Νανούρισμα (Μαρκοράς)

Νανούρισμα
Συγγραφέας:


Νάνι νάνι τὸ παιδί,
ποῦ στὸν ὕπνο του θὰ ἰδῇ
ὅσα ἡ τύχη θὰ τοῦ δώσῃ
σᾶ μία μέρα μεγαλώσῃ.

Νά! μὲ μάτια σφαλιστά,
βλέπει ξάστερα ὀμπροστά,
ἀπὸ μία κορφὴ καὶ κάτου
ὅλο κτήματα δικά του.

Χύνοντ’ ὅπου κατοικεῖ
τὰ φλωριὰ μὲ τὸ σακκί,
καὶ στὸ νοῦ του μ’ εὐκολία
χύνετ’ ἄπειρη σοφία.

Τὰ γλυκόφωνα πουλιὰ
τοῦ ζηλεύουν τὴ λαλιά·
ὅπου πάῃ, ‘ς ἀγώρια χίλια
ὀ χορός του φέρνει ζήλεια.

Πόσο εἶν’ ἄξιος κυνηγός!
Δὲν τοῦ φεύγει ἕνας λαγός,
οὔτε νέα θὰ τοῦ ξεφύγῃ
ἀπὸ ἀλλιότικο κυνῆγι.

Πάει στρατιώτης, καὶ φωτιὰ
βγάνει κάθε του ματιά·
γι’ αὐτὸ οἱ νέοι φωνάζουν ὅλοι:
Τώρα ἐπήραμε τὴν Πόλη!

Μὲ τετράποδο πουλί,
σὰν ἅϊ Γιώργης πιλαλεῖ,
καὶ τρελλαίνει, ὅθε περάσῃ,
κάθε ἀνύπαντρο κοράσι.

Λάμπουν χίλια φωτερὰ
στοῦ χρυσοῦ μου τὴ χαρά,
ποῦ θὰ πάῃ σὲ γάμου στρῶμα
μὲ μία πλούσια κληρονόμα.

Νάνι νάνι τὸ παιδί,
ποῦ στὸν ὕπνο του θὰ ίδῇ
ὅσα ἡ τύχη θᾶ τοῦ δώσῃ,
σὰ μία μέρα μεγαλώσῃ.

Δὲ νυστάζει τὸ μωρό·
τ΄ ἀχειλάκι του θωρῶ,
ποῦ βυζαίνει καὶ γελάει,
σὰ τριαντάφυλλο του Μάη.

Φαίνεταί μου πῶς θὰ πῇ:
Τ’ εἶν’ τὸ βιὸ κ’ ἡ προκοπή;
Δὲν ἀξίζουν, μ’ ὅλα τ’ ἄλλα,
σὰν τῆς μάννας μου τὸ γάλα.