Μοναξιά
Συγγραφέας:


Δύο, δύο τὰ πουλιά,
μὲ τραγούδια καὶ χαραῖς,
κτίζουν τὴν κοινὴ φωλέα
εἰς μυρσίναις ἀνθηραῖς.

Κ' εἰς ξηρό, γυμνὸ κλαδὶ
ἕνα ἔρημο πουλὶ
λυπημένο κελαϊδεῖ
καὶ σὰν ἄνθρωπος λαλεῖ:

«Ἀφ' οὗ πέταξες, κ' ἐδῶ
ἐγὼ μένω μοναχό,
μόνον θρήνους κελαϊδῶ,
καὶ στενάζω 'ς τὴν ἠχώ.

»Εἶν' ἡ φύσις σκοτεινή,
χόρτα κι' ἄνθ' εἶναι ξηρά,
καὶ φαρμάκ' εἶν' τὰ νερά,
κ' ἡ καρδιά μου μὲ πονεῖ.

»Καλὰ μ' ἔλθουν ἢ κακά,
ἂν χαρῶ, ἂν ἀγαπῶ,
ἂν λυποῦμαι μυστικὰ
εἰς ποιὸν ἔχω νὰ τὸ πῶ;

»Ἰξοὺς βάλτε 'ς τα κλαδιά,
ἢ κτυπᾶτε, κυνηγοί.
Ἔχω μέσα 'ς τὴν καρδιά
τὴν βαθύτερη πληγή.