Νεκρικὴ Ὠδὴ
Συγγραφέας:
Ο Πολυλάς αναφέρει ότι ο Σολωμός τον βεβαίωσε για την αληθινότητα των όσων εδώ στιχουργεί.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Ἀπ' αὐτὰ, ποῦ σοῦ ἐχύσαν ἀπάνου,
Ἕνα παίρνω θανάτου λουλοῦδι,
Καὶ πικρὰ τὸ στερνό σου τραγοῦδι,
Γλυκὲ υἱὲ τοῦ ἀδελφοῦ μου, ἀρχινῶ.
Ἔχει ἀπείραχτο χρῶμα τὸ φύλλο,
Ὅπως ἤτανε ζῶντας τὸ χεῖλο,
Ποῦ τῆς νιότης γλυκὰ τὸ λουλοῦδι
Ἐγελοῦσε δροσᾶτο, λαμπρό·
Τώρα ἐσβύσθη, κι' ἀργὰ τὸ τραγοῦδι
Τὸ στερνό σου μὲ κάνει νὰ πῶ.

Τοῦ Μαϊοῦ ροδοφαίνεται ἡ μέρα,
Ποῦ ὡραιότερη ἡ φύση ξυπνάει,
Καὶ τὴν κάνουν λαμπρὰ καὶ γελάει
Πρασινάδες, ἀχτῖνες, νερά·
Ἄνθη κι' ἄνθη βαστοῦνε 'ς τὸ χέρι
Παιδιὰ κι' ἄντρες, γυναῖκες καὶ γέροι·
Ἀσπροεντύματα, γέλιο καὶ κρότοι,
Ὅλοι οἱ δρόμοι γιομᾶτοι χαρά·
Ναὶ, χαρῆτε τοῦ χρόνου τὴ νιότη,
Ἄντρες, γέροι, γυναῖκες, παιδιά.

Πλέκει ὁ δύστυχος ἕνα στεφάνι
Καὶ ἀπὸ πάνου του ἡ μάννα του γέρνει·
«Πάντα ἡ τύχη ἀπ' αὐτὰ νὰ σοῦ σπέρνῃ,
»Καὶ γιὰ σὲ νὰ ναι ὁ χάρος ἀργός.»
Πῶς μὲ λύπη θωρεῖ τὸ στεφάνι;
Ξάφνου ἰδοῦ 'ς τὸ κεφάλι τὸ βάνει,
Καὶ πηδῶντας τὴ μὰννα του κράζει,
Καὶ χορεύει 'ς τὴ μάννα του ὀμπρός·
«Βγάλ' το, μάτια μου», ἡ μάννα φωνάζει,
»Δὲ μ' ἀρὲσει, ὄχι, ἐκειὸς ὁ χορός.»

Ἀλλὰ ἀνήσυχα ὑψώνει τὰ μάτια,
Λὲς καὶ κάτι 'ς τὰ Οὐράνια γυρεύει,
Ὅμως πάντα χορεύει, χορεύει,
Μὲ θυμό, μὲ λαχτάρα πολλή·
(Τὰ μουγκρίσματα τοῦ θανάτου ἀγροικόντανε μακρόθεν)
Φύσα, φύσα, καὶ σκόρπισε, ἀέρα,
Τὰ μουγκρίσματα αὐτὰ τὰ βαθιά·
Δὲν ἀκούει 'ς τὸν ἀστρώδη αἰθέρα
Βασιλεύει γλαυκὴ σιγαλιά.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τὸ σῶμα τ' ὁλομόναχο
Βροντοῦσε ἀπὸ τραγούδια·
'Σ τὰ χὲρια καὶ 'ς τὸ μέτωπο
Ἐτρέμαν τὰ λουλούδια
Τῆς κορασιᾶς ὁπ' ἐλαμπε
Σὰν τ' ἄστρο τῆς αὐγῆς.

Εἶναι ἀλαφρὸ τὸ χῶμα σου
'Σὰν τῆς ἐλιᾶς τὸ φύλλο,
'Σὰν τῆς δροσιᾶς τὸ στάλαμα·
Μὴ σοῦ βαρύνῆ ἄν χεῖλο
Ἀνθρώπου δώσῃ φίλημα
'Σ τὴν πέτρα ποῦ κρατεῖς.

Κι' αὐτὸς γελάει ποῦ σ' ἔβαλε
Τέτοια λαλιὰ 'ς τὸ στόμα,
Κι' ὁ κόσμος ὁποῦ ετίμησες,
Πατῶντας του τὸ χῶμα,
Ἀναγαλλιάζει ἡ σπίθα του
Και κατὰ σὲ πηδᾷ.