Νομοσχέδιον
Νομοσχέδιον Συγγραφέας: |
Μάιος 1886. |
Ζητοῦν λοιπὸν τὸ Σύνταγμα νὰ καταργήσουν τώρα;
γαυγίζουν ἐκ τοῦ βήματος ὀλίγοι βουληφόροι,
εἰς ἐμφυλίους σπαραγμοὺς νὰ εὑρεθῇ κι' ἡ χώρα
καὶ τοῦ χρυσοῦ Συντάγματος ν' ἀνατραποῦν οἱ ὅροι;
Εἶναι προδότης ἀληθὴς ἐκεῖνος ποὺ τολμήσῃ
τὰ νέα νομοσχέδια ἐν γνώσει νὰ ψηφίσῃ.
Φρῖξον καὶ σὺ τοῦ σεβαστοῦ Κοινοβουλίου στέγη,
διότι ἔφθασε φρικτὴ καὶ ἀποφρὰς ἡμέρα...
ἀκοῦς ἐκεῖ! Κατὰ νομοὺς ὁ κόσμος νὰ ἐκλέγῃ
τὸν προσφιλῆ του βουλευτήν, τοῦ ἔθνους τὸν πατέρα;
Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ σμικρυνθῇ τῶν βουλευτῶν τὸ πλῆθος;
καὶ τίνος νοῦς δὲν φρικιᾷ καὶ δὲν βογγᾷ τὸ στῆθος;
Κι' ἔχουν τῳόντι δίκαιον οἱ φίλοι πατριῶται,
διότι, ἂν δὲν ψηφισθοῦν, καὶ τί θὰ γίνουν τότε;
χωρὶς προσόδους δι' αὐτοὺς θὰ φεύγῃ κάθε χρόνος,
κλειστὴ θὰ μένῃ δι' αὐτοὺς ἡ θύρα τοῦ Νυμφῶνος,
θὰ χάσουν ἔτσι δωρεὰν τὸ τρώγειν καὶ τὸ πίνειν,
τὸ σέβας, τὴν ὑπόληψιν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνην.
Καὶ ἂν δὲν γίνουν βουλευταί, τί διάβολο θὰ κάνουν,
καὶ πῶς λοιπὸν τὰ πρὸς τὸ ζῆν κι' αὐτοί θ' ἀπολαμβάνουν;
Μπορεῖ ἐκεῖνος, ποὺ ἀνὴρ ὑπῆρξε βουληφόρος,
ποὺ ἔδερνε καὶ ὕβριζε κι' ἐκλώτσα παραφόρως
καὶ στὸ σκαμνί του σὰν πασσᾶς ἐτέντωνε τὰ πόδια,
νὰ πάῃ τώρα ὁ πτωχὸς νὰ ζευγαρώνῃ βώδια;
Ἂς σηκωθῇ καὶ ὁ λαὸς μὲ πάταγον καὶ κρότον
κι' ἂς πετσοκόβεται κι' αὐτὸς ὑπὲρ τῶν καθεστώτων.
Ἀλλ' ὅμως ἂν ἐγνώριζε γιατὶ καμπόσα φροῦτα
φωνάζουν γιὰ τὸ Σύνταγμα στὸ βῆμα καὶ στοὺς δρόμους,
εὐθὺς θὰ ἐσηκώνετο νὰ ρίξῃ μὲς στὴ βοῦτα
κι' αὐτοὺς καὶ τὸ πολίτευμα καὶ τοὺς κειμένους νόμους.