Αιμιλίω τω Τυπάλδω
Συγγραφέας:
Νανάρισμα


Φύσ' ἀγεράκι δροσερὸ
μὲς τῶν δενδρῶν τὰ φύλλα,
παρ' ἀπ' τὰ ρόδα τὸν ἀνθὸ
ἀπ' τὴ μηλιὰ τὰ μῆλα
καὶ φέρ' τα στὸ παιδάκι μου.
Εἶναι καλὸ καὶ κάνει
ἥσυχο νάνι-νάνι.

Ἀρχίνησε τὸ λάλημα,
ἀηδόνι ἐρωτευμένο,
νανάρισέ το, τὸ φτωχό·
εἶν' ἀποκοιμημένο
σὰν τὴ γλυκειά σου συντροφιὰ
μὲς τὴ φωλιὰ σὰν κάνει
τὴ νύχτα νάνι-νάνι.

Ἄνοιξε νυχτολούλουδο,
ἄνοιξε καὶ μὴ κλείσῃς
τὴν ὤμορφή σου μυρωδιὰ
ὡσότου νὰ τὴ χύσῃς
ὅλη μὲς τὰ μαλλάκια του.
Τὸ μαῦρο ἰδὲς πῶς κάνει
μαζί μου νάνι-νάνι.

Παίζει τ' ἀγέρι τοῦ Μαγιοῦ
μέσα στὸν καλαμῶνα,
γελοῦνε τ' ἄνθη, τὰ νερά,
λαλεῖ ἡ νεροχελῶνα.
Εὐτυχισμέν' εἶμαι κ' ἐγὼ
στὰ στήθια μου σὰν κάνει
τὸ μαῦρο νάνι-νάνι.

Καὶ σεῖς μὲ τὰ χρυσᾶ φτερά,
ὀνείρατά μου, ἐλᾶτε
στὸ ἔρμο τὸ καλύβι μας,
ἀγάλια ἀγάλια ἐμβᾶτε
σιγὰ μὴ τὸ ξυπνήσετε·
κυττάξετε πῶς κάνει
ἄγγελος νάνι-νάνι.

Ὀνείρατα εἶναι τοῦ φτωχοῦ
ἡ συντροφιά, ἡ ἐλπίδα·
τῆς χήρας ἡ παρηγοριά,
ὁ ἥλιος, ἡ αχτίδα.
Ἐλᾶτε, μὴν ἀφήσετε
τὴ μάνα του ποὺ κάνει
μαζύ του νάνι-νάνι.

Ἀποκοιμήθη τό μικρό, κ' ἡ μάν' ἀποκοιμήθη
βαστῶντας το σφιχτὰ σφιχτὰ στὰ μητρικὰ της στήθη.

Εὐλογημένο τρεῖς φορές τῆς χήρας τὸ κρεββάτι!
Εὐλογημένο τρεῖς φορές. Κι' ἀνάθεμα στὸ μάτι
ὁποὺ κυττάζ' ἀτάραχο μικρὸ παιδὶ σὰν κάνει
στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του τὴ νύχτα νάνι-νάνι.