Βάτραχος
Συγγραφέας:
Σημ. του Π. Σούτσου: «Αἰσώπου μῦθος ἐκ τῶν ἀπωλολότων, καὶ παρὰ τοῦ Λατίνου Φαίδρου μεταφρασθεὶς Λατινιστί.»


Βάτραχος εἰς τὸ λειβάδι ἀπὸ τὰ θολὰ νερά του
βλέπει βώδι καὶ ζηλεύει τὸ χονδρὸ ἀνάστημά του·
οὐδ' αὐγοῦ δὲν ἔχει ὄγγον κ' εἰς τὸν νοῦν του ὅμως βάλλει
ὁ νερόμυαλος νὰ γένῃ βώδι κ' ἴσως καὶ βουβάλι·
καὶ λοιπὸν τεντόνεται,
καὶ λοιπὸν ἁπλόνεται,
κ' εἰς τὸν γείτονά του λέγει - πάγω νὰ τὸ ὁμοιάσω;
- Τρελὸς εἶσαι; - Διέ με τώρα· πλησιάζω νὰ τὸ φθάσω;
- Τί μὲ ψάλλεις; - Ἐπλατύνθην; - Οὔτε χόνδρος μιᾶς καλάμης.
- Διέ με πάλιν· ἂν μὴ βώδι κἂν μοσχάρι δὲν μὲ κάμεις;
κ' ἀπ' ἐδῶ πλατύνεται,
κ' ἀπ' ἐκεῖ ἐκτείνεται,
κ' ἐν ᾧ ἔκραζε, «τὰ δύο κέρατά μου, ὦ χαρά!
φύτρωσαν καὶ ἡ οὐρά μου ταύρου ἔγινεν οὐρά!»
ἔσκασε καὶ εἰς τὸν πάτον
ἐβυθίσθη τῶν ὑδάτων.

Ἐπιμύθιον.
Καὶ ὁ μῦθος τί δηλοῖ;
δηλοῖ νοήμα πολύ·
εἰς τοὺ συνταγματικοῦ της χάρτου τὴν νωπὴν φυτείαν
ἡ Ἑλλὰς ζητεῖ νὰ φθάσῃ τὴν Μεγάλην Βρεταννίαν·
θέλει τὸ τοῦ Κωνσταντίνου λάβαρον ν' ἀναπετάσῃ,
πρὶν στρατοὺς διοργανίσῃ καὶ πρὶν στόλους ἑτοιμάσῃ·
καὶ τὸ δόγμα λησμονοῦμεν «μὴν ἐπιχειρῇς νὰ κάμῃς,
ἔργον ὑπὲρ τὰς δυνάμεις,»