Δὲ θέλω ἐγὼ τριαντάφυλλα στὸν ἔρημό μου δρόμο, δέντρο δὲν θέλω νὰ σταθῶ, πηγὴ νὰ ξεδιψάσω. Ἐγὼ ἀνεβαίνω τὸ βουνό, μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὸν ὦμο. Τοῦ φθινοπώρου ἂς ἁπλωθοῦν τὰ φύλλα, νὰ περάσω.