Οδύσσεια
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Αργύρης Εφταλιώτης
Ραψωδία θ


Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα,
κι ὁ Ἀλκίνος ὁ τρανόψυχος σηκώθη ἀπὸ τὸν ὕπνο·
σηκώθη κι ὁ διογέννητος, ὁ κουρσευτὴς Δυσσέας·
κι ὁ Ἀλκίνος ὁ τρανόψυχος τὸν πῆρε στῶ Φαιάκων
τὴν ἀγορά, ποὺ βρίσκονταν παράδιπλα τῶν πλοίων.
Ἦρθαν καὶ κάθισαν ἐκεῖ στὰ σκαλιστὰ λιθάρια
ἀντάμα οἱ δυό· κι ἡ Ἀθηνᾶ τριγύριζε στὴ χώρα,
μοιασμένη μὲ τὸν κήρυκα τοῦ γνωστικοῦ τοῦ Ἀλκίνου,
κι ἀπὸ ἄντρα σὲ ἄντρα πήγαινε, καὶ καθενοῦ λαλοῦσε,
τοῦ Ὀδυσσέα τὸ γυρισμὸ στὸ νοῦ της μελετώντας·     10
     “Ὀμπρὸς, ἀμέτε, ὦ ἀρχηγοὶ καὶ προεστοὶ τῶ Φαιάκων,
στὴν ἀγορά, ν' ἀκούσετε τὸν ξένο ποὺ ὅτι ἦρθε
στὸν πύργο του περίξυπνου τοῦ Ἀλκίνου, ἀπὸ πελάγη
ριγμένος· σὰν ἀθάνατος τ' ἀνάστημά του μοιάζει.
     Αὐτὰ εἶπε, καθενὸς καρδιὰ καὶ νοῦ παρακινώντας.
Κι εὐτὺς γεμίζει ἡ ἀγορὰ καὶ τὰ θρονιὰ ἀπὸ κόσμο·
καὶ θάμαζαν πολλοὶ τὸ γιὸ τηρώντας τοῦ Λαέρτη,
τὸν Ὀδυσσέα τὸ γνωστικό, ποὺ ἡ Ἀθηνᾶ μὲ χάρη
θεόσταλτη περέχα του τὴν κεφαλή, τοὺς ὤμους,
καὶ μέγας κι ἁψηλόκορμος τὸν ἔκανε νὰ δείχνη,    20
ὥστε σ' ὅλους τοὺς Φαίακες νὰ γίνη ἀγαπημένος,
καὶ φοβερὸς καὶ σεβαστός, καὶ στοὺς πολλοὺς ἀγῶνες
ἄξιος νὰ βγῆ, ποὺ οἱ Φαίακες τοῦ στῆσανε κατόπι.
Καὶ σὰ μαζώχτηκαν ἐκεῖ καὶ κάθισαν ἀντάμα,
ὁ Ἀλκίνος τότε ὁ γνωστικὸς ξαγόρεψέ τους κι εἶπε·
     “Ἀκοῦστε με, ἐσεῖς ἀρχηγοὶ καὶ πρῶτοι τῶ Φαιάκων,
τὰ ὅσα μέσα μου ἀγρικῶ νὰ σᾶς τὰ φανερώσω.
Μοῦ ἦρθε ὁ ἀγνώριστος αὐτὸς καὶ πλανεμένος ξένος,
ἂν ἀπὸ δύση φάνηκε γιά ἀνατολὴ δὲν ξέρω,
καὶ μᾶς ζητάει προβόδωση ποὺ βέβαιο νά 'χη τέλος.    30
Κι ἐμεῖς ἂς τόνε στείλουμε σὰν τόσους ἄλλους πρὶν του,
γιατὶ κανένας ποὺ ἔρχεται στοὺς πύργους μου δὲ μνήσκει
πολὺν καιρὸ ἀπροβόδωτος καὶ παραπονεμένος.
Μόν' πᾶμε, καὶ στὴ θάλασσα ἂς τραβήξουμε καράβι
καλὸ καὶ πρωτοτάξιδο, κι ἂς διαλεχτοῦν λεβέντες
ἀπ' τὸ λαὸ πενηνταδυό, ποὺ νά 'ναι οἱ πρῶτοι ἀπ' ὅλους.
Σὰν καλοδέστε τὰ κουπιὰ στοὺς πάγκους ξαναβγῆτε,
κι ἐλᾶτε στὰ παλάτια μου νὰ βρῆτε φαγοπότι,
ποὺ ἐγὼ θὰ τό 'χω γιὰ ὅλους σας μὲ βιάση ἑτοιμασμένο.
Αὐτὰ στοὺς νέους λεβέντηδες προστάζω· οἰ ἄλλοι πάλε,    40
οἱ βασιλέοι, στὰ ὄμορφα παλάτια μου νὰ ἐρθῆτε,
τὸν ξένο νὰ φιλέψουμε· μὴν πῆ κανένας ὄχι·
καὶ τὸ λαμπρὸ τραγουδιστὴ Δημόδοκο καλέστε,
ποὺ τοῦ 'χει δὰ χαρίσει ὁ θεὸς τοῦ τραγουδιοῦ τὸ δῶρο,
νὰ μᾶς γλεντάη μ' ὅσα γλυκὰ τραγούδια βγάζει ὁ νοῦς του.”
     Αὐτὰ εἶπε, καὶ σηκώθηκε, κι οἱ βασιλέοι κατόπι·
καὶ πῆγε τὸν τραγουδιστὴ τὸ θεῖο ὁ κράχτης νά 'βρη,
καὶ παλληκάρια διάλεξαν πενηνταδυό, ποὺ πῆγαν,
σὰν ποὺ εἶπε, στῆς ἀτρύγητης τῆς θάλασσας τὴν ἄκρη.
Καὶ στὸ γιαλὸ σὰν κίνησαν, πρὸς τὸ γοργὸ καράβι,    50
τὸ τράβηξαν καὶ τό 'ριξαν στῆς θάλασσας τὰ βάθια,
καὶ τὸ κατάρτι στήσανε μὲ τὰ πανιά του ἀπάνω,
καὶ τὰ κουπιά τους στοὺς σκαρμοὺς μὲ τὰ λουριὰ τροπῶσαν,
ὅλα σωστά· τὰ ὁλόασπρα πανιὰ κατόπι ἀνοῖξαν,
κι ἀράξαν τὸ πλεούμενο πρὸς τὸ γιαλό· καὶ τότες
κινήσανε στ' ἀρχοντικὸ τοῦ γνωστικοῦ τοῦ Ἀλκίνου.
Γέμισαν ὅλες οἰ αἴθουσες, οἱ αὐλὲς καὶ τὰ χαγιάτια
ἀπὸ ἄντρες ποὺ μαζώχτηκαν, γέροι καὶ νιοὶ περίσσοι.
Δώδεκ' ἀρνιὰ τοὺς ἔσφαξε ὁ Ἀλκίνος, ὀχτὼ χοίρους
ἀσπρόδοντους καὶ βόδια δυὸ λοξόποδα τοὺς κόβει,    60
ποὺ τά 'γδαραν καὶ τά 'σφαξαν καὶ στρώσανε τραπέζια.
     Φέρνει κι ὁ κράχτης τὸν καλὸ τραγουδιστή μαζί του,
ποὺ ἡ Μοῦσα τὸν ἀγάπησε, καὶ τοῦ 'δωσε σμιγμένο
καλὸ μαζὶ μὲ τὸ κακό. Τὸ φῶς του αὐτὴ τοῦ πῆρε,
μὰ τοῦ 'φερε γλυκειὰ φωνή. Θρονὶ ἀργυροδεμένο
στοὺς καλεστοὺς ἀνάμεσα τοῦ στήνει ὁ κράχτης, δίπλα
στύλου ἁψηλοῦ, καὶ σὲ καρφὶ τὴ λύρα του κρεμώντας
ποπάνωθέ του, τοῦ 'δειξε πρὸς ποῦ ν' ἁπλοχερίση.
Καὶ τοῦ 'βαλε τραπέζι ὀμπρὸς μ' ἀπάνω του πανέρι,
καὶ τάσι μὲ καλὸ κρασί, νὰ πιῆ σὰν τοῦ δοκήση.    70
Τὰ χέρια τότε ὅλοι ἅπλωναν στὰ καλοφάγια ὀμπρός τους.
Κι ἀπὸ πιοτὸ κι ἀπὸ φαῒ σὰ φράνθηκε ἡ καρδιά τους,
τὸν ψάλτη ἡ Μοῦσα κίνησε νὰ ψάλη ἀντρῶνε δόξες,
ἀπὸ τραγούδι ποὺ ἔφτανε ἡ φήμη του στὰ οὐράνια,
τοῦ Ὀδυσσέα τὸ μάλωμα καὶ τοῦ Ἀχιλλέα, σὰν πιάσαν
μεγάλο λογομαχητὸ πὰς σὲ ἱερὴ θυσία
καὶ μέσα του ὁ Ἀγαμέμνονας χαιρότανε ὁ μεγάλος
ποὺ λογοφέρνανε μαζὶ τῶν Ἀχαιῶν οἱ πρῶτοι.
Τὶ τέτοια τοῦ προφήτευε ὁ Ἀπόλλωνας ὁ Φοῖβος,
τὸ πέτρινο σὰν πέρασε κατώφλι τῆς Πυθώνας,    80
νὰ μάθη τὰ μελλούμενα· κι ἀρχίσανε οἱ φουρτοῦνες
Τρωαδιτῶν καὶ Δαναῶν, κατὰ τοῦ Δία τὸ θέλει.
     Αὐτὰ τραγούδαε ὁ ξακουστὸς ὁ ψάλτης· κι ὁ Ὀδυσσέας
τὸ πορφυρένιο φόρεμα μὲ τὰ δυὸ χέρια σέρνει
στὴν κεφαλή, καὶ τ' ὥριο του τὸ πρόσωπο σκεπάζει·
τὶ ντράπηκε τὰ δάκρυα οἱ Φαίακες νὰ τοῦ βλέπουν.
Κι ὅταν ὁ ψάλτης ὁ θεϊκὸς σταμάταγε, ὁ Δυσσέας
τὰ δάκρυα του σφουγγίζοντας ξεσκέπαζε τὴν ὄψη,
κι ἀπὸ διπλόχερο ἔσταζε καυκὶ στοὺς Ὀλυμπήσους.
Μὰ πάλε σὰν ξανάρχιζε, καὶ τὸν παρακινοῦσαν    90
οἱ ἀρχόντοι, ποὺ ἀγαπούσανε τοῦ τραγουδιοῦ τὴ γλύκα,
τὴν κεφαλὴ σκεπάζοντας ξαναθρηνοῦσε ἐκεῖνος.
Σ' ὅλους τοὺς ἄλλους ἄφαντα τὰ δάκρυα του κυλοῦσαν,
καὶ μόνε ὁ Ἀλκινος τά 'νιωσε καὶ τὰ εἶδε, ποὺ σιμά του
καθόταν, καὶ τὸν ἄκουγε νὰ βαριαναστενάζη.
Κι εὐτὺς στοὺς Φαίακες γυρνάει τοὺς ναυτικοὺς καὶ κρένει·
     “Ἀκοῦτε, τῶ Φαιάκωνε ὦ προεστοὶ κι ἀρχόντοι·
τώρα ποὺ ἐδῶ χαρήκαμε τὸ μοιραστὸ τραπέζι,
καὶ τὴ γλυκειὰ συντρόφισσα τῶν τραπεζιῶν, τὴ λύρα,
ἂς βγοῦμε γιὰ νὰ παίξουμε, καὶ σ' ὅλους, τοὺς ἀγῶνες,    100
ποὺ νὰ δηγέται ὁ ξένος μας στοὺς φίλους καὶ δικούς του,
σὰν πάη στὴ γῆς του, πόσο ἐμεῖς τοὺς ἄλλους ξεπερνοῦμε
στὸ πόλεμο καὶ στὴ γροθιά, στὸ πήδημα, στὰ πόδια.”
     Αὐτὰ σὰν εἶπε, κίνησε, κι οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν.
Κι ὁ κράχτης ξανακρέμασε τὴ βροντερὴ τὴ λύρα,
καὶ τὸ Δημόδοκο ἔβγαλε, κρατώντας του τὸ χέρι,
ὄξω ποὺ οἱ ἄλλοι διάβαιναν, οἱ πρῶτοι τῶ Φαιάκων,
νὰ δοῦνε τ' ἀγωνίσματα καὶ νὰ τὰ σεριανίσουν.
Καὶ πήγανε στὴ ἀγορὰ μὲ πλῆθος λαὸ κατόπι·
ἐκεῖ πολλοὶ σηκώθηκαν καὶ διαλεχτοὶ λεβέντες·    110
πετάχτηκαν Ἀκρόνεος, Ὠκύαλος, Ἐλατρέας·
Ναυτέας, Πρυμέας ὕστερα κι Ἀχίαλος κι Ἐρετμέας,
Ποντέας κι Ἀναβησίνεος, Θόωνας καὶ Πλωρέας
κι ὁ Ἀμφίαλος τοῦ Πολύνεου τοῦ Τεχτονίδη ὁ γόνος·
σηκώθηκε κι ὁ Εὐρύαλος σὰν ἀντροφόνος Ἄρης,
κι ὁ Ναυβολίδης στὸ κορμὶ καὶ στὴ μορφιὰ περνώντας
ὅλους τοὺς Φαίακες, ἐξὸν τὸν ὥριο Λαοδάμα.
Σηκώθηκαν κι οἱ τρεῖς οἱ γιοὶ τοῦ παινεμένου Ἀλκίνου,
ὁ ἰσόθεος Κλυτόνεος, ὁ Ἅλιος κι ὁ Λαοδάμας.
Καὶ πρῶτα βουληθήκανε στὸ τρέξιμο νὰ βγοῦνε.    120
Ἀπὸ τὴ στήλη χούμηξαν ὅλοι μαζὶ μὲ φούρια,
καὶ σκόνη σήκωναν καθὼς πετούσανε στὸ σιάδι.
Κι ὁ ἄξιος ὁ Κλυτόνεος στὸ τρέξιμο ἦρθε πρῶτος·
κι ὅσο μουλάρια ὀργώνουνε σ' ἄσπαρτους τόπους μάκρος,
τόσο στὸ πλῆθος ζύγωσε, κι ἐκείνους πίσω ἀφῆκε.
Κατόπι παραβγήκανε καὶ στὴ βαρειὰ παλαίστρα,
καὶ πρῶτος φάνη ὁ Εὐρύαλος ἀπ' ὅλους τοὺς λεβέντες.
Στὸ πήδημα ὁ Ἀμφίαλος ξεπέρασε τοὺς ἄλλους,
στὴν πέτρα ἀπ' ὅλους κρίθηκε παράξιος ὁ Ἐλατρέας,
κι ὁ Λαοδάμας, ὁ καλὸς τοῦ Ἀλκίνου ὁ γιός, στὸ γρόθο·    130
καὶ σάνε καλογλέντησαν μὲ τοὺς ἀγῶνες ὅλοι,
τοῦ Ἀλκίνου ὁ γιὸς τὰ λόγια αὐτὰ τοὺς εἶπε, ὁ Λαοδάμας·
     “Ἀδέρφια, ἂς τὸν ρωτήξουμε τὸν ξένο ἐδῶ ἂν κατέχη
κανένα ἀγώνα, τὶ κακὸ κορμὶ θαρρῶ δὲν ἔχει·
τὰ χέρια, οἱ ἄντζες, τὰ μεριά, κι ὁ σβέρκος ὁ γερός του
δείχνουν περίσσια δύναμη· μηδὲ του λείπει ἡ νιότη,
μόνε ποὺ πάθια ἀρίθμητα τὸν ἔχουν τσακισμένο.
Τὶ σὰν τὴν πικροθάλασσα κακὸ δὲν ἔχει κι ἄλλο
νὰ καταλῆ τὸν ἄνθρωπο, κι ἂς εἶναι σιδερένιος.”
     Καὶ τότ' ὁ Εὐρύαλος γυρνᾶ κι αὐτὰ τοῦ ἀπολογιέται·    140
“Λαοδάμα, αὐτὸ πολὺ σωστὰ μᾶς τό 'πες. Ἄμε τώρα,
κι ὁ ἴδιος σου μιλώντας του σὲ ἀγώνα κάλεσέ τον.”
     Αὐτὸ σὰν ἄκουσε ὁ καλὸς ὁ γιόκας τοῦ Ἀλκίνου,
στὴ μέση πῆγε στάθηκε, καὶ μίλαε τοῦ Δυσσέα·
     “Ἔλα, πατέρα ξενικέ, νὰ βγῆς κι ἐσὺ σὲ ἀγώνα,
ἂν ξέρης, καὶ μοῦ φαίνεσαι πὼς ξέρεις ἀπὸ ἀγῶνες·
τὶ δόξα μεγαλύτερη στὴ ζωὴ δὲν ἔχει ὁ ἄντρας,
ἀπ' ὅση τὰ ἔργα τῶ χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τοῦ φέρνουν.
Ἔλα, ἀγωνίσου, σκόρπισε τὶς ἔννοιες ἀπ' τὸ νου σου,
τὶ δὲ θ' ἀργήση ἐσένα πιὰ πολὺ τὸ γυρισμά σου·    150
καὶ τὸ καράβι σου ἕτοιμο, κι οἱ διαλεχτοὶ συντρόφοι.”
     Τότε γυρνᾶ ὁ πολύβουλος Δυσσέας κι ἀπολογιέται·
“Τί μὲ πειράζετε μ' αὐτὰ ποὺ λέτε, ὦ Λαοδάμα;
Ἔννοιες περίσσιες ἔχω ἐγὼ στὸ νοῦ μου, κι ὄχι ἀγῶνες,
ποὺ πάμπολλα εἶδα κι ἔπαθα, κι έδῶ στὴ σύναξή σας
ποὺ ἔφτασα τώρα κάθουμαι, τὸ βασιλιά σας κι ὅλους
παρακαλώντας γυρισμὸ πατρίδας νὰ μοῦ δώσουν.”
     Καὶ τότες τὸν ἀντίσκοψε ὁ Εὐρύαλος καὶ τοῦ εἶπε·
“Πολύξερος ἀλήθεια ἐσὺ δὲ μοῦ σφαντᾶς, ὦ ξένε,
στὰ τόσα τ' ἀγωνίσματα ποὺ συνηθίζει ὁ κόσμος.    160
Μόνε σὰν κάποιος φαίνεσαι ποὺ μὲ καράβι βγαίνει,
κι ὁρίζει ναῦτες ποὺ καλοὶ περνοῦν πραματευτάδες,
κι ὁ νοῦς του πάντα στὸ φορτιό, τὸ μάτι στὴν πραμάτεια,
κέρδη ζητώντας ἁρπαχτά· ὄχι, ἀθλητὴς δὲ μοιάζεις.”
     Τότες λοξὰ κοιτώντας τον τοῦ κάνει ὁ Ὀδυσσέας·
“Ἄσκημα τά 'πες, φίλε, αὐτά, καὶ φαφλατὰς μοῦ μοιάζεις.
Σ' ὅλους τοὺς ἄντρες οἱ θεοὶ κάθε καλὸ δὲ δίνουν,
οὔτε ὄψη κι οὔτε καύκαλα, κι οὔτε μιλιὰ καὶ γλῶσσα.
Μόνε ἄλλος ἄντρας στὴ μορφιὰ ἀδικήθηκε, κι ὡς τόσο
ὁ θεὸς μὲ λόγια τὴ μορφὴ στολίζει τέτοιου ἀνθρώπου,    170
καὶ τὸν θωροῦν καὶ χαίρουνται ποὺ εὐκολοσυντυχαίνει
γλυκὰ καὶ συσταζούμενα, καὶ λάμπει μὲς στοὺς ἄλλους,
καὶ τὸν τηρᾶνε σὰ θεὸ ἀπ' τὴ χώρα σὰ διαβαίνη.
Κι ἀλλονοῦ πάλε τὸ κορμὶ μὲ ἀθάνατου λὲς μοιάζει,
ὅμως τὰ λόγια του αὐτουνοῦ δὲν τὰ στολίζει ἡ χάρη.
Ἔτσι κι ἐσὺ λαμπρὸ κορμὶ μᾶς δείχνεις, ποὺ δὲν μπόρειε
θεὸς νὰ πλάση ἀνώτερο, κι ὅμως ὁ νοῦς σου κλούβιος.
Μοῦ τάραξες τὰ μέσα μου μὲ τ' ἄπρεπά σου λόγια,
τὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνήξερος ἀπὸ καλοὺς ἀγῶνες,
σὰν ποὺ μᾶς εἶπες τώρα δά, μόν' ἤμουν ἀπ' τοὺς πρώτους,    180
στὴ νιότη καὶ στὰ χέρια μου σὰν εἶχα μπιστοσύνη.
Τώρα ὅμως πόνοι μὲ κρατοῦν σκληροί, γιατὶ ἔχω πάθει
μύρια δεινὰ στὶς θάλασσες καὶ στοὺς φριχτοὺς πολέμους.
Μὰ πάλε, ὅσα κι ἂν ἔπαθα, θὰ μπῶ μὲς στὸν ἀγώνα,
τὶ ὁ λόγος σου ὁ πειραχτικὸς μοῦ κέντησε τὰ σπλάχνα.”
     Εἶπε, χωρὶς νὰ γυμνωθῆ πετιέται, ἁρπάει λιθάρι
τρανό, χοντρό, βαρύτερο πολὺ ἀπὸ τὰ λιθάρια
ποὺ ρίχτανε σὰν παίζανε οἱ Φαίακες συνατοί τους.
Τὸ στρίβει, καὶ τὸ σφεντονάει μὲ τὴ βαρειά του χέρα.
Βούϊξ' αὐτό, κι οἱ Φαίακες στὴ γῆς ἀπ' τὴν ὁρμή του    190
σκύψανε, οἱ μακρόλαμνοι καὶ θαλασσακουσμένοι·
Πέταξ', ἡ πέτρα ἀπάνωθε ἀπ' τῶν ἄλλων τὰ σημάδια,
γοργογυρνώντας· ἡ Ἀθηνᾶ σημάδεψε τὴν ἄκρη,
μὲ ἄντρα στὴν ὄψη μοιάζοντας, καὶ φώναξέ τον κι εἶπε·
     “Τέτοιο σημάδι καὶ τυφλὸς ψάχνοντας θά 'βρη, ὦ ξένε·
μὲ τ' ἄλλα αὐτὸ δὲ σμίχτηκε, μόν' εἶναι πρῶτο πρῶτο,
καὶ μὴ φοβᾶσαι· Φαίακας κανένας δὲν τὸ φτάνει.”
 
     Ἔτσ' εἶπε· καὶ ὁ πολύπαθος τὸ χάρηκε Ὀδυσσέας,
ποὺ βρῆκε μὲς στὴ σύναξη καλόβουλο ἕνα φίλο,    200
καὶ μ' ἀλαφρότερη καρδιὰ τότε εἶπε τῶ Φαιάκων·
     “Φτάστε με τώρα αὐτοῦ, παιδιά, κι ὕστερα ρίχτω κι ἄλλο
σὲ τόσο μάκρος ἀπ' ἐδῶ, ἢ καὶ ,παρέκει ἀκόμα.
Κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὅποιονα βαστάει τώρα ἡ καρδιά του,
ἂς βγῆ μαζί μου, τὶ ἡ χολὴ μοῦ ἀνέβηκε στ' ἀλήθεια,
σὲ γρόθο, ἢ καὶ στὸ πάλαιμα, στὸ τρέξιμο, ὅ,τι θέλει·
ὅλοι ἂς ἐρθοῦν οἱ Φαίακες μὰ ὄχι ὁ Λαοδάμας,
τὶ αὐτὸς μὲ φιλοξένησε· μὲ φίλο ποιός τὰ βαζει;
Κλούβιος ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος καὶ τιποτένιος εἶναι
ποὺ μ' ἕναν ποὺ τὸν φίλεψε παλέματα γυρεύει    210
σὲ ξένον τόπο, καὶ ζαβὰ τοῦ βγαίνουν ὅλα ἐτούτου.
Τοὺς ἄλλους δὲν ἀρνιοῦμαι τους μηδ' ἀψηφῶ κανέναν,
μόν' νὰ τοὺς μάθω λαχταρῶ καὶ νὰ τοὺς δοκιμάσω.
Μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀγωνίζουνται κακὸς ἐγὼ δὲν εἶμαι.
Ξέρω νὰ πιάνω τεχνικὰ καλόφτιαστο δοξάρι,
καὶ πρῶτος ρίχνοντας χτυπῶ μέσα σ' ὀχτρῶν ἀσκέρι
ὅποιον ματιάσω, δίπλα μου κι ἂς στέκουνται ὅσοι θένε
συντρόφοι, καταπάνω τους σαΐτες νὰ τραβᾶνε.
Ὁ Φιλοχτήτης μοναχὰ μὲ πέρναε στὸ δοξάρι,
σὰν παραβγαίναμ' οἱ Ἀχαιοὶ στὴ χώρα τῆς Τρωάδας.    220
Κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους λέω ἐγὼ ἀνώτερος πὼς εἶμαι,
ὅσοι στὸν κόσμο ζοῦν θνητοὶ σιταροφάγοι τώρα.
Ὅμως δὲν ἤθελα νὰ βγῶ μὲ τοὺς παλιοὺς ἐκείνους,
τὸν Ἡρακλῆ ἢ τὸν Εὔρυτο, τῆς Οίχαλίας τὸ ρήγα,
ποὺ δύνονταν καὶ μὲ θεούς νὰ βγοῦνε στὸ δοξάρι.
Γι' αὐτὸ νωρὶς ἀπέθανε κι ὁ Εὔρυτος ὁ μέγας,
καὶ γερατειὰ δὲν ἔφτασε· ὁ Ἀπόλλωνας τοῦ ὀργίστη,
καὶ τόνε σκότωσε, ποὺ αὐτὸς στὴ σαΐτα τὸν καλοῦσε.
Καὶ ρίχνω τὸ κοντάρι ἐγὼ ὅσο ἄλλος μηδὲ σαΐτα.
Μόνε στὰ πόδια Φαίακας θὰ μὲ ξεπέρναγε ἴσως,    230
τὶ μ' ἔχουν ἄσκημα πολὺ τὰ πέλαα δαμασμένο·
περνώντας δίχως νοιάσιμο χαυνώθηκα στὰ πλοῖα.”
 
     Μιλοῦσε αὐτά, καὶ σύχαζαν οἱ ἄλλοι σωπασμένοι.
Μονάχα ὁ Ἀλκίνος γύρισε καὶ λάλησέ του κι εἶπε·
     “Ἐμᾶς αὐτὰ δὲ μᾶς λυποῦν ποὺ συντυχαίνεις, ξένε·
μόνε νὰ δείξης σὲ ὅλους μας ζητᾶς τὴν λεβεντιά σου,
ἀπὸ θυμό, ποὺ αὐτὸς ἐδῶ σὲ πρόσβαλε ὀμπροστά μας,
ποὺ ἄλλοτες νὰ μὴν μπορῆ θνητὸς νὰ ψεγαδιάση
τὴ λεβεντιά σου, ἂν ἔχη νοῦ σωστα νὰ συλλογιέται.    240
Ἄκου με τώρα τί θὰ πῶ, γιὰ νὰ τὰ λὲς καὶ σ' ἄλλους
ἡρώους στὰ παλάτια σου σὰν εἶστε σὲ τραπέζι
μὲ σύγκοιτη καὶ μὲ παιδιὰ τριγύρω, καὶ θυμᾶσαι
τὴ λεβεντιά μας, κι ὅσα ἐμᾶς ἔχει ὁρισμένα ὁ Δίας
ἔργα νὰ κάνουμε ἀπ' ἀρχῆς, ἀπ' τὰ προγονικά μας.
Ἐμεῖς καλοὶ ἂ δὲν εἴμαστε στὸ γρόθο ἢ στὴν παλαίστρα,
στὸ τρέξιμο ὅμως πεταχτοί, καὶ στὰ καράβια πρῶτοι·
καὶ μᾶς ἀρέσουνε χοροί, κιθάρες, φαγοπότια,
ἀπανωτὲς ρουχαλλεξιές, ζεστὰ λουτρά, κλινάρια.
Καὶ τώρα ἐλᾶτε, οἱ Φαίακες οἱ πιὸ ἄξιοι χορευτάδες,    250
χορέψτε, ὁ ξένος γιὰ νὰ λέη στοὺς φίλους καὶ δικούς του,
πίσω σὰν πάη, ὡς πόσο ἐμεῖς τοὺς ἄλλους ξεπερνᾶμε
στ' ἀρμένισμα καὶ στὸ χορό, στὰ πόδια, στὸ τραγούδι.
Κι ἀμέσως τὴ γλυκόχορδη τὴ λύρα ἂς τρέξη κάποιος
νὰ φέρη τοῦ Δημόδοκου, 'πομέσα ἀπ' τὸ παλάτι.”
     Ἔτσι μιλάει ὁ θεόμοιαστος ὁ Ἀλκίνος, καὶ πετιέται
ὁ κήρυκας τὴ βαθουλὴ τὴ λύρα ἐκεῖ νὰ φέρη.
Κατόπι ἐννιὰ σηκώθηκαν κριτάδες διαλεγμένοι
ἀπ' τὸ λαὸ νὰ κυβερνοῦν μὲ τάξη τοὺς ἀγῶνες·
τὸ χοροστάσι ἰσιώσανε, κι ἀνοίξανε τὸ γῦρο,    260
Φέρνει τοῦ ψάλτη ὁ κήρυκας τὴ βροντερὴ τὴ λύρα,
καὶ πῆγε αὐτὸς καταμεσίς, κι ὁλόγυρά του νέοι
στεκόντανε ἱδρομούστακοι, τεχνῖτες χορευτάδες,
κι ἀρχίσαν θεϊκὸ χορό· καὶ κοίταγε ὁ Ὀδυσσέας
τὰ πόδια τ' ἀστραφτόγοργα, καὶ θάμαζε ἡ ψυχή του.
     Καὶ μὲ τή λύρα του ἄρχισε γλυκὰ τραγούδια ἐκεῖνος,
τῆς Ἀφροδίτης τῆς λαμπρῆς καὶ τοῦ Ἄρη τὶς ἀγάπες,
κρυφὰ σὰν πρωτοσμίξανε στοῦ Ἡφαίστου τὰ παλάτια,
καὶ δῶρα ὁ Ἄρης δίνοντας ἀτίμασε τὸ στρῶμα
τοῦ Ἡφαίστου· καὶ μηνύτορας ὁ Ἥλιος τοῦ ἦρθε τότες,    270
τὶ αὐτὸς τοὺς δυό τους μάτιασε ποὺ ἀγκαλιαστὰ φιλιόνται,
Κι ὁ Ἥφαιστος σὰν τ' ἄκουσε βαριὰ τοῦ κακοφάνη·
πηγαίνει στ' ἀργαστήρι του μὲ πονηριὰ στὸ νοῦ του,
μεγάλο ἀμόνι στύλωσε, καὶ βάρεσε καὶ κόβει
δεσμὰ ἄσπαστα κι ἀξέλυτα, γιὰ νὰ πιαστοῦνε μέσα.
Καὶ τὰ δεσμὰ σὰν ἔφτιαξε ὀργισμένος μὲ τὸν Ἄρη,
πῆγε ἴσια ἐκεῖ ποὺ βρίσκονταν τοῦ γάμου του τὸ στρῶμα,
καὶ τά 'ριξε ὁλοτρόγυρα στοῦ κρεβατιοῦ τὰ πόδια·
ἔρριξε κι ἄλλα ἀπ' τὴ σκεπὴ ἀποπάνωθε περίσσια,
ψιλὰ σὰν ἀραχνόκλωστες, ποὺ ὡς καὶ θεὸς δὲν μπόρειε    280
νὰ τὰ ξανοίξη, τεχνικὰ φτιασμένα σὰν ποὺ τά 'χε.
Καὶ σὰν τὰ καλοτύλιξε τριγύρω στὸ κλινάρι,
στῆς Λῆμνος ἔκανε πὼς πάει τὴν ὄμορφη τὴ χώρα,
ποὺ αὐτὴν ἀπ' ὅλες πιότερο τὶς χῶρες ἀγαποῦσε.
Κι ὁ Ἄρης δὲν κοίταγε ἄδικα ὁ χρυσοχαλινάρης,
μόνε εἶδε τὸν πολύτεχνο τὸν Ἥφαιστο νὰ φεύγη·
καὶ στὸ παλάτι κίνησε τοῦ δοξασμένου Ἡφαίστου,
τῆς Ἀφροδίτης τῆς λαμπρῆς τὴν ἀγκαλιὰ ποθώντας.
Κι ἐκείνη, ὅτ' ἦρθε ἀπ' τοῦ τρανοῦ γονιοῦ της τὰ παλάτια,
καθότανε· καὶ μπῆκε αὐτός, χερόπιασέ την, κι εἶπε·     290
     “Ἔλα, ἀκριβή, νὰ πέσουμε νὰ γλυκοκοιμηθοῦμε,
τὶ ὁ Ἥφαιστος δὲν εἶν' ἐδῶ, παρὰ φτασμένος θά 'ναι
στὴ Λῆμνο, ποὺ οἱ ἀγριόφωνοι οἱ Σινταῖοι λημεριάζουν.”
     Εἶπε, κι ἐκείνης ἀρεστὸ τῆς φάνη νὰ πλαγιάσουν.
Κι ἅμα ἔπεσαν, τοὺς κράταγαν ἀπὸ παντοῦ στὸ στρῶμα
τὰ ψιλοκάμωτα δεσμὰ τοῦ ἑφτάξυπνου τοῦ Ἡφαίστου,
καὶ μήτε νὰ σαλέψουνε, καὶ μήτε νὰ σηκώσουν
μέρος κορμιοῦ δὲ δύνονταν. Καὶ τό 'νιωσαν πιὰ τότες πὼς τρόπο νὰ ξεφύγουνε τὸ δέσιμο δὲν εἶχε.
Κι ἦρθε σιμά τους ἄξαφνα ὁ θεὸς ὁ κουτσοπόδης,
ποὺ πίσω ξαναγύρισε, στὴ Λῆμνο πρὶ νὰ φτάση,    300
τὶ ὁ Ἥλιος παραφύλαγε, καὶ μήνυμα τοῦ πῆγε.
Κινάει πρὸς τὸ παλάτι του μὲ τὴν καρδιὰ θλιμμένη.
Στὰ πρόθυρα σὰ στάθηκε, βαρὺς καημὸς τὸν πῆρε,
καὶ σέρνει φοβερὴ φωνή, καὶ στοὺς θεοὺς χουγιάζει·
     “Πατέρα Δία, καὶ θεοὶ μακαριστοὶ κι αἰώνιοι,
νὰ δῆτε ἐλᾶτε, πράματα γιὰ γέλια, ν' ἀπορῆστε,
τοῦ Δία πῶς μὲ ντρόπιασε ἡ κόρη ἡ Ἀφροδίτη,
ἐμένα τὸν κουτσό, καὶ πάει μὲ τὸ φονιὰ τὸν Ἄρη,
τ' εἶν' ὥριος καὶ γερόποδος αὐτός, κι ἐγὼ σακάτης
ἀπὸ γεννήσιο μου· καὶ ποιός τὸ φταίει παρὰ οἱ γονιοί μου,    310
ποὺ κάλλιο νὰ μὴ μ' ἔσπερναν. Ἀμέτε τώρα, δῆτε,
ἀπάνω στὸ κρεβάτι μου πῶς κοίτουνται κι οἱ δυό τους·
λυσσάζω ἐγὼ τηρώντας τους. Δὲν τὸ πιστεύω ὡς τόσο
νὰ τὸ γυρέψουν ἄλλοτες παρόμοιο γλέντι ἐκεῖνοι,
κι ἂς ἀγαπιοῦνται τρυφερά, μήτε γιὰ λίγην ὥρα·
μὰ τώρα ἀπ' τὰ κρυφὰ δεσμά, τοῦ κάκου δὲν τοὺς βγάζω
πρὶν πάρω ἀπ' τὸν πατέρα της ὅλα τὰ δῶρα πίσω
ποὺ γιὰ μιὰ τέτοια ἀδιάντροπη τοῦ εἶχα παραδομένα·
ἂν ὄμορφη εἶναι ἡ κόρη του, ὅμως μυαλὸ τῆς λείπει.” 
     Εἶπε, καὶ στὸ χαλκόπυργο οἱ θεοὶ μαζεύουνται ὅλοι·    320
ἦρθ' ὁ καλόβουλος Ἑρμῆς, ὁ σείστης Ποσειδώνας,
μαζί τους κι ὁ δοξαριστὴς ὁ Ἀπόλλωνας ὁ ρήγας.
Ὅμως οἱ θεὲς ντραπήκανε, καὶ μείνανε στὰ σπίτια.
Στὰ ξώθυρα σταθήκανε οἱ θεοὶ οὶ μεγαλοδότες,
κι ἄσβηστα γέλια ἀρχίσανε οἱ ἀθάνατοι τηρώντας
τὴν τέχνη ποὺ σοφίστη ὁ νοῦς τοῦ ἑφτάξυπνου τοῦ Ἡφαίστου.
Κι ἕνας τους τότες γύρισε καὶ λέει τοῦ πλαγινοῦ του·
     “Δὲν ἔχει ὁ δόλος προκοπή, κι ὁ σιγανὸς προφταίνει
τὸ γλήγορο· δὲς τὸν ἀργὸ τὸν Ἥφαιστο πῶς πιάνει
τὸν Ἄρη, ποὺ πιὸ σερπετὸς ἐδῶ δὲ βρίσκεται ἄλλος,    330
μὲ τέχνες καὶ μὲ μαριολιές, καὶ τώρα θὰ πλερώνη.”
     Τέτοια λαλοῦσαν κι ἔκρεναν οἱ θεοὶ ἀναμεταξύ τους·
καὶ λέει τοῦ Ἑρμῆ ὁ Ἀπόλλωνας, τοῦ Δία ὁ γιός, ὁ ρήγας.
     “Ὦ γιὲ τοῦ Δία, μηνυτὴ καὶ πλουτοδότη Ἑρμῆ μου,
σὲ τέτοια δίχτυα δυνατὰ δὲ θά 'στεργες νὰ πέσης,
ἂν εἶχες τὴν ὡριόχρυση Ἀφροδίτη στὸ πλευρό σου;”
     Κι ὁ μηνυτὴς ὁ Ἀργοφονιὰς, ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Δοξαριστή μου Ἀπὀλλωνα, μακάρι νὰ γινόταν.
Τρεῖς φορὲς τόσα ἂς μοῦ 'ριχταν δεσμὰ γύρω τριγύρω,
κι ἂς μὲ κοιτάζατε οἱ θεοὶ κι οἱ θεὲς μαζί σας ὅλες,    340
σώνει μὲ τὴν πανώρια ἐγὼ νὰ πλάγιαζα Ἀφροδίτη.”
     Εἶπε, κι οἱ ἀθάνατοι θεοὶ ξεσπάσανε στὰ γέλια.
Μὰ παρακάλειε ἀγέλαστος ὁ Ποσειδώνας πάντα
τὸν τεχνοξάκουστο Ἥφαιστο τὸν Ἄρη νὰ ξελύση,
καὶ τοῦ λαλοῦσε κι ἔλεγε μὲ φτερωμένα λόγια·
     “Λῦσε τον, καὶ σοῦ τάζω ἐγώ, πὼς σὰν πού ἐσὺ γυρεύεις,
αὐτὸς μπρὸς στοὺς ἀθάνατους τὸ δίκιο θὰ πλερώση.”
     Κι ὁ ζαβοπόδης ὁ Ἥφαιστος τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε·
“Αὐτὸ μὴν τὸ γυρεύης μου, γαιοκράτη Ποσειδώνα·
κακή 'ναι ἡ τέτοια ἐγγύηση γιὰ τὸν κακὸ νὰ γίνη.    350
Πῶς στοὺς ἀθάνατους ὀμπρὸς θὰ σὲ κρατῶ δεμένο,
ἂν ὁ Ἄρης φύγη σὰ λυθῆ, χωρὶς νὰ μὲ πλερώση;”
     Καὶ τότε ἔτσι τοῦ μίλησε ὁ σείστης Ποσειδώνας·
“Κι ἂν τύχη ὁ Ἄρης, Ἥφαιστε, καὶ φύγη κι ἀστοχήση
τὸ χρέος, ξέρε πὼς ἐγὼ θένα 'μαι ὁ πλερωτής σου.”
     Κι ὁ ζαβοπόδης ὁ Ἥφαιστος ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Στὸ λόγο σου δὲ γίνεται νὰ πῶ ὄχι, μηδὲ πρέπει.”
     Εἶπε, καὶ τὰ δεσμὰ ὁ τρανὸς ὁ Ἥφαιστος ξελύνει.
Κι αὐτοὶ σὰ λευτερώθηκαν ἀπ' τῶ δεσμῶν τὸ βάρος,
πετάξανε, καὶ κίνησε κατὰ τὴ Θράκη ὁ Ἄρης,    360
κι ἡ φιλογέλαστη θεὰ στῆς Κύπρος πῆε τὴν Πάφο,
ποὺ ἔχει ναό της καὶ βωμὸ μοσκολιβανισμένο.
Οἱ Χάρες τήνε λούσανε, μὲ λάδι τὴν ἀλεῖψαν
ἀθάνατο, ποὺ γιὰ θεῶν κορμιὰ μονάχα τό 'χουν,
καὶ μὲ σκουτιὰ τὴν ἔντυσαν, ποὺ θάμαζες νὰ βλέπης.
     Αὐτὰ ὁ καλὸς τραγουδιστὴς τραγούδαε· κι ὁ Δυσσέας
φραινότανε ἀγρικώντας τα· φραινόντουσαν κι οἱ ἄλλοι
οἱ Φαίακες οἱ μακρόλαμνοι κι οἱ θαλασσακουσμένοι.
     Κι ο Ἀλκίνος σήκωσε τοὺς δυό, Ἅλιο καὶ Λαοδάμα,
χορὸ νὰ στήσουν μόνοι τους, τὶ δὲν τοὺς ἔφτανε ἄλλος.    370
Κι ἐκεῖνοι, σφαῖρα παίρνοντας στὰ χέρια πορφυρένια
καὶ λαμπερή, ποὺ ὁ Πόλυβος τὴν ἔφτιαξε ὁ τεχνίτης,
ὁ ἕνας τὴν ἔρριχτε ἁψηλὰ πρὸς τὰ ἰσκιερὰ τὰ νέφια,
γέρνοντας πίσω· ἀπὸ τὴ γῆς πετιόταν τότε ὁ ἄλλος,
κι ἀνάερα τὴν ἅρπαζε τὸ χῶμα πρὶν ἀγγίξη.
Κι ἀφοῦ πηδώντας ἔπαιξαν ἐκεῖνοι μὲ τὴ σφαῖρα
χορὸ τότες ἀρχίσανε στὴ γὴ τὴν πολυθρόφα,
συχνὰ ξαλλάζοντας· πολλὰ τὰ χέρια κουρταλώντας,
ἀγόρια ἐκεῖ παράστεκαν, κι ἦταν ὁ ἀχὸς μεγάλος.
Τότε ὁ Ὀδυσσέας γύρισε καὶ λάλησε τοῦ Ἀλκίνου·    380
     “Ἀλκίνο, πρῶτε βασιλιὰ καὶ τῶ λαῶν καμάρι,
καὶ τὸ καυκιόσουν πὼς αὐτοὶ λαμπροί 'ναι χορευτάδες,
κι ἀληθινὰ τὸ δείξανε· τοὺς βλέπω καὶ σαστίζω.”
     Αὐτὰ εἶπε, καὶ τὰ χάρηκε ὁ ἥρωας ὁ Ἀλκίνος,
καὶ στοὺς καλοὺς θαλασσινοὺς τοὺς Φαίακες τότε κρένει·
     “Ἀκοῦστε με ὅλοι, ὦ προεστοὶ κι ἀρχόντοι τῶ Φαιάκων,
ἀλήθεια γνώση περισσὴ μᾶς δείχνει αὐτὸς ὁ ξένος,
καὶ δῶρα ἂς τὸν φιλέψουμε ποὺ πρέπουνε σὲ ξένους.
Δώδεκα ἐδῶ τὴ χώρα μας ὁρίζουν βασιλιάδες,
κι ἐγὼ ἄλλος ἕνας, δεκατρεῖς· καθένας ἂς τοῦ φέρη    390
καθάρια καὶ καλόπλυτη χλαμύδα μὲ χιτώνα,
κι ἀπό 'να τάλαντο σωστὸ βαριότιμο χρυσάφι·
κι ὅλ' ἂς τὰ βάλουμε μαζὶ γιὰ νὰ τὰ πάρη ὁ ξένος
στὰ χέρια του, καὶ μὲ χαρὰ στὸ δεῖπνο νὰ καθίση.
Ἂς ἔρθη κι ὁ Εὐρύαλος μὲ λόγια καὶ μὲ δῶρο
νὰ τὸν γλυκάνη, τὶ ἄπρεπα τοῦ 'χε μιλήσει πρῶτα.”
     Αὐτὰ εἶπε, κι ὅλοι πρόθυμα συφώνησαν, καὶ στεῖλαν
καθένας ἕναν κήρυκα τὰ δῶρα νὰ τοὺς φέρη.
Κι ὁ Εὐρύαλος σηκώθηκε καὶ λάλησέ του κι εἶπε·
     “Ἀλκίνο, πρῶτε βασιλιά, καὶ τῶν λαῶν καμάρι,    400
τὸν ξένο θὰ φιλιώσω ἐγὼ καθὼς μοῦ παραγγέλνεις.
Αὐτὸ τ' ὁλόχαλκο σπαθὶ μὲ τ' ἀσημένιο χέρι,
ποὺ ἔχει καὶ νιοπριόνιστο φηκάρι φιλντισένιο,
θὰ τοῦ τὸ δώσω, δῶρο του νὰ τό 'χη τιμημένο.”
     Εἶπε, καὶ τ' ἀργυρόδετο σπαθὶ τοῦ παραδίνει,
καὶ λάλησέ του κι εἶπε του μὲ φτερωμένα λόγια·
     “Γειά σου, πατέρα ξενικέ, βαρὺ κι ἂ σοῦ 'πα λόγο,
οἱ ἀνέμοι νὰ τὸν πάρουνε, κι οἱ ἀθάνατοι νὰ δώσουν
νὰ ξαναδῆς τὴ σύγκοιτη, στὸν τόπο σου νὰ φτάσης,
ποὺ τώρα βασανίζεσαι μακριὰ ἀπὸ τοὺς δικούς σου.”    410
     Κι ὁ Ὀδυσσέας ὁ γνωστικὸς γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Γειά σου, παιδάκι μου, κι ἐσύ, κι οἱ θεοὶ νὰ σοῦ χαρίζουν
κάθε καλό· καὶ τὸ σπαθὶ ποτὲς νὰ μὴν ποθήσης
ἐτοῦτο ποὺ μοῦ χάρισες, μιλώντας μου μὲ γλύκα.”
     Εἶπε, καὶ τ' ἀργυρόκομπο σπαθὶ κρεμάει στὸν ὦμο,
Ὡς τόσο ὁ ἥλιος ἔγειρε, κι ἦρθαν τὰ ὡραῖα δῶρα,
ποὺ τά 'φερναν οἱ κήρυκες στοῦ Ἀλκίνου τὸ παλάτι.
Οἱ γιοὶ τὰ παραλάβανε τοῦ δοξασμένου Ἀλκίνου,
καὶ στὸ πλευρὸ τῆς σεβαστῆς μητέρας τ' ἀπιθῶσαν.
Τότες πρὸς τ' ἁψηλὰ θρονιὰ ὁ ἥρωας ὁ Ἀλκίνος    420
κίνησε πρῶτος, κι ἤρθανε κι οἱ ἄλλοι καὶ καθίσαν.
Κι ὁ Ἀλκίνος τότε ὁ ἥρωας λάλησε τῆς Ἀρήτης·
     “Φέρε τὸ πιὸ ξεχωριστὸ σεντούκι μας γυναίκα,
καὶ βάλε μέσα νιόπλυτη χλαμύδα καὶ χιτώνα.
Κατόπι βάλε χάλκωμα μὲ τὸ νερὸ νὰ βράση,
γιὰ νὰ λουστῆ, καὶ σὰν τὰ δῆ μὲ τάξη ὅλα τὰ δῶρα,
ποὺ οἱ Φαίακες οἱ διαλεχτοὶ τοῦ φέραν ἐδῶ πέρα,
νὰ κάμη κέφι τρώγοντας, κι ἀκούγοντας τραγούδι.
Κι ἐγὼ θὰ τοῦ χαρίσω αὐτὸ τ' ὥριο χρυσὸ ποτήρι,
νὰ μὲ θυμᾶται ὁλοζωῆς στ' ἀρχοντικό του μέσα,    430
στὸ Δία καὶ στοὺς ἀλλονοὺς ἀθάνατους σὰ στάζη.”
     Εἶπε, καὶ στὶς κοπέλες της παράγγειλε ἡ Ἀρήτη,
μέσα τριπόδι ὁλόταχα πὰς στὴ φωτιὰ νὰ στήσουν.
Κι αὐτὲς τὸ χάλκωμα ἔστησαν τὸ λουτρικὸ στὴ φλόγα,
καὶ μέσα χύσανε νερὸ, καὶ κάτου καῖγαν ξύλα.
Ζώνουν οἱ φλόγες τὴν κοιλιά, καὶ βράζει τὸ λεβέτι.
Κι ἡ Ἀρήτη λαμπροκάμωτο σεντούκι γιὰ τὸν ξένο
φέρνει ἀπομέσα κι ἔστρωσε τὰ ὡριόπλουμα τὰ δῶρα,
φορέματα καὶ μάλαμα, ποὺ οἱ Φαίακες τοῦ δῶκαν·
ἔβαλε καὶ χλαμύδα αὐτὴ καὶ διαλεχτὸ χιτώνα,    440
καὶ τότες λόγια φτερωτὰ τοῦ λάλησε καὶ τοῦ εἶπε·
     “Ἀτός σου δὲς τὸ σκέπασμα, δέσε γερὰ τὸν κόμπο,
νὰ μὴ σοῦ τὰ πειράξη αὐτὰ κανένας στὸ ταξίδι,
στὸ πλοῖο τὸ μαυρόπλευρο ποὺ θὰ γλυκοκοιμᾶσαι.”
     Κι αὐτὰ σὰν ἄκουσε ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας,
ταιριάζοντας τὸ σκέπασμα γερόδεσε τὸν κόμπο,
μὲ τέχνη, ὅπως τὸν ἔμαθε ἡ δοξασμένη ἡ Κίρκη.
Τότες σεμνὴ κελάρισσα τὸν κάλεσε νὰ σύρη
πρὸς τὸ λουτρό, κι αὐτὸς ζεστὸ νερὸ σὰν εἶδε μέσα,
τὸ χάρηκε, τὶ νοιάσιμο δὲν εἶχε τὸ κορμί του    450
ἀπ' τὸν καιρὸ ποὺ τῆς λαμπρῆς θεᾶς τὸ σπήλιο ἀφῆκε,
πού 'χε κάθε λογῆς καλά, καὶ σὰ θεὸς περνοῦσε.
Κι οἱ κόρες σὰν τὸν ἔλουσαν καὶ λάδι τὸν ἀλεῖψαν,
τοῦ φόρεσαν ὡριόπλουμη χλαμύδα καὶ χιτώνα·
καὶ βγαίνοντας ἀπ' τὸ λουτρὸ ξεκίναε στοὺς λεβέντες
ποὺ πίνανε. Κι ἡ Ναυσικᾶ μὲ κάλλη θεοσταλμένα,
κοντὰ στῆς καλοκάμωτης σκεπῆς τὸ στῦλο στάθη,
καὶ θάμαζε κατάματα τὸν Ὀδυσσέα τηρώντας,
καὶ μὲ δυὸ λόγια φτερωτὰ τοῦ λάλησε καὶ τοῦ εἶπε· 
     “Γειά σου, χαρά σου, ξένε μου, καὶ σὰ βρεθῆς στὴ γῆς σου    460
νὰ μὲ θυμᾶσαι, ποὺ τὴ ζωὴ χρωστᾶς σ' ἐμένα πρώτη.”
     Καὶ γύρισε ὁ τετράξυπνος Δυσσέας καὶ τῆς εἶπε·
“Ὦ Ναυσικᾶ, τοῦ ἀντρόψυχου τοῦ Ἀλκίνου θυγατέρα,
νὰ δώση ὁ Δίας ὁ βροντηχτής, ὁ σύγκλινος τῆς Ἥρας,
στὴ γῆς μου νά 'ρθω, νὰ χαρῶ τοῦ γυρισμοῦ τὴ μέρα,
καὶ τότε ὁλοχρονὶς ἐγὼ σὰ θεὰ θὰ σὲ δοξάζω,
ποὺ ἀλήθεια ἐσὺ, παρθένα μου, τὴ ζωὴ μοῦ 'χεις σωσμένη.”
     Αὐτὰ εἶπε, καὶ θρονιάστηκε σιμὰ στὸ ρήγα Ἀλκίνο.
Καὶ τὸ φαῒ ἐκεῖ μοίραζαν, καὶ τὸ κρασί τους σμίγαν.
Ἔφερε τότε ὁ κήρυκας καὶ τὸν τραγουδιστή τους,    470
τὸ λατρευτὸ Δημόδοκο, τὸν πολυτιμημένο,
καταμεσὶς τὸν κάθισε τῶν ἄλλων, καὶ σὲ στῦλο
ἀκούμπησέ τον ἁψηλό. Κι ὁ θεόξυπνος Δυσσέας
στὸν κήρυκα γυρίζοντας τοῦ μίλησε καὶ τοῦ 'πε,
ἀφοῦ ἀπὸ ράχη ἀσπρόδοντου ἀγριόχοιρου κομμάτι γεμάτο πάχος τοῦ 'κοψε, κι ἔμνησκε κι ἄλλο ἀκόμα·
     “Νὰ, κράχτη, τοῦ Δημόδοκου νὰ δώσης γιὰ προσφάγι,
ποὺ γκαρδιακὰ τὸν χαιρετῶ, κι ἂς εἶμαι καὶ θλιμμένος.
Σ' ὅλον τὸν κόσμο τοὺς τιμοῦν τοὺς ψάλτες οἱ ἀνθρῶποι,
τὶ ἡ θεία ἡ Μοῦσα τὰ γλυκὰ τοὺς δίδαξε τραγούδια,
ἀγάπη πάντα δείχνοντας ξεχωριστὴ σ' ἐτούτους.”    480
     Εἶπε, καὶ στοῦ Δημόδοκου τὰ χέρια τὸ ἀπιθώνει
ὁ κράχτης, καὶ τὸ δέχτηκε χαρούμενος ἐκεῖνος.
Τὰ χέρια τότε ὅλοι ἅπλωναν στὰ καλοφάγια ὀμπρός τους.
Κι ἀπὸ πιοτὸ κι ἀπὸ φαῒ σὰ φράνθηκε ἡ καρδιά τους,
τότε εἶπε τοῦ Δημόδοκου ὁ πολύξυπνος Δυσσέας·
     “Ἐσένα ἀπ' ὅλους τοὺς θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω.
Γιά ἡ κόρη τοῦ Δία σ' ἔμαθε ἡ Μοῦσα, γιά κι ὁ Φοῖβος,
καὶ τὰ δεινὰ τῶν Ἀχαιῶν μὲ τόση τέχνη ψέλνεις,
τὰ ὅσα πράξαν κι ἔπαθαν καὶ τράβηξαν ἐκεῖνοι·
κἂν ὁ ἴδιος ἐκεῖ βρέθηκες, κἂν τ' ἄκουσες ἀπ' ἄλλους.    490
Τώρα ἔλα, σὲ ἄλλο πέρασε, καὶ τ' ἄλογο δηγήσου
τὸ ξύλινο ποὺ ὁ Ἐπειὸς κι ἡ Ἀθηνᾶ σκαρῶσαν,
καὶ ποὺ μὲ δόλο τό 'φερε στὸ κάστρο ὁ Ὀδυσσέας,
ἄντρες γεμάτο, καὶ μ' αὐτὸ κουρσέψαν τὴν Τρωάδα.
Ἂ μᾶς τὰ δηγηθῆς κι αὐτὰ σωστὰ μὲ τὴ σειρά τους,
σ' ὅλο τὸν κόσμο τότε ἐγὼ γιὰ πάντα θὰ τὸ κρένω,
πὼς ὁ θεὸς σοῦ χάρισε τοῦ τραγουδιοῦ τὸ μάγιο.”
Εἶπε, κι αὐτὸς μὲ τὸ θεὸ ἀρχινώντας, τραγουδοῦσε
τὴν ἱστορία πιάνοντας ἐκεῖ ποὺ τὶς σκηνές τους
κάψαν, καὶ μπῆκαν, φύγανε οἱ Ἀργῖτες μὲ τὰ πλοῖα,    500
μ' ἄλλοι τους μείνανε μαζὶ μὲ τὸν τρανὸ Ὀδυσσέα,
στὴ χώρα τῶν Τρωαδιτῶν μὲς στ' ἄλογο κρυμμένοι,
τὶ οἱ Τρωαδῖτες ἴδιοι τους τὸ τράβηξαν στὸ κάστρο.
Τ' ἄλογο στέκονταν ἐκεῖ, κι αὐτοὶ πολλὰ λαλοῦσαν
τριγύρω του· κι ἤτανε τρεῖς οἱ γνῶμες μεταξύ τους·
τὸ κούφιο ξύλο ἢ μὲ γερὸ νὰ σκίσουνε πελέκι,
ἢ νὰ τὸ σύρουν κάτακρα νὰ πέση ἀπὰς στὰ βράχια,
ἢ νὰ τ' ἀφήσουνε ἱερὸ γιὰ τοὺς θεοὺς μνημεῖο·
κι αὐτὸ στὸ τέλος ἔγινε· γιατ' ἤτανε τῆς μοίρας,
ἡ χώρα νὰ ξολοθρευτῆ, σὰν παραλάβη μέσα    510
μεγάλο ξύλινο ἄλογο ποὺ ὅλους τοὺς πρώτους κλειοῦσε
Ἀργῖτες, πὄφερναν κακὸ καὶ φόνο στοὺς Τρωαδῖτες.
Κι ἔψελνε πῶς τὴ ρήμαξαν οἱ Ἀχαιοὶ τὴ χώρα,
ἀπὸ τὰ μέσα τὰ βαθιὰ χουμίζουντας τοῦ ἀλόγου.
Κι ἔψελνε πῶς διαγούμιζαν ἄλλος ἀλλοῦ τὴ χώρα,
πῶς ὁ Ὀδυσσέας ξεκίνησε στὸν πύργο τοῦ Δῃφόβου
μαζὶ μὲ τὸν ἰσόθεο Μενέλαο σὰν Ἄρης,
κι ἐκεῖ, λέει, ἔπιασε βαρειὰ καὶ λυσσασμένη ἀμάχη,
κι ἡ μεγαλόκαρδη Ἀθηνᾶ τοῦ χάρισε τὴ νίκη.
     Αὐτὰ τραγούδαε ὁ ξακουστὸς ὁ ψάλτης· κι ὁ Ὀδυσσέας    520
ἔλυωνε, καὶ τὰ δάκρυα στὰ μάγουλά του τρέχαν.
Κι ὅπως γυναίκα κλαίγοντας ἀπάνω ἀπ' τὸν καλό της,
ποὺ ὀμπρὸς σὲ χώρα καὶ στρατὸ λαβώθηκε καὶ πέφτει,
νὰ σώση πόλη καὶ στρατὸ ἀπὸ τὴ μαύρη μέρα,
θωρώντας τον νὰ σπαρταράη στὸ ψυχομαχητό του,
τὸν ἀγκαλιάζει, καὶ πικρὰ μοιρολογάει, κι οἱ ἄλλοι
τὴ ράχη καὶ τοὺς ὤμους της χτυπώντας μὲ κοντάρια,
τὴ σέρνουν ὅπου βάσανα σκλαβιᾶς τὴν περιμένουν,
κι αὐτῆς πικρὸς ψυχόπονος τὴν ὄψη της μαραίνει·
ἔτσι πικρὰ κατέβαιναν τὰ δάκρυα τοῦ Ὀδυσσέα.    530
Στοὺς ἄλλους κι ἂ δὲ φαίνουνταν, μὰ τά 'νιωθε ὁ Ἀλκίνος,
ποὺ ἦταν σιμά του, κι ἄκουγε τὸ βαριοστέναγμα του.
Καὶ στοὺς καλοὺς θαλασσινοὺς τοὺς Φαίακες τότε εἶπε·
     “Ἀκοῦστε με ὅλοι, ὦ προεστοὶ κι ἀρχόντοι τῶ Φαιάκων
ἂς πάψη πιὰ ὁ Δημόδοκος τὴ βροντερὴ τὴ λύρα,
τὶ αὐτὰ ποὺ μᾶς τραγούδησε δὲν τὰ χαρῆκαν ὅλοι.
Ἀφότου ἐδῶ καθίσαμε κι ἄρχισ' ὁ θεῖος ὁ ψάλτης,
 
δὲν παύει μὲ παράπονο πικρὸ νὰ κλαίγη ὁ ξένος·
πόνος μεγάλος τὴν ψυχὴ τοῦ θλίβει δίχως ἄλλο.    540
Λοιπὸν νὰ πάψη ὁ ψάλτης μας γιὰ νὰ χαιρώμαστε ὅλοι,
κι ἐμεῖς ποὺ τὸν φιλεύουμε, κι ὁ ξένος, εἶναι κάλλιο·
τὶ ὅλα γιὰ χάρη γένηκαν τοῦ σεβαστοῦ μας ξένου,
ποὺ δῶρα τοῦ χαρίσαμε, καὶ ποὺ τὸν προβοδοῦμε.
Εἶναι σὰν ἴδιος ἀδερφὸς ὁ ξένος πού προσπέφτει
στὸν ἄντρα ποὺ σταλαματιὰ τοῦ μνήσκει νοῦς ἀκόμα,
Ὅμως κι ἐσὺ μὴμ πολεμᾶς μὲ τέχνες νὰ μᾶς κρύβης
ὅσα ρωτήξω· φανερὰ καλύτερ' ἂς τὰ λέμε.
Πὲς τ' ὄνομα ποὺ σ' ἔκραζαν ἐκεῖ κάτω οἱ γονιοί σου,
κι οἱ ἄλλοι μὲς στὸν τόπο σας, κι ἡ γειτονιὰ τριγύρω.    550
Τὶ δίχως ὄνομα μαθὲς κανένας δὲν ὑπάρχει·
μιὰ καὶ στὸν κόσμο γεννηθοῦν, κακοί, καλοί, τοὺς βγάζουν
καὶ τ' ὄνομά τους οἱ γονιοί. Καὶ τὴν πατρίδα πές μας,
τὴ χώρα σου, τὸ δῆμο σου, νὰ νιώσουν τὰ καράβια,
νὰ βάλουν πλώρη κατακεῖ, ταξίδι σὰ σὲ πάρουν.
Γιατὶ δὲν ταξιδεύουνε οἱ Φαίακες μὲ ποδότες,
μηδ' ἔχουν τὰ καράβια τους τιμόνια, καθὼς τ' ἄλλα,
παρὰ μονάχα τους τὸ νοῦ μαντεύουνε τοῦ ἀνθρώπου,
κι ὅλων τὶς χῶρες ξέρουνε καὶ τὰ παχιὰ χωράφια·
κι ὁλόταχα περνοῦν καὶ πᾶν στῆς θάλασσας τὰ πλάτια,    560
σὲ ἀντάρα καὶ σὲ σύννεφα κρυμμένα· καὶ δὲν ἔχουν
κανένα φόβο ἢ νὰ χαθοῦν ἢ νὰ βλαφτοῦν ποτές τους.
Αὐτὸ ἐγὼ κάποτε ἄκουσα καὶ ξέρω ἀπ' τὸ γονιό μου
Ναυσίθο. πὼς περίσσια ἐμᾶς ζουλεύει ὁ Ποσειδώνας,
ποὺ ὅλους ἐμεῖς ἀπείραχτοι στὴ γῆ τους προβοδᾶμε.
Κι εἶπε πὼς κάποιο Φαιακινὸ καλόφτιαστο καράβι,
ποὺ θά 'ρθη ἀπὸ προβόδημα στὰ θαμπερὰ πελάγη,
θὰ σπάση, καὶ στὴ χώρα μας βουνὸ θὰ ρίξη γύρω.
Αὐτά 'πε ὁ γέρος κι ὁ θεὸς ἢ θὰ μᾶς τὰ τελέση,
ἢ ἀτέλεστα θὰ μείνουνε, καθὼς αὐτὸς βουλιέται.    570
Μὰ πές μου τώρα ξάστερα, καὶ ξήγησέ μου κι ἄλλο,
τοὺς τόπους ποὺ πλανήθηκες, τὶς ξενιτειες ποὺ πῆγες,
τὶς χῶρες τὶς καλόχτιστες, καὶ ποιοί 'ναι οἱ κάτοικοί τους,
καὶ ποιοί τους ἦταν δύσκολοι κι ἄγριοι κι ἀδικοπράχτες,
καὶ ποιοί ἤτανε φιλόξενοι, μὲ θεοφοβιὰ στὸ νοῦ τους.
Πὲς καὶ γιατὶ θρηνολογᾶς καὶ κλαῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
τῶν Ἀργιτῶν σὰν ἀκοῦς τὰ πάθια καὶ τοῦ Ἴλιου.
Αὐτὰ οἱ θεοὶ τὰ κάμανε, καὶ κλῶσαν τῶν ἀνθρώπων
ξολοθρεμό, νὰ τά 'χουνε οἱ κατοπινοὶ τραγούδι.
Ἢ τάχα στοῦ Ἵλιου νά 'πεσε τὰ τείχη συγγενής σου,    580
γαμπρὸς ἢ πεθερός; — ποὺ αὐτοὶ πιὸ κοντινοὶ περνοῦνε
ἀπ' τὸ δικό μας ὕστερα τὸ αἶμα καὶ τὴ φύτρα·
ἢ κάποιος βλάμης γκαρδιακὸς καὶ μὲ περίσσια γνώση;
γιατὶ πιὸ λίγο ἀπ' ἀδερφὸς αὐτὸς θαρρῶ δὲν εἶναι.”