Μύθος 57: Έριφος και λύκος

Έριφος και λύκος
Συγγραφέας:
Απόδοση του αισώπειου μύθου Έριφος επί δώματος εστώς και λύκος.


Φύλλα ἔτρωγεν ἀμπέλου ἔριφος εἰς πύργου δῶμα·
εἶδε λύκον διαβάτην τὸ ἀτάραχόν της ὄμμα·
καὶ μακρόθεν ὡς τὸν εἶδεν ἤρχισε νὰ τὸν χλευάζῃ
νὰ τὸν λέγῃ, «δὲν γνωρίζω τὶ ἀκόμη μὲ βαστάζει
κ' εἰς τὴν κάραν σου δὲν ῥίπτω χαλκοῦν σκεῦος νὰ τὴν σπάσω
νὰ σὲ δείψω ποία εἶμαι· σφάζουσά σε νὰ χορτάσω·
οἱ ὀδόντες σου, ἢ τάχα οἱ κακοῦργοι ὄνυχές σου
πρόσκομμα θὰ καταστῶσι τῆς ὀργῆς μου τῆς ἀμέσου;
ἰδὲ πρόσωπον δημίου!... ἡ κακὴ ὀσμή σου φθάνει
τῆς ἀνοίξεως τὰ ῥόδα καὶ τὰ κρίνα νὰ μαράνῃ».

Νὰ μὲ τὰ εἰπῇς κυρία! ἐδῶ κάτω σὲ φυλάττω
ἄφησε τὸν ἄνω πῦργον καὶ ὀλίγον ἐλθὲ κάτω
νὰ λαλήσωμεν ὀλον ἐκτεταμενέστερόν τι,
ὡς ὁ πρύτανις κατ' ἕτος τῶν καθηγητῶν τὸ πράττει·
κυρὰ! σὺ δὲν μὲ ὑβρίζεις, ἀλλ' ὁ πῦργος ὅπου στέκεις,
ὅπου τοὺς χρυσοὺς στεφάνους τῶν ἐπαίνων μου μὲ πλέκεις·
ἐπεθύμησεν ἐκείνη κάτι ἔτι νὰ εἰπῇ
τὴν διέκοψεν ὁ λύκος κράζων «τώρα σιωπὴ
ἴσως εἰς δρυμοὺς καὶ ὄρη
κἄποτε συναντηθῶμεν
καὶ ὡς δύο δικηγόροι
τότε ὅλα τὰ εἰπῶμεν
χωρὶς κόμμα χωρὶς στίγμα,
μὲ τὸ νὺ καὶ μὲ τὸ σίγμα»·
εἶπε, καὶ τὰ ὄμματά του
κόκκινα καὶ λοξὰ ἦσαν·
κι' ἄτακτα τὰ βήματά του
ἐπλανῶντο ἀπὸ λύσσαν.

Ἐπιμύθιον.
Ὅταν εἶναι τις εἰς ὕψος ἐξουσίας, αἱ πολλαὶ
εὔκολαι ὑπάρχουν ὕβρεις καὶ φωναὶ καὶ ἀπειλαί·
αὐτὰ ὅμως ἀποφεύγει πᾶς πολίτης συνετὸς
μὴ ὡς ἔριφος θρασεῖα καταγελασθῇ αὐτός.