Νύχτα βασάνου
Συγγραφέας:
Περ. «Η Μούσα», 1903.


Πότε, μάτια μου καημένα,
θὰ κλειστῆτε στὴ σιγή,
νὰ χαρίσετε σ' ἐμένα
ὕπνο, ἀνάπαψη πικρή;

Ἁφουγκράσου! Πῶς τ' ἀηδόνι
λούφαξε στὴν ἐρημιά.
Ἄκουσ' ἄκουσε τὸν γκιόνη,
παύει νὰ μοιρολογᾶ...

Καὶ τ' ἀστέρια, μαραμένα
λουλουδάκια τοῦ θεοῦ,
σβυόνται, πέφτουν ὁλοένα
ἀπ' τὸν κάμπο τ' οὐρανοῦ.

Καὶ τὸ πυροφάνι ἐχάθη,
ποὺ στὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰ
φέγγει τοῦ γιαλοῦ τὰ βάθη
κι' ἀντιλάμπει στὴ στεριά.

Κι' ἡ Λαλιὼ ποὺ τ' ἀγναντεύει
μὲ λαχτάρα ἡ λυγερή,
σφάλησε τὸ τζάμι, φεύγει·
ἄχ! τί ὄνειρο θὰ ἰδεῖ...

Μοναχὸς ἐγὼ ἀγρυπνάω,
νυχτερεύω μοναχός·
λεημοσύνη σᾶς ζητάω
νύχτα, δόλι' ἀγάπη, φῶς!

Ναί, μὰ τὸ ἱερὸ σκοτάδι,
ναί, μὰ τ' ἄστρο τῆς αὐγῆς,
οὔτε ὕπνος, γιὰ σημάδι,
στὴ γαλήνη αὐτῆς τῆς γῆς!

Γίνε, νύχτα, συντροφιά μου,
στὴ βαθειά, ἄπειρη σιγή·
ἔλα μὲς στὴν ἀγκαλιά μου,
δός μου ἀνάπαψη πικρή.