Κόραξ
Συγγραφέας:
Απόδοση του αισώπειου μύθου Κόραξ νοσών.


Κόραξ, ἄσπρος γεννημένος,
καὶ ὁπόταν ἐπτερώθη
κόκκινος μεταλλαγμένος,
καὶ ἀφ' οὗ ἡλικιώθη
μαῦρος ὅλος καταντήσας
καὶ εἰς ὅλας τὰς ληστείας
τὸν πατέρ ἀκολουθήσας
καὶ τραφεὶς ἀπὸ τὰς λείας
τῶν βωμῶν καὶ τῶν ναῶν,
κόρακας κακὸν ὠόν!

Ἔπεσ' ἐν μιᾶ ἡμέρα
ἄῤῥωστος 'ς τὴν φωλεάν του,
κ' εἰς τὴν γραίαν του μητέρα
εἶπε 'ς τὴν κοράκαινάν του.
«Τρέξε τρέξε νὰ προσπέσῃς
εἰς τὰ μαῦρα βουτηγμένη
τρέξε νὰ παρακαλέσῃς
'ς τοὺς βωμοὺς καὶ 'ς τὰ τεμένη
νὰ μὲ κάμνουν ὑγειῆ
νὰ μὲ σώσουν οἱ θεοί.»

Πλὴν τὸν εἶπ' αὐτὴ θρηνοῦσα
«Μὴν, ἀντὶ νὰ σ' ὠφελήσω
τοὺς θεοὺς παρακαλοῦσα,
τέκνον μου! τοὺς ἐρεθίσω.
Ποίου ἄφησες Ἑρμείου
σῶον τοῦ βωμοῦ τὸ κρέας;
Ποίου ἄφησες μαντείου
τὰς θυσίας ἀκεραίας!
Καὶ εἰς ποίους σὺ ναοὺς
ἐσεβάσθης τοὺς θεούς;»

Ἐπιμύθιον.
Οὐδ' εἰς τὸν Θεὸν δὲν ἔχει
ὁ κακοῦργος προσφυγήν·
οὐρανὸς τὸν κατατρέχει
ἔχων σύμμαχον τὴν γῆν.