τόπο μου ἔχει ἀφήσει·
ὅμως θὰ παραστήσω τον καθὼς ἀνιστορῶ τον.
Διπλὴ φλοκάτα μαλλωτὴ καὶ πορφυρένια φόρειε
ὁ θεῖος Δυσσέας καὶ μὲ χρυσὴ κόπτσα ποὺ εἶχε θηλύκι
διπλότρυπο, κι ἀπὸ μπροστὰ λαμπρῆς δουλειᾶς στολίδι·
σκύλος ζαρκάδι παρδαλὸ στὰ μπροστινά του κράτα,
καὶ κοίτα το ποὺ σπάραζε· κι αὐτὸ θαμάζαν ὅλοι,
πώς, ὄντας ἀπὸ μάλαμα, κοιτάει καὶ πνίγει ὁ σκύλος 
τὸ ζῶ, ποὺ μὲ πόδια του σπαράζει νὰ ξεφύγη.    230
Θυμᾶμαι καὶ σφανταχτερὸ χιτώνα στὸ κορμί του,
ποὺ σὰν τὴ φλούδα γυάλιζε ποὺ ἔχει ξερὸ κρομμύδι·
τόσο ἤτανε ψιλόφτιαστος καὶ λιόλαμπρος συνάμα,
 
Πολλὲς σὰν τόνε βλέπανε γυναῖκες τὸ ν θαμάζαν.
Κι ἄλλο ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ, κι ἂς μείνη μὲς στὸ νοῦ σου·
δὲν ξέρω ἐκεῖνα τὰ σκουτιὰ ἂν τὰ φόρειε ἀπὸ τὸ σπίτι,
ἢ ἂν σύντροφος τοῦ τά 'δωκε σὰν ἔμπαινε στὸ πλοῖο,
ἢ κάποιος φίλος τὶ πολλοὺς τοὺς εἶχε ὁ Ὀδυσσέας.
Μὲς στοὺς λαοὺς τῶν Ἀχαιῶν λίγοι ἤτανε παρόμοιοι.    240
Κι ἐγὼ σπαθὶ χαλκόφτιαστο, καὶ πορφυρή χλαμύδα,
διπλὴ κι ὡραία τοῦ ἔδωκα, κι ὁλόμακρο χιτώνα,
καὶ μὲ τιμὴ τὸν ἔστειλα στὸ γλήγορο καράβι.
Μαζί του ἦταν καὶ κήρυκας τρανότερός του λίγο
στὰ χρόνια, ποὺ κι ἐκείνονε θὰ σοῦ στορήσω τώρα·
καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κι εἶχε ὄνομα Εὐρυβάτης·
κι ἀπ' ὅλους τοὺς συντρόφους του τιμοῦσε ὁ Ὀδυσσέας
ξέχωρα αὐτόν, τὶ ταίριαζαν οἱ γνῶμες τῶ δυονῶν τους.”
     Εἶπε, καὶ πιότερη ὄρεξη τῆς φέρανε γιὰ κλάμα
ἐκεῖνα τὰ ὁλοφάνερα τοῦ Ὀδυσσέα σημάδια.    250
Καὶ σάνε καλοχόρτασε τὰ δάκρυα καὶ τὸ κλάμα,
τότες τοῦ ξαναμίλησε κι ἀπάντησέ του κι εἶπε·
     “Καὶ πρῶτα σὲ συμπόνεσα, μὰ ἀπὸ τὰ τώρα, ὦ ξένε,
μὲς στὸ παλάτι ἀγαπητὸς καὶ σεβαστὸς θὰ μοῦ εἶσαι.
Ἐγὼ τὰ ροῦχα τοῦ 'δωκα ποὺ τώρα μοῦ ἱστοροῦσες·
τὰ δίπλωσα καὶ τὰ 'βγαλα ἀπ' τὸ θάλαμο, κι ἀπάνω
θηλυκωτήρι λαμπερὸ τοῦ κάρφωσα στολίδι.
Μὰ αὐτὸς δὲ μοῦ γυρίζει πιὰ νὰ τὸν δεχτῶ στὸ σπίτι·
μοῖρα κακὴ τὸν ἔστειλε στὸ βαθουλὸ καράβι,
τὸ μαῦρο Ἴλιο γιὰ νὰ δῆ, τ' ἀναθεματισμένο.”     260
     Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τῆς εἶπε·
“Γυναίκα πολυσέβαστη τοῦ τέκνου τοῦ Λαέρτη,
τὴν ὀμορφιά σου μὴ χαλνᾶς, μὴ λυώνης τὴν καρδιά σου,
θρηνώντας γιὰ τὸν ἄντρα σου. Κι ὄχι κακὸ πὼς τό 'χω,
τ' εἶναι πολλὲς ποὺ χάσανε καὶ κλαῖν τὸ σύγκοιτό τους,
ποὺ τὸ φιλί του χάρηκαν, καὶ τέκνα τοῦ γεννῆσαν,
κι ἂς ἦταν ἄλλος, κι ὄχι αὐτὸς, ποὺ λὲν σὰ θεὸς φαινόταν.
Μὰ πάψε πιὰ τὰ κλάματα, τὸ τὶ θὰ πῶ ν' ἀκούσης·
τὶ θὰ μιλήσω ἀληθινά, καὶ δὲ θὰ σοῦ τὸ κρύψω,
πὼς ἄκουσα τὸ γυρισμὸ τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα,    270
ποὺ ζῆ κοντὰ στῶν Θεσπρωτῶν τὴ γῆς τὴν καρποφόρα,
καὶ φέρνει θησαυρὸ πολὺ ποὺ σύναξε ἀπ' τὸν τόπο.
Ὅμως τοὺς φίλους ἔχασε συντρόφους μὲ τὸ πλοῖο
μέσα στ' ἀχνὸ τὸ πέλαγος, ἀπὸ τῆς Θρινακίας
σὰν ξεκινοῦσε τὸ νησί· τὶ Ἥλιος μαζὶ καὶ Δίας
χολώσανε, σὰν ἔμαθαν πὼς ὅλοι του οἱ συντρόφοι
τοῦ Ἥλιου τὰ βόδια σκότωσαν. Χαθῆκαν τότες ὅλοι
στῆς ἀγριεμένης θάλασσας τὰ κύματα· μὰ ἐκεῖνον,
πὰς στὴν καρίνα ποὺ ἔμεινε, τὸν πέταξε τὸ κῦμα ὄξω στὴ γῆς τῶ Φαιάκωνε, τῶν θεογεννημένων, 
ποὺ σὰν θεὸ τὸν τίμησαν, καὶ δῶρα τοῦ χαρίσαν,    280
καὶ νὰ τὸν στείλουν ἤθελαν ἀπείραγο στὸ Θιάκι.
Κι ὁ Ὀδυσσέας ἀπὸ καιρὸ θά 'ταν ἐδῶ φτασμένος,
μὰ πιὸ συφέρο θάρρεψε καὶ σ' ἄλλες νὰ γυρίση
χῶρες πολλές, καὶ θησαυρὸ μεγάλο νὰ μαζέψη·
τόσες γνωρίζει πονηριὲς καὶ τρόπους νὰ κερδίζη,
κι ἄλλος θνητὸς δὲ δύνεται νὰ παραβγῆ μαζί του.
Αὐτὰ μοῦ τά 'πε ὁ Φείδωνας τῶν Θεσπρωτῶν ὁ ρήγας
καὶ μὲς στὸ σπίτι στάζοντας μοῦ ὁρκίστη πὼς τὸ πλοῖο
ἦταν ριγμένο κι ἕτοιμοι στεκόνταν οἱ συντρόφοι
στὴ γῆς νὰ τόνε φέρουνε τῆς ποθητῆς πατρίδας.    290
Ἐμένα ὅμως πρωτόστειλε, γιατ' ἔτυχε καράβι
θεσπρωτικὸ νὰ ξεκινάη στὸ καρπερὸ Δουλίχι.
Καὶ μοῦ 'δειξε ὅσους θησαυροὺς εἶχε ὁ Δυσσέας συνάξει,
ποὺ σῶναν καὶ τὴ δέκατη νὰ θρέψουνε γενιά του·
τόσα τοῦ μένανε καλὰ στοῦ βασιλέα τὰ σπίτια.
Καὶ στὴ Δωδώνη μοῦ 'λεγε πὼς εἶχε αὐτὸς περάσει,
ἀπ' τ' ἁψηλόκορφο τὸ δρὺ τὸ θέλημα τοῦ Δία
ν' ἀκούση, πῶς θὰ ξαναρθῆ στὸ πλούσιο τὸ νησί του,
κρυφὰ μαθὲς ἢ φανερὰ, τόσον καιρὸ ποὺ λείπει.
Καὶ νά, λοιπόν, ποὺ εἶναι καλά, καὶ θά 'ρθη ὅπου κι ἂν εἶναι,    300
καὶ δὲν ἀργεῖ τοὺς φίλους του νὰ δῆ καὶ τὴν πατρίδα.
Ὅρκο μεγάλο τώρα ἐδῶ σοῦ κάνω κι ἄκουσέ τον.
Ὁ Δίας νά 'ναι μάρτυρας, τῶν θεῶν ὁ πρωτοστάτης,
κι ἐτούτη ἡ στιὰ τοῦ θεόλαμπρου Ὀδυσσέα, ποὺ ἦρθα τώρα,
πὼς ὅλ' αὐτὰ θὰ τελεστοῦν καθὼς ἐγὼ τὰ λέγω.
Μέσα στὸ χρόνο αὐτὸν ἐδῶ θὰ φτάση ὁ Ὀδυσσέας,
τοῦτος ὁ μήνας ἅμα βγῆ, κι ἅμα πατήση ὁ ἄλλος.”
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε·
“Μακάρι, ὦ ξένε, ὁ λόγος σου τέλος νὰ βρῆ· καὶ τότες
θένα 'χης τὴν ἀγάπη μου, καὶ τόσα πλούσια δῶρα,    310
ποὺ θὰ σὲ μακαρίζουνε ὅσοι θνητοὶ σὲ βλέπουν.
Μὰ ἄλλα ἡ ψυχή μου προμηνᾶ, κι αὐτά, θαρρῶ, θὰ βγοῦνε.
Μήτ' ὁ Δυσσέας δὲν ἔρχεται καὶ μήτ' ἐσὺ δὲ θά 'βρης
προβόδωμα· δὲν ἔχει πιὰ τὸ σπίτι νοικοκύρη,
σὰν τὸ Δυσσέα ποὺ στάθηκε στοὺς τιμημένους ξένους,
πάντα καλὸς νὰ προβοδᾶ καὶ νὰ καλωσορίζη.
Νίψτε τον τώρα, κοπελιές, καὶ στρῶστε του κλινάρι
μὲ μαλακὰ παπλώματα καὶ χράμια καὶ φλοκάτες,
ποὺ ὡς τὴ χρυσόθρονην Αὐγὴ νὰ χαίρετ' ἀπὸ ζέστα.
Καὶ λοῦστε τον κι ἀλεῖψτε τον, ἅμα γλυκοχαράξη,    320
νὰ πάη μὲ τὸν Τηλέμαχο στὸ γέμα νὰ καθίση
μὲς στὸ παλάτι. Θὰ τὸ βροῦν πικρὸ οἱ κακοὶ μνηστῆρες,
ποὺ νὰ κακοκαρδίζουνε τὸν ξένο πάντα θέλουν,
μὰ αὐτοὶ πιὰ δὲ θὰ δύνουνται νὰ κάμουν τὰ δικά τους, ὅσο ἂν θυμώνουνε. Καὶ πῶς, ὦ ξένε, ἐσὺ θὰ μάθης,
ἐγὼ ἂν τὶς ἄλλες ξεπερνῶ στὰ φρένα καὶ στὴ γνώση,
στὰ δεῖπνα μας ἂν κάθεσαι λερός, κακοντυμένος,
μὲς στὸ παλάτι; τῶν θνητῶν οἱ μέρες εἶναι λίγες·
ὅποιος μᾶς φαίνεται ἄσπλαχνος κι ἔχει ἄσπλαχνη τὴ γνώμη,
ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι καὶ σὰ ζῆ τὸν καταριοῦνται ἐτοῦτον, 
καὶ σὰν πεθάνη, τὸν γελοῦν καὶ τὸν καταφρονοῦνε.    330
Πάλε, ὅποιος φαίνεται γλυκός, κι ἔχει γλυκειὰ τὴ γνώμη,
ἡ δόξα του ὡς τὰ πέρατα σκορπιέται ἀπὸ τοὺς ξένους,
κι ὅλος ὁ κόσμος ἐκεινοῦ καλὸ ὄνομα τοῦ δίνει.”
 
     Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τῆς εἶπε·
“Γυναίκα πολυσέβαστη τοῦ τέκνου τοῦ Λαέρτη,
σιχάθηκα τὶς μαλακὲς φλοκάτες καὶ τὰ χράμια,
ὅταν τῆς Κρήτης τὰ βουνὰ τὰ χιονισμένα ἀφῆκα,
καὶ βγῆκα μὲ μακρόκουπο καράβι στὰ πελάγη.
Κάλλιο ἂς πλαγιάσω σὰν καὶ πρὶν, ποὺ ὁλόνυχτα ἀγρυπνοῦσα·    340
πόσες νυχτιὲς δὲν πέρασα στὸ φτωχικὸ κλινάρι,
τὴ χρυσοθρόνιαστην Αὐγὴ προσμένοντας νὰ φέξη.
Κι οὐδὲ τὸ ποδοπλύσιμο δὲν τὸ ζητάει ἡ καρδιά μου,
οὐδὲ καμιὰ τὸ πόδι μου γυναίκα δὲ θ' ἀγγίξη,
ἀπ' ὅσες μὲς τοὺς πύργους σου βρίσκουντ' ἐδῶ δουλεῦτρες,
ἐξὸν κάποια γερόντισσα καλὴ καὶ τιμημένη,
ἂ βρίσκεται, ποὺ νά 'παθεν ὅσα κι ἐγὼ ἡ καρδιά της.
Ἐκείνη θὰ τὴν ἄφηνα τὰ πόδια μου ν' ἀγγίξη.”
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη τοῦ λέει· “Ὦ φίλε ξένε,
τὶ ξένος ἀπ' τὰ μακρινὰ σ' αὐτὸ ἐδῶ τὸ παλάτι    350
τόσο σοφὸς κι ἀγαπητὸς ἄλλος ποτὲς δὲν ἦρθε,
μὲ τόση γλύκα ἐσὺ τὰ λὲς καὶ τ' ἁρμηνεύεις ὅλα.
Τώρα ἔχω ἐγὼ γερόντισσα μὲ νοῦ γεμάτο γνώση,
αὐτὴ ποὺ γλυκανάθρεψε τὸ δύστυχο μου ρήγα,
κι ἀπὸ τῆς μάνας τὴν κοιλιὰ τὰ χέρια της τὸν πῆραν.
Ἐκείνη, ἂν κι εἶναι ἀλλοίμονη, τὰ πόδια θὰ σοῦ πλύνη.
Σήκου καλή μου Εὐρύκλεια, τοῦ ἀφέντη σου νὰ νίψης
τὸ συνομίληκο. Ποὺ πιὰ κι ἐκεῖνος τώρα θά 'ναι
μὲ τοῦτον καὶ στὰ χέρια του παρόμοιος καὶ στὰ πόδια.
Γιατ' οἱ ἀνθρῶποι γλήγορα γεράζουνε στὰ πάθια.”     360
     Σκέπασε τότες ἡ γριὰ τὴν ὄψη μὲ τὰ χέρια,
καὶ δάκρυα χύνοντας θερμὰ παραπονέθη κι εἶπε·
     “Ὠχοῦ, παιδάκι μου, ἐγὼ πιὰ ἀπελπίστηκα γιὰ σένα·
περίσσια ὁ Δίας σ' ὀργίστηκε μ' ὅλη τὴ θεοφοβιά σου.
Γιατὶ ἄλλος τοῦ βροντόχαρου τοῦ Δία θνητὸς κανένας
δὲν ἔκαψε παχιὰ μεριὰ μηδ' ἑκατόβοδα ὥρια,
παρ' ὅσα ἐσύ τοῦ πρόσφερνες, μὲ προσευκὲς ζητώντας
ἀναπαμένα γερατειά, καὶ τοῦ παιδιοῦ σου χρόνια.
Καὶ τώρα ἐσένα μοναχὰ τὸ γυρισμό σου ἀρνήθη.
Ἔτσι μ' ἐκεῖνον θά 'παιζαν στὴν ξενιτειὰ οἱ γυναῖκες,    370
σὰν ἔμπαινε στὰ λαμπερὰ παλάτια τῶν ἀρχόντων,
σὰν ποὺ μὲ σένα ἐδῶ γελοῦν οἱ σκύλες τώρα ἐδαῦτες.
Μὴ θέλοντας ἐσὺ κακὲς ν' ἀκοῦς βρισιές, ἀρνιέσαι
τὸ πλύσιμο, κι ἐμένανε προστάζει, τὴν πιστή της,
ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη τοῦ Ἰκάριου ἡ θυγατέρα.
Τὰ πόδια θὰ σοῦ πλύνω ἐγὼ γιὰ κείνη καὶ γιὰ σένα,
τὶ ξάφνω μὲς τὰ στήθια μου πολλοὶ καημοὶ ξυπνῆσαν.
Καὶ τώρα πρόσεξέ μου αὐτὸ ποὺ νὰ σοῦ πῶ ἐγὼ θέλω.
Ξένοι πολλοὶ πλανήθηκαν κι ἦρθαν ἐδῶ, μὰ ἀκόμα
κανένα δὲν ἀντάμωσα νὰ μοιάζη τοῦ Ὀδυσσέα,    380
ὅσο στὸ σῶμα, στὴ φωνὴ, στὰ πόδια ἐσὺ τοῦ μοιάζεις.”
     Τότε γυρνᾶ ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τῆς κρένει·
“Αὐτό, ὦ γριά, μᾶς εἴπανε κι ὅσοι τοὺς δυό μας εἶδαν,
πὼς ἕνας μὲ τὸν ἄλλονε πολὺ 'χαμε μοιασίδι,
καθὼς δὰ τό 'νιωσες κι ἐσὺ, καὶ φανερὰ μοῦ τό 'πες.”
     Εἶπε, καὶ πῆρε ὁλόλαμπρο τότ' ἡ γριὰ λεβέτι,
καλὸ γιὰ ποδοπλύσιμο, κι ἔβαλε πολὺ κρύο
νερό, κατόπι καὶ ζεστό. Καὶ κάθισε ὁ Δυσσέας
λίγο παράμερα τῆς στιᾶς, γερτὸς πρὸς τὸ σκοτάδι,
τὶ τοῦ 'ρθε φόβος ἄξαφνα μὴν τύχη καὶ γνωρίση    390
τὸ λάβωμα του ψάχνοντας, καὶ ὅλα τὰ φανερώση.
Σιμώνει τότες ἡ γριὰ τὸ ρήγα της νὰ πλύνη,
καὶ πλένοντάς τον ἔνιωσε τό λάβωμα ποὺ κάπρος
μὲ τ' ἄσπρο δόντι μιὰ φορὰ στὸ πόδι τοῦ 'χε ἀνοίξει,
σὰν ἦρθε νέος στὸν Παρνασσό, τῆς μάνας του τὸν κύρη,
τὸ δοξασμένο Αὐτόλυκο νὰ δῆ μὲ τὰ παιδιά του,
πού 'τανε πρῶτος τῶν θνητῶν σὲ πονηριὲς καὶ σ' ὄρκους,
τοῦ θεοῦ τοῦ Ἑρμῆ χαρίσματα τὶ εἶχε πολλὰ ἀπ' ἐκεῖνον καλὰ γιδιῶν κι ἀρνιῶν μεριὰ ὁ θεὸς Ἑρμῆς, καὶ πάντα
μὲ ἀγάπη τὸν συνόδευε καὶ προθυμιὰ μεγάλη. Στὸ καρπερὸ ὁ Αὐτόλυκος σὰν πέρασε τὸ Θιάκι,
καὶ βρῆκε μὲ νιογέννητο τὴν κόρη του ἀγοράκι,    400
ἡ Εὐρύκλεια τοῦ τ' ἀπόθεσε στὰ γόνατα, κατόπι
ἀπὸ τὸ δεῖπνο, κι ἄξαφνα τοῦ φώναξε καὶ τοῦ 'πε·
     “Αὐτόλυκε, βρὲς τ' ὄνομα ποὺ τώρα ἐσὺ θὰ βάλης
στῆς θυγατέρας σου τὸ γιὸ τὸν πολυαγαπημένο.”
     Κι ὁ Αὐτόλυκος ἀπάντησε· “Γαμπρὲ καὶ θυγατέρα,
νά, τ' ὄνομα θὰ σᾶς πῶ νὰ βάλτε τοῦ ἀγοριοῦ σας.
Περίσσιους δυσαρέστησα ἐγὼ ποὺ ἐδῶ σᾶς ἦρθα,
γυναῖκες κι ἄντρες, πὰς σ' αὐτὴ τὴ γῆς τὴν τροφοδότρα·
γι' αὐτὸ Δυσσέας νὰ λεχτῆ τ' ἀγόρι· καὶ σὰν ἔρθη
μεγάλος στῆς μητέρας του τὸ δοξαστὸ παλάτι,    410
στὸν Παρνασσό, ποὺ βρίσκεται τὸ βιός μου, θὰ τοῦ δώσω
μερίδιο, καὶ χαρούμενο θὰ τόν ξεπροβοδώσω.”
     Αὐτὰ ὁ Δυσσέας τὰ λαμπρὰ τὰ δῶρα ἦρθε νὰ πάρη,
καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Αὐτόλυκου, κι ὁ Αὐτόλυκος ἀτός του,
μὲ ἀγάπη τὸν χερόσφιξαν καὶ τοῦ γλυκομιλῆσαν.
Κι ἡ Ἀμφιθέα ἡ μάμμη του στὴν ἀγκαλιὰ τὸν πῆρε,
φιλώντας του τὴν κεφαλὴ καὶ τὰ ὄμορφά του μάτια.
Καὶ τοὺς λεβέντηδές του γιοὺς τραπέζι νὰ τοιμάσουν
παράγγειλε ὁ Αὐτόλυκος, κι ἐκεῖνοι τὸν ἀκοῦσαν,
κι ἀμέσως πῆραν φέρανε πέντε χρονῶνε βόδι·    420
τὸ γδάραν, τὸ συγύρισαν, τὸ κόψανε κομμάτια,
μὲ τέχνη τὸ λιανίσανε, σὲ σοῦβλες τὸ περάσαν,
κι ἀφοῦ τ' ὀμορφοψήσανε, χωρίσαν τὶς μερίδες.
Ὁλημερὶς τρωγόπιναν ὡσποὺ κατέβη ὁ ἥλιος,
καὶ δὲ στερήθη κανενὸς καρδιὰ σωστὸ μερίδιο.
     Κι ὁ ἥλιος σὰ βασίλεψε καὶ πῆρε τὸ σκοτάδι,
πλαγιάσανε νὰ κοιμηθοῦν καὶ νὰ χαροῦν τὸν ὕπνο.
     Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα,
καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Αὐτόλυκου μὲ τὰ σκυλια κινῆσαν
γιὰ τὸ κυνήγι, κι ὁ λαμπρὸς μαζί τους Ὀδυσσέας.    430
Περνώντας τοῦ ἁψηλόκορφου τοῦ Παρνασσοῦ τὰ δάσια,
γλήγορα φτάσαν σὲ λακκιὲς ἀνεμοσαρωμένες.
Κι ὁ ἥλιος ὅτι πρόβαλε καὶ τὶς στεριὲς χτυποῦσε,
ἀπ' τοῦ βαθιοῦ τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ σιγανὸ τὸ ρέμα,
στὸ δάσο μπῆκαν οἱ ὁδηγοί, τ' ἀχνάρια ὀμπρὸς οἱ σκύλοι
νὰ βροῦνε τρέχανε, κι οἱ γιοι τοῦ Αὐτόλυκου ἀκλουθοῦσαν
μὲ τὸ Δυσσέα τὸ θεϊκό, ποὺ πιὸ σιμὰ στοὺς σκύλους
τραβοῦσε ὀμπρὸς σαλεύοντας μακροΐσκιωτο κοντάρι.
Μέσα σὲ λόγγο σύδενδρο μέγα καπρἰ κοιτόταν.
Μήτ' ἄνεμοι ἐκεῖ σύνυγροι δὲν ἀγριοφυσοῦσαν,    440
μήτε τοῦ ἥλιου οἱ φωτερὲς ἀχτίδες δὲ χτυποῦσαν,
μήτε βροχὴ δὲν πέρναγε, τόσο πυκνὸς ὁ λόγγος,
καὶ φύλλα ἀρίθμητα στὴ γῆς τριγύρω σκορπισμένα.
Κι ἀκούγοντας ποδοβολὴ σκυλιῶν κι ἀντρῶν ὁ κάπρος,
ποὺ ἐρχόντουσαν ἀπάνω του, πετιέται ἀπὸ τὸ λόγγο,
κι ἀντίκρυ τους ὀρθότριχος, μὲ μάτια φλόγες, στάθη.
Πρῶτα ὁ Δυσσέας τοῦ χύθηκε, καὶ τὸ μακρὺ κοντάρι
ἡ χέρα του ἀνασήκωσε, τὸ ζῶ γιὰ νὰ βαρέση.
Ὅμως ὁ κάπρος πρόλαβε, κι ἀπάνω ἀπὸ τὸ γόνα
κρέας πολὺ τοῦ ξέσκισε περνώντας, κι ἀπ' τὸ πλάγι    450
τὸ δόντι μπήγοντας, χωρὶς τὸ κόκκαλο ν' ἀγγίξη.
Πάνω στὸν ὦμο τὸ δεξὶ βαρᾶ ὁ Δυσσέας τὸν κάπρο,
καὶ βγῆκε ἡ μύτη ἡ σουβλερὴ τοῦ κονταριοῦ ἀπ' ἀντίκρυ·
καὶ πέφτοντας μὲ μουγγρητὸ ξεψύχησε τ' ἀγρίμι.
Τότες οἱ γιοὶ τοῦ Αὐτόλυκου νοιαστῆκαν τὸ Δυσσέα,
τὸ θεῖο κι ἀψεγάδιαστο, τοῦ δέσανε μὲ τέχνη
τὸ λάβωμα, σταμάτησαν μὲ γήτεμα τὸ μαῦρο
τὸ αἷμα, καὶ τὸν φέρανε στὸ γονικὸ παλάτι.
Καὶ τέλος πιὰ ὁ Αὐτόλυκος μὲ τὰ παιδιά του ἀντάμα,
ἀφοῦ καλὰ τὸν ἔγιαναν, καὶ δῶρα τοῦ πορέψαν,    460
χαρούμενοι τὸν ἔστειλαν χαρούμενο στὸ Θιάκι.
Ὁ κύρης του ἀναγάλλιασε κι ἡ σεβαστή του μάνα
ποὺ γύρισε, καὶ ρώταγαν νὰ μάθουνε πῶς τοῦ 'ρθε
τὸ λάβωμα· καὶ τότε αὐτὸς δηγήθηκέ τους ὅλα,
πὼς στὸ κυνήγι ἀσπρόδοντο καπρὶ τὸν εἶχε σκίσει
στὸν Παρνασσό, μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ Αὐτόλυκου σὰν πῆγε.
     Αὐτὸ τὸ λάβωμα ἄγγιξε καὶ γνώρισε ἡ γριούλα,
κι ἀφῆκε εὐτὺς τὸ πόδι του νὰ πέση, καὶ τὸ πόδι
μὲς στὸ λεβέτι γλίστρησε, καὶ βρόντηξε ὁ χαλκός του,
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην ἔγειρε, καὶ τὰ νερὰ χυθῆκαν.    470
Χαρὰ συνάμα καὶ καημὸς τὸ νοῦ της συνεπῆρε,
τὰ μάτια της δακρύσανε, καὶ κόπηκε ἡ φωνή της.
Καὶ τὸ πηγούνι πιάνοντας τοῦ Ὀδυσσέα, τοῦ εἶπε·
     “Εἶσαι ὁ Δυσσέας, παιδάκι μου, καὶ δὲ σ' εἶχα γνωρίσει,
παρὰ καλὰ σὰν ἔψαξα τοῦ ἀφέντη μου τὸ σῶμα.”
     Εἶπε, καὶ γύρισε ματιὰ κατὰ τὴν Πηνελόπη,
νὰ φανερώση θέλοντας πὼς μέσα 'ναι ὁ καλός της.
Μὰ αὐτὴ νὰ δῆ δὲ δύνονταν ἀντίκρυ καὶ νὰ νιώση,
τὶ ἡ Ἀθηνᾶ τῆς γύριζεν ἀλλοῦ τὸ λογισμό της.
Τότε ὁ Δυσσέας ἀπ' τὸ λαιμὸ μὲ τὸ δεξὶ τὴν πιάνει,    480
καὶ πλάγι του τραβώντας την μὲ τ' ἄλλο, αὐτὰ τῆς λέει·
     “Νὰ μ' ἀφανίσης καὶ καλὰ ζητᾶς ἐσὺ, μανούλα;
Τάχα σ' αὐτό σου τὸ βυζὶ δὲ μ' ἔθρεψες; καὶ τώρα
τόσα σὰν ἔπαθα, γυρνῶ στὰ εἴκοσι τὰ χρόνια
στὸν τόπο μου. Ἀφοῦ μ' ἔνιωσες μὲ κάποιου θεοῦ βοήθεια,
σώπα, μὴν τύχη κι ἀκουστῆ κι ἀπ' ἄλλον ἐδῶ μέσα.
Γιατὶ ἄκουσε τί θὰ σοῦ πῶ, κι ὅ,τι ἐγὼ πῶ τελειέται·
ἂν ὁ θεὸς τοὺς ξέλαμπρους μνηστῆρες μοῦ δαμάση,
κι ἐσένα δὲ θὰ λυπηθῶ, βυζάστρα μου κι ἂν εἶσαι,
τὴν ὥρα ποὺ τὶς ἄλλες μου τὶς δοῦλες θὰ σκοτώνω.”     490
     Κι ἡ Εὐρύκλεια τότε ἡ γνωστικιὰ τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε·
“Τί λόγο ἀπὸ τ' ἀχείλι σου ξεστόμισες, παιδί μου;
Ξέρεις πὼς εἶναι ἀσάλευτη κι ἀλύγιστη ἡ ψυχή μου,
καὶ θά 'ναι σὰν τὸ σίδερο καὶ τὸ στεριὸ λιθάρι,
Κι ἄλλο ἕν' ἀκόμα θᾶ σοῦ πῶ, καὶ βάλ' το μὲς στὸ νοῦ σου·
ἂν ὁ θεὸς τοὺς ξέλαμπρους μνηστῆρες σου δαμάση,
κάθε γυναίκα τοῦ σπιτιοῦ θὰ σοῦ τὴν ἱστορήσω,
ποιὲς ἄτιμα σοῦ φέρνουνται καὶ ποιὲς δὲν ἔχουν κρῖμα.”
     Καὶ τότες ὁ πολύβουλος Δυσσέας ἀπολογήθη·
“Τί θὰ μοῦ πῆς, μανούλα, ἐσὺ γι' αὐτές; δὲν εἶναι ἀνάγκη·    500
μονάχος μου τὴν καθεμιὰ θὰ νιώσω καὶ θὰ μάθω.
Μον' σώπαινε, καὶ στοὺς θεοὺς ν' ἀφήσης τὴ φροντίδα.”
     Κι ἀπ' τὰ παλάτια διάβηκε ἡ γριὰ γιὰ νὰ τοῦ φέρη
νερὸ γιὰ ποδοπλύσιμο, ποὺ χύθηκε ὅλο τ' ἄλλο.
Κι ἀφοῦ καλὰ τὸν ἔπλυνε καὶ τοῦ ἄλειψε τὸ λάδι,
πρὸς τὴ φωτιὰ τότε ἔσυρε ὁ Δυσσέας τὸ κάθισμά του,
καὶ μὲ κουρέλια σκέπασε τὸ λαβωμένο πόδι.
Κι ἀρχίνησεν ἡ γνωστικιὰ νὰ κρένη Πηνελόπη·
     “Ξένε, κάτι ἄλλο θέλω ἐγὼ νὰ σὲ ρωτήξω ἀκόμα,
τὶ φτάνει τώρα τῆς γλυκειᾶς ἀνάπαψης ἡ ὤρα,    510
γιὰ κείνους ποὺ ὕπνο χαίρουνται, πολὺ καημὸ κι ἂν ἔχουν.
Μὰ ἐμένα λύπη ἀμέτρητη μοῦ ἔχει δοσμένη ἡ μοῖρα.
Ὅσο 'ναι μέρα τὴν περνῶ, μὲ σπαραγμοὺς καὶ κλάψες,
στὸ σπίτι μέσα τὰ ἔργα μου κοιτώντας καὶ τὶς δοῦλες·
μὰ ἡ νύχτα μιὰς καὶ κατεβῆ, κι ὅλους τοὺς πάρη ὁ ὕπνος,
μὲς στὸ κλινάρι κοίτουμαι, καὶ τὴν πικρὴ καρδιά μου
ἔννοιες τὴν πνίγουνε σκληρές, ποὺ νὰ θρηνῶ μὲ κάνουν.
Κι ὅπως ἡ Ἀηδόνα ἡ λυγερὴ καὶ κόρη τοῦ Παντάρου,
γλυκολαλεῖ, τῆς ἄνοιξης ἅμα ὁ καιρὸς γυρίση,
στῶ δέντρων καθὼς κάθεται τὰ πυκνωμένα φύλλα    520
καὶ μὲ συχνὰ γυρίσματα μύριους σκοποὺς ἀλλάζει.
τὸν Ἴτυλο, τὸ τέκνο της, θρηνώντας, ποὺ τὸν εἶχε
σκοτώσει ἀνήξερα, τὸ γιὸ τοῦ βασιλέα τοῦ Ζήθου,
κι ἐμένα ὁ νοῦς μου μιὰ ἀπ' ἐδῶ καὶ μιὰ ἀπ' ἐκεῖ γυρίζει,
ἢ νὰ σταθῶ μὲ τὸ παιδί, καὶ νὰ φυλάω δωπέρα,
τὸ ἔχει μου, τὶς δοῦλες μου, καὶ τ' ἁψηλά παλάτια,
μὲ σεβασμὸ στὸ ταίρι μου καὶ στὴ φωνή του κόσμου,
ἢ τὸν καλύτερο Ἀχαιὸ μνηστήρα ν' ἀκλουθήσω,
ποὺ στὸ παλάτι βρίσκεται, καὶ δίνει πλέρια δῶρα.
Κι ὅσο ἤτανε μικρὸ παιδὶ δὲ δέχονταν ὁ γιός μου    530
ἄντρα νὰ πάρω καὶ νὰ βγῶ ἀπ' τοῦ Δυσσέα τοὺς πύργους·
μὰ τώρα ποὺ ἔγινε κι αὐτὸς μεγάλο παλληκάρι,
λυπᾶται τὸ πολὺ τὸ βιὸς ποὺ οἱ Ἀχαιοὶ τοῦ τρῶνε,
καὶ τοὺς θεοὺς παρακαλεῖ νὰ φύγω ἀπ' τὰ παλάτια.
Μ' ἄκουσε τώρα τ' ὄνειρο ποὺ εἶδα, καὶ ξήγησέ το.
Εἴκοσι χῆνες θρέφω ἐδῶ μὲ τὸ βρεχτὸ σιτάρι,
ποὺ χαίρουμαι νὰ τῖς θωρὼ καὶ νὰ τὶς καμαρώνω.
Μέγας ἀϊτὸς ἀπ' τὸ βουνὸ κατέβη ἀγκιστρομύτης,
καὶ τὰ λαιμά τους ἔσπασε· νεκρὲς στρωθῆκαν ὅλες
μὲς στὰ παλάτια κι ὁ ἀϊτὸς ἀνέβη στοὺς αἰθέρες.    540
Κι ἐγὼ θρηνοῦσα κι ἔσκουζα μὲς στ' ὄνειρό μου τότες,
καὶ γύρω οἱ ὡριοπλέξουδες Ἀχαιΐδες συναχτῆκαν,
ἀπ' τὶς φωνές μου, ποὺ ὁ ἀϊτὸς μοῦ σκότωσε τὶς χῆνες.
Κι ἐκεῖνος ἦρθε κάθισε στὸ ξώστεγο ἀποπάνω·
κι ἀνθρώπινα λαλώντας μου μὲ μπόδιζε νὰ κλαίγω·
“Θάρρος, τοῦ κοσμοξάκουστου τοῦ Ἰκάριου ὦ θυγατέρα·
ἀλήθεια 'ναι, κι ὄχι ὄνειρο, καὶ ξάστερο θὰ σοῦ 'βγη.
Οἱ χῆνες τοὺς μνηστῆρες σου σημαίνουν, κι ἐγὼ ποὺ ἤμουν
ὡς τώρα αϊτός, ὁ αντρας σου τώρα εἶμαι καἰ γυρίζω,
νἀ δώσω τέλος φοβερὸ σὲ κάθε σου μνηστήρα.”    550
Εἶπε, κι ἐμένα μ' ἄφησε τοῦ ὕπνου ἡ γλύκα τότες,
καὶ κοίταξα, κι ἀγνάντεψα τὶς χῆνες στὴν αὐλή μου,
ποὺ ἔτρωγαν στάρι σὰν προτοῦ στὴ γούρνα τους τριγύρω.”
     Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας κι ἀπάντησέ της·
“Ἀλλιώτικα αὐτὸ τ' ὄνειρο, γυναίκα, δὲν ξηγιέται,
γιατὶ ὁ Δυσσέας ὁ ἴδιος πῶς θὰ τὸ τελέση σοῦ εἶπε,
καὶ φαίνεται ὁλοκάθαρο τὸ τέλος τῶν μνηστήρων·
μήτ' ἕνας ἀπ' τὴ μαύρη του δὲ θὰ γλυτώση μοῖρα.”
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Ἔχουμε, ὦ ξένε, ὀνείρατα ζαβά, μὲ κούφια λόγια,    560
κι ἀπ' ὅσα ὀνειρευόμαστε, σωστὰ δὲ βγαίνουν ὅλα.
Δυὸ θύρες τ' άλαφροΐσκιωτα τὰ ὄνειρα ἔχουν πάντα·
μὲ κέρατο φτιαστὴ τὴ μιά, μὲ φιλντισὶ τὴν ἄλλη·
Ὅσα ὄνειρ' ἀπὸ τὸ φιλντισὶ τὸ πριονιστὸ διαβαίνουν,
χαμένα εἶναι κι ἀνώφελα, καὶ τοὺς θνητοὺς γελᾶνε·
πάλε ὅσα ἀπ' τὰ καλόξεστα τὰ κέρατα περάσουν,
ἀληθινὰ τοῦ βγαίνουνε τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὰ βλέπει.
Μὰ ἐμένα τὸ ἔρμο μου ὄνειρο δὲν πρόβαλε ἀποκεῖθε·
πόση χαρὰ θὰ τό 'χαμε, κι ἐγὼ καὶ τὸ παιδί μου.
Κι ἄλλο ἐγὼ κάτι θὰ σοῦ πῶ, καὶ κράτα το στὸ νοῦ σου·    570
ζυγώνει ἡ τρισκατάρατη ἡ Αὐγὴ ποὺ θὰ μὲ πάρη
ἀπ' τοῦ Ὀδυσσέα τὸ σπιτικὸ· θὰ βγάλω τώρα ἀγώνα
τ' ἀξίνια ποὺ ἔστηνε σειρὰ μὲς στὰ παλάτια ἐκεῖνος,
σὰν καραβιοῦ στραβόξυλα, δώδεκ' ἀξίνια καὶ ὅλα
μὲ μιὰ σαϊτιὰ ποὺ ἔρριχνε μακρόθε τὰ περνοῦσε,
τέτοιον ἀγώνα τώρα ἐγὼ θὰ βάλω τῶ μνηστήρων·
κι ἐκεῖνον ποὺ εὐκολώτερα τεντώση τὸ δοξάρι,
κι ἀξίνια δώδεκα μὲ μιὰ σαΐτα του περάση,
θ' ἀκολουθήσω, ἀφήνοντας τὸν πύργο αὐτόνε, ποὺ ἦρθα
νιόπαντρη ἐγώ, καὶ βρῆκα τον ὥριο καὶ βιὸς γεμάτο,    580
ποὺ πάντα θὰ θυμᾶμαι τον καὶ μέσα στ' ὄνειρό μου.”
     Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τῆς εἶπε·
“Γυναίκα σεβαστὴ τοῦ γιοῦ τοῦ Λαέρτη, τοῦ Ὀδυσσέα,
τέτοιον ἀγώνα μὴν ἀργῆς στοὺς πύργους σου νὰ βάλης·
γιατὶ θά 'ναι ὁ πολύβουλος Δυσσέας ἐδῶ φτασμένος,
πρὶν τὸ δοξάρι πιάνοντας αὐτοὶ τ' ὡριοφτιασμένο,
τεντώσουνε τὴν κόρδα του, καὶ ρίξουν μὲς στ' ἀξίνια”.
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε·
“Ἂν ἤθελες, ὦ ξένε, ἐδῶ γιὰ μένα νὰ καθίσης·
ὕπνος δὲ θὰ χυνότανε, πὰς στὰ ματόφυλλα μου.    590
Ὅμως δὲ γίνεται οἱ θνητοὶ παντοτινὰ νὰ μνήσκουν
ἀκοίμητοι· γιατ' οἱ θεοὶ καιρὸ τοὺς ἔχουν βάλει
γιὰ κάθε πρᾶμα ξέχωρα στὴ γῆς τὴν τροφοδότρα.
Καὶ τώρα ἐγὼ στ' ἀνώγι μου θ' ἀνέβω νὰ πλαγιάσω,
σὲ κλίνη πολυστέναχτη καὶ πολυδακρυσμένη,
ἀπ' τὸν καιρὸ ποὺ μίσεψε ἀπ' τὸ Θιάκι ὁ Ὀδυσσέας,
τὸ μαῦρο Ἴλιο γιὰ νὰ δῆ, τ' ἀναθεματισμένο.
Ἐκεῖ πηγαίνω ἐγώ· κι ἐσὺ, στὸ σπίτι αὐτὸ κοιμήσου,
κι ἢ χάμου στρώνεις, ἢ τοὺς λὲς κρεβάτι νὰ σοῦ βάλουν”.
     Αὐτὰ εἶπε καὶ στὰ θεόλαμπρα τ' ἀνώγια της ἀνέβη,    600
ὄχι μονάχη· οἱ βάγιες της μαζὶ κι αὐτὲς πηγαῖναν.
Κι ἀπάνω σὰν ἀνέβηκε στ' ἀνώγια μὲ τὶς βάγιες,
τὸν ἀκριβό της ἔκλαιγε Δυσσέα ὡσότου ὕπνο
ἡ Ἀθηνᾶ τῆς στάλαξε γλυκὸ στὰ βλέφαρά της.