Νέος Αιών
Συγγραφέας:
Από τα Αλάβαστρα


Μια κλεισμένη θύρα,
μια κλεισμένη θύρα βλέπω πάντα εμπρός μου…
Εκεί μέσα η Μοίρα,
εκεί μέσα η Μοίρα κατοικεί του κόσμου.

Μαύρη, σιδερένια και μανταλωμένη
στέκεται μπροστά μου.
Κρούω για να μ’ ανοίξει και βουβή απομένει
στα χτυπήματά μου.
   
Και της φαντασίας τη χρυσή λαμπάδα
με λαχτάρα ανάβω
και κολλώ τ’ αυτί μου στη στενή σχισμάδα
για να καταλάβω.

Στα βαθιά κατώγια
και σε κάθε δώμα και ψηλά στη στέγη
μαύρα μοιρολόγια
και λευκά τραγούδια κάποιο στόμα λέγει.

Κρούω και ξανακρούω
κι απαντούν οι κρότοι κεραυνών κι ανέμων,
κι από μέσα ακούω
και θριάμβων ύμνους και κλαγγές πολέμων.

Στεναγμοί και γέλια και φιλιά και θρήνοι
από πέρα ως πέρα·
μια φωνή πνιγμένη μια κατάρα αφήνει
σαν βροντής φοβέρα :

«-Φέρνω πόνους· αίμα σαν ποτάμι ρέε.
μαύρο Μίσος, χαίρε !»
Κι αποκρίνετ’ άλλη :«Σήκω, Ναζωραίε,
την Ειρήνη φέρε !»

Σε ρυθμούς κροτάλων
σχίζουν το αέρα καγχασμοί δαιμόνων
και τριγμοί κοκκάλων
και τραγούδια οργίων κι άγριοι βόγγοι πόνων.

Και βογκά το χώμα
και βογγά ο αγέρας… Και ψηλά στη στέγη
και σε κάθε δώμα
μια φωνή πνιγμένη τέτοια λόγια λέγει :

«-Φέρνω πόνους· αίμα σαν ποτάμι ρέε.
μαύρο Ψέμμα, χαίρε !»
Κι αποκρίνετ’ άλλη :«Σήκω, Ναζωραίε,
την αλήθεια φέρε !»

Και της φαντασίας τη χρυσή λαμπάδα
με λαχτάρα ανάβω
και κολλώ το μάτι στη στενή σχισμάδα
για να καταλάβω.

Και θωρώ σκοτάδι
και σπασμούς ερώτων και σπασμούς θανάτων
και σκιών κοπάδι
και σκιές ανθρώπων και σκιές τεράτων.

Και κοιτάζω πάλι
και θωρώ μια λάμψη από τ’ άστρα απάνου,
άφθαστη, μεγάλη,
σαν ρομφαία να πέφτει στη φυγή του Πλάνου.

Και στα βάθη η λάμψη ξάφνου φανερώνει
ένα θρόνο χώρια,
και στο θρόνο απάνω διπλοκαμαρώνει
ρήγισσα πανώρια.

Και θωρώ το θρόνο σ’ ένα δάσος κρίνων
να φρουρούν θηρία
και τραγούδια ακούω με φωνές Σειρήνων :
«Χαίρε ελευθερία !»

Μια κλεισμένη θύρα,
μια κλεισμένη θύρα βλέπω πάντα εμπρός μου…
περιπαίχτρα Μοίρα,
περιπαίχτρα Μοίρα, το κλειδί της δος μου !