Μύθος 34: Πίθηκος και αλώπηξ

Πίθηκος και αλώπηξ
Συγγραφέας:
Απόδοση του αισώπειου μύθου Αλώπηξ και πίθηκος βασιλεύς αιρεθείς.


Εἰς ὁμήγυριν δειπνούντων ζώων πίθηκος χορεύων
βασιλεὺς ἀνηγορεύθη ὡς εἰς τὸν χορὸν πρωτεύων·
ἡ ἀλώπηξ ἡ τὰς ἕξεις σώζουσα τὰς πονηρὰς
τὸ ἐνόμισες ὡς ὕβριν τῆς καμπύλης της οὐρᾶς·
«σχῆμα, ἔλεγε δὲν εἶχα κύκλου 'ς τὴν οὐράν μου δώσει;
πῶς ἡ χάρις τῶν στροφῶν της δὲν ἐξετιμήθ' ἡ τόση;»
Καθημένη στὴν αὐγὴν
εἰς νεροῦ σιμὰ πηγὴν
τὸν ἀέρα της νὰ πάρη
ἔτρεξεν εἰς τὸ χορτάρι.

Ηὗρεν κρέας εἰς παγίδα· τὸ 'βαλε 'ς τὰ τέσσαρά της·
κ' εἰς τὸ ἕρμαιον ἀμέσως ἔφερε τὸν ἄνακτά της·
εἰς τοὺς δύω της ὠρθώθη πόδας τοὺς ἐμπροσθινοὺς
ἔκλινε τοὺς ὀφθαλμούς της αὐλικοὺς καὶ ταπεινοὺς
καὶ «Μεγαλειότατέ μου! εἶπεν, ηὗρα θησαυρόν·
ἀλλὰ εἰς τὸν βασιλέα τὸν ὀφείλει ὁ εὑρὼν
καὶ κατὰ τὸ σύνταγμά μας καὶ κατὰ τὰς προνομίας
ὅσας ἔχουν οἱ μονάρχαι καὶ εἰς ἄλλας πολιτείας·
καὶ λοιπὸν παράλαβέ τον, καὶ τὴν ὑπηρέτριάν σου
καὶ τὴν ἀφοσιωμένην λάβε εἰς τὴν εὔνοιάν σου».

Ἔτρεξεν ἀσυλλογίστως πρὸς βορὰν τοῦ θησαυροῦ·
καὶ πεσὼν εἰς τὴν παγίδα ὁ μονάρψης τοῦ χοροῦ
τὴν ἀλώπεξα ἐμέμφθη πῶς τοὺς ὅρκους της παρέβη·
ἀλλ' ἐκείνη λη γέλως ἀλλ' ἐκείνη ὅλη χλεύη,
– ἤθελες Μονάρχα! εἶπεν, οὐδὲ ψύλλου ἔχων γνῶσιν
τῆς ὑπακοῆς τὸν ὅρκον εἰς σὲ ὅλοι νὰ τηρῶσιν;
Ἰσχὺν εἶχες νὰ μᾶς σώσῃς ἂν παρίστατό τις λέων,
σὺ ὸ εἰς μικρὴν παγίδα μόλις συλληφθεὶς καὶ κλαίων;
Τὸ «ἐλέῳ Θεοῦ» Ἄναξ! τὸ «ἡ σὴ μεγαλειότης»
δὲν διατηροῦνται δίχως μεγαλοφυΐας πρώτης.

Ἐπιμύθιον.
Ὁ καλὸς μονάρχης πρέπει πολλὰ τάλαντα νὰ ἔχη·
εἰς τὴν ἀρετὴν τοὺς ἄλλους εἰς τὸν νοῦν νὰ ὑπερέχῃ·
νὰ μισῇ τοὺς αὐλοδούλους καὶ τοὺς ἀφοσιωμένους
καὶ τοὺς ὅρκους νὰ φυλάττῃ ὅσους ἔχει δεδομένους.