Αλώπηξ
Συγγραφέας:
Απόδοση του αισώπειου μύθου Αλώπηξ κόλουρος.


Ἀλεποῦ εἰς τὴν παγίδα ἐσυλλήφθη κ' ἐσωρώθη·
ἀλλὰ τὴν μακρὰν οὐράν της ἄφησε καὶ διεσώθη·
καὶ ἀπὸ τὴν ἐντροπήν της τί νὰ κάμῃ; συμβουλαὶς
ἄρχισε νὰ δίδῃ τότε εἰς ταῖς ἄλλαις ταῖς πολλαίς.

«Φίλαι μου! αὐτὴ ταῖς εἶπε. Τὶ οὐραῖς! τὶ ἀσχημάδες!
ὦ! τὴν εἰλικρίνειάν μου συγχωρήσατε Κυράδες!
ταῖς οὐραῖς ὡσὰν κολλούραις ἐκρεμάσατε ὀπίσω;
ἐὰν εἶχα τὴν οὐράν μου δὲν ὑπέφερα νὰ ζήσω.
Νὰ μὲ διῆτε εἰς τῆς δράνας τὸ σταφύλι τὸ μοσχάτο
δίχως τὴν οὐράν μου τώρα πῶς πηδῶ καὶ πῶς τὸ δράττω!»
Ἀλλὰ γηραλέα μία
καλουμένη Πανουργία·
Πνεῦμα τοῦ Ταλεϋράνου εἶπε, «νὰ μᾶς γέν' ἡ χάρις·
σὺ ὡς συμβουλάτριά μας μίαν μίαν νὰ μᾶς πάρῃς
εἰς τὸν μέγαν σου χειροῦργον ὅστις κόψαν τὴν οὐράν σου,
σὲ ἀφαίρεσε ὡς λέγεις τὴν μεγάλην συμφοράν σου.»

Κ' ἐπειδὴ ἐξερομάσσει τὴν ἀπόκρισιν ἡ ἄλλη
ἐπανέλαβεν ἐκείνη «Γελοιότης σου μεγάλη!
Ἦλθες ἦλθες νὰ μᾶς δώσῃς τὰς σοφάς σου παραινέσεις
καὶ τὸ κόκκινόν σου στίγμα ἦλθες νὰ μᾶς ἐπαινέσῃς;
'Σ τὴν παγίδα τὴν οὐράν σου ἔκοψες κ' ἐπιθυμεῖς
'ς τὰ καλὰ καθούμενά μας νὰ τὴν κόψωμεν κι' ἐμεῖς;»

Ἐπιμύθιον.
Πόσαι χάσασαι γυναῖκες τὴν ὑπόληψιν, ζητοῦσι
ν' ἀτιμάσωσι καὶ ἄλλας!
Τοῦ συρμοῦ ἰδοὺ τὸ ἄλας·
οἱ κακοὶ πρὸς τὴν κακίαν τοὺς ἀθώους ἐξωθοῦσι.