Να μου το πάρεις, Ύπνε μου
Να μου το πάρεις, Ύπνε μου |
Δημοτικό τραγούδι |
Νὰ μοῦ τὸ πάρῃς, Ὕπνε µου, τρεῖς βίγλαις θὰ τοῦ βάλω,
τρεῖς βίγλαις, τρεῖς βιγλάτοραις, κ’ οἱ τρεῖς ἀντρεϊωμένοι.
Βάλλω τὸν Ἥλιο ’ς τὰ βουνά, τὸν ἀετὸ ’ς τοὺς κάμπους,
τὸν κῦρ Βοριᾶ τὸ δροσερὸ ἀνάμεσα πελάγου.
Ὁ Ἥλιος ἐβασίλεψεν, ὁ ἀιτὸς ἀποκοιμήθη,
κι’ ὁ κῦρ Βοριᾶς ὁ δροσερὸς ’ς τῆς μάννας του πηγαίνει.
«Γιέ μ’, ποῦ σουν χτές, ποῦ σουν προχτές, ποῦ σουν τὴν ἄλλη νύχτα;
Μήνα μὲ τἄστρι μάλωνες, μήνα μὲ τὸ φεγγάρι,
μήνα μὲ τὸν αὐγερινό, ποῦ µεστ’ ἀγαπημένοι;
—Μήτε μὲ τἄστρι μάλωνα, μήτε μὲ τὸ φεγγάρι,
μήτε μὲ τὸν αὐγερινό, ὁποῦ στ’ ἀγαπημένοι,
χρυσὸν ὑγιὸν ἐβίγλιζα ’ς τὴν ἀργυρή του κούνια.»