Μιὰ νύχτα στὸν κάμπο
Συγγραφέας:
Σελ. 74-77, τ.2, Έτος Α΄ (1 Μαΐου 1927) του περιοδικού «Νέα Εστία»


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ, ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ

Ἡ Μαριγούλα, κρατώντας τὸ ζῶ της ἀπὸ τὸ σκοινί, προχωροῦσε θαρρετὰ μὲς στὰ πρῶτα σκοτάδια τῆς καλοκαιριάτικης νύχτας. Θεϊκιὰ γαλήνη ἔζωνε ὅλα τὰ πάντα. Δὲν ἀκουγόταν οὔτε θάλασσας μούρμουρο, οὔτε δέντρων θρόϊσμα. Μόνο ἀπὸ τοὺς τρυφεροὺς κλώνους τῶν ἀλυγαριῶν κι’ ἀπὸ τὸ πύκνωμα τῶν δασωμένων ἀσταχυῶν ἀνέβαινε κατανυχτικὴ ἡ εὐωδιὰ τῆς σιωπηλῆς ἐξοχῆς.

Μὰ ἡ Μαριγούλα, κεῖνο τὸ ἀπόβραδο, δὲν ἔνοιωθε τίποτ’ ἀπ’ ὅλα τοῦτα· ὁ νοῦς της δὲν εἶχε ἄλλη αἴσθηση παρὰ τῆς ὥρας καὶ τοῦ τόπου. Σὲ μιὰ στιγμή, ἀφοῦ ἔδεσε τὸ ζῶ της μὲς στὸ χτῆμα τους, κοντὰ στὸ χόρτο, στάθηκε δισταχτική: ὄχι, δὲν ἔκανε λάθος... τὸ θυμόταν καλά. Τὸ πρωΐ, ὅσο ὁ Σταῦρος τῆς ἔδινε τὶς παραγγελιές του, τόσο αὐτὴ τὸν ἄκουε μὲ τὰ μάτια τεντωμένα καὶ μὲ τὸ νοῦ ξεκαθαρισμένο ἀπὸ κάθε ἄλλη σκέψη: «—Μόλις πάρῃ νὰ νυχτώσῃ, ἐσὺ θὰ λύσῃς τὸ ζῶ σας καὶ θὰ πὰς νὰ τὸ δέσῃς στὸ χωράφι σας, ὅπως κάθε βράδι· ὕστερα δὲ θὰ γυρίσῃς στὸ μαγαζί σας· θὰ τραβήξῃς ἴσ’ ἀπὸ τὸ μονοπάτι μὲ τὶς ἀλυγαριὲς καὶ θὰ βγῇς στὸν κάμπο ποὺ πηγαίνουμε στοὺς Μύλους· μ’ ἀκούς; — Ναί, ναί», τοὔλεγε κείνη κι’ ἔνοιωθε τὰ δόντια της νὰ σφίγγωνται ἀπὸ μιὰν ἀνεπάντεχη ταραχὴ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὴν κρύψῃ γιὰ νὰ μὴ τὸν ταράξῃ κι’ αὐτόνε τὴν τελευταία στιγμή. Δὲν ἤτανε καθόλου γλυκὸς ὅσο τῆς μιλοῦσε, ὅπως ἄλλες φορές. Τὰ μάτια του ἄναβαν κι’ ἔσβυναν μὲ μιὰν ἀγριάδα σὰν τὴν κρυφὴ φωτιὰ ποὺ τὴ δυναμώνει ξαφνικὸς ἄνεμος. Ἔτσι ὡρμοῦσε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ νέου ὁ θυμὸς καὶ τὸ πεῖσμα ἐνάντια στοὺς δικούς του ποὺ ἀντιστέκουνταν στὴν εὐτυχία του. Καὶ ἡ ἄρνησὴ τους γινόταν πάντα μ’ ἕναν τρόπο προσβλητικὸ γιὰ τὴ βαθειά του ἀγάπη. «—Ἐσύ...» τοῦ ἔλεγε ἡ μάνα του, «ὁ γυιὸς τοῦ Δημάρχου, νὰ πάρῃς τὴν κόρη ἑνὸς μπακάλη, τὴν ἀδερφὴ ἑνὸς βαρκάρη!.. Μά, Θεέ μου!.. δὲν ἀνοίγει καλύτερα ἡ γῆς νὰ μᾶς καταπιῇ ὅλους! — Μὰ ὄχι δά, μαμά», ἀποκρινόταν ἡ κόρη της ποὺ τὴν πείραζε ἡ φοβερὴ αὐτὴ εὐχὴ τῆς μητέρας, «δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μᾶς καταπιῇ ὅλους ἡ γῆς, ἐπειδὴ ὁ Σταῦρος θέλει νὰ εἶναι ὁ ἀγαπητικὸς τῆς βοσκοπούλας! —Καὶ σὺ πάλι τὶ ἐφαντάστηκες», τῆς εἶπε ὁ Σταῦρος μὲ μιὰ φοβερὴ γαλήνη καὶ ρίχνοντας μὲς ἀπὸ τὰ μισοκλεισμένα του βλέφαρα μιὰ λοξὴ ματιὰ στὴ μητέρα του, «τὶ θαρεῖς πῶς εἶσαι... νά; ἀπόγονοι τσαρουχάδων. Ἡ γιαγιά σου ἔβοσκε χῆνες μὲ τὸ καλάμι!» Καὶ μὲ τὰ λόγια τοῦτα ἄνοιξε τὴν πόρτα κι’ ἔφυγε, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσῃ τὴν ἀπάντηση, γιὰ νὰ μὴ δώσῃ κι’ αὐτὸς ἄλλη χειρότερη κι’ ἀναγκαστῇ νὰ κάνῃ πρᾶμα ποὺ θἄφερνε καμμιὰ καταστροφή· γιατί, μὰ τὸ Θεό, ἔνοιωθε τὶς φλέβες του νὰ χτυποῦνε δυνατά, ἀκανόνιστα, κι’ ἕνα σύννεφο κόκκινο νὰ περνάῃ ἀπ’ τὰ βουρκωμένα μάτια του. Ὣς τόσο στὸ διάδρομο κοντοστάθηκε· ἄκουσε ἕνα μετακίνισμα καρεκλῶν, ἕν’ ἄνοιγμα πόρτας ποὺ χτύπησε δυνατά, ὕστερα ἕνα κατρακύλισμα...

Κατέβηκε τὶς σκάλες δυὸ-δυό, σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἀποφύγῃ κανένα κίνδυνο. Καθὼς ἄνοιξε τὴν ὀξώπορτα γιὰ νὰ βγῇ, ἡ σκοτεινὴ σκάλα φωτίστηκε ἀπὸ ψηλά. Κατάλαβε πὼς κάποιος ἔβγαζε φῶς γιὰ νὰ τὸν φωνάξῃ· μὰ αὐτὸς πήδησε ἔξω καὶ χάθηκε στὸ δρόμο.

Ἄχ, ἐκεῖνο ποὺ τόνε πείραξε πιότερο, δὲν ἤτανε τόσο τὰ λόγια τῆς μάνας του, ὅσο ἡ φαρμακερὴ εἰρωνεία τῆς ἀδελφῆς του: «ἀγαπητικὸς τῆς βοσκοπούλας!» Καὶ νὰ συλλογᾶται πῶς αὐτὲς πρῶτες ἐρωτευτήκαν τὴ Μαριγούλα!.. Ἡ ἀδελφή του τὴν πρωτόφερε σπίτι τους, «νὰ δοῦνε αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ἀρχοντιᾶς», ὅπως τοὺς ἔγραφε καὶ τοὺς ξανάγραφε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ νησιοῦ. Γιατί, σὰν ἀρφάνεψε ἡ Μαριγούλα ἑφτὰ χρονῶ ἀπὸ μάνα, τὴν ἔκλεισε ὁ πατέρας της—εὐκατάστατος νοικοκύρης—στὸ μοναστήρι τοῦ ἀντικρυνοῦ νησιοῦ. Δὲν ἤθελε ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναπαντρευτῇ, οὔτε καὶ νὰ μπάσῃ γυναίκα σπίτι του· μὰ δὲν ἤθελε καὶ νὰ δῇ τὴ Μαριγούλα του νὰ παίρνῃ τοὺς δρόμους ἄπλυτη, ἀχτένιστη, κουρελιασμένη· μὲ λίγα λόγια: χωρὶς μάνα. Ἐνῷ ἐκεῖ μέσα, στὸ σχολειό, δὲ θἆχε μιὰ μάνα, θἆχε πολλές. Θὰ μάθαινε τρόπους, θὰ μάθαινε γράμματα, κ’ ὕστερ’ ἀπὸ χρόνια, ἄν τὸν ἄφηνε ὁ Θεὸς νὰ ζήσῃ, θἄμπαζε σπίτι του μιὰ τέλεια νοικοκυρά, ὅπως κι’ ἔγεινε. Ἡ Μαριγούλα ἤτανε τώρα σπίτι της ἡ μητέρα. Ταπεινὴ κι’ ἀπερηφάνευτη, μὰ ἄρχοντικιὰ καὶ καλοδιάθετη. Σὰν κατέβαιναν κάθε καλοκαίρι ἀπὸ τὴ χώρα στὸ ἥσυχο λιμανάκι τους, δινόταν ὁλόκληρη στὶς γοητεῖες τῆς ἐξοχῆς. Τραβοῦσε κουπὶ μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της, ἔτρεχε στ' ἀμπέλια τους. «δάβριζε» τὰ μύγδαλα μαζὶ μὲ τὶς ἐργάτισσες κι’ ἅπλωνε σῦκα πάνω στὶς ἀφάνες. Μὰ πιὸ πολὺ ἀγαποῦσε τὸ ζῶ της, τὸ γαϊδουράκι της, ποὺ τὄλυνε κάθε πρωῒ ἀπὸ τὸ σπαρμένο τους καὶ τὄδενε πάλι ἐκεῖ κάθε βράδι μόνη της.

Κ’ ὕστερ' ἀπ’ ὅλα τοῦτα, νὰ σοῦ λένε «ἀγαπητικὸς τῆς βοσκοπούλας!» Τώρα, γιατὶ δὲν τὴ θέλανε οἱ δικοί του;.. Μά, δὲν ἔχει «γιατί»· ἔτσι. Ἂν τοὺς ρωτοῦσες, θ’ ἀραδιάζανε ἕνα σωρὸ αἰτίες. «Καὶ ἐν πρώτοις: ποῦ ἀκούστηκε νὰ παντρευτῇ αὐτὸς καὶ ν’ ἀφήσῃ πίσω του τὴ μεγαλύτερη ἀδελφή του; Δὲν τὸ καταλάβαινε καὶ μόνος του πῶς ἕνα τέτοιο κάμωμα θὰν τῆς φαρμάκωνε τὴν κοριτσίστικη φιλοτιμία της, θὰν τὴν ἔβαζε στὸν τάφο της;» Ἄκου τώρα κουβέντες καὶ μεσαιωνικὲς ἀντιλήψεις!

Σὰ νὰ ἔχῃ καμμιὰ σημασία ποιὸς θὰ παντρευτῇ πρῶτος, ποιὸς ὕστερα καὶ ποιὸς καθόλου!.. «Καὶ ἔπειτα, τί τρόπος ἦταν αὐτὸς νὰν τὴ μπάζουνε στὸ σπίτι τους μὲ κείνη τὴν εἰλικρίνεια, μὲ κείνη τὴν καταδεχτικὴ συγκατάβαση μόνο καὶ μόνο γιατὶ φαινότανε ταπεινή, κι’ αὐτὴ νὰ φερθῇ ἔτσι διπρόσωπη, καπάτσα, ξεσκολισμένη...» κι’ ἄρχιζε ὁ κατήφορος γλιστερός, ὥσπου φτάναμε στὶς γενεαλογίες καὶ στὰ οἰκόσημα.

Μὰ τὴν τελευταία φορὰ τὸ γλίστρημα ἤτανε τόσο ὁρμητικὸ καὶ ὁ σωρὸς στὴν ἄκρη εἶχε μαζευτῆ τόσο πυκνὸς καὶ τόσο ψηλός, ποὺ ὅλοι σὲ μιὰ στιγμὴ, ἔνοιωσαν τὸν κίνδυνο, καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς διαθέσεις του. Τότε κι’ ὁ Σταῦρος ἔσπασε καὶ τὸν τελευταῖο δισταγμὸ κι’ ἔτρεξε στὸν πατέρα τῆς Μαριγούλας ἀποφασιστικός.

Ὁ κὺρ-Γιώργης τόνε κοίταξε καλὰ στὰ μάτια μὲ φανερὴ συμπάθεια καὶ μ’ ἕν’ ἀλαφρὸ ἀνασήκωμα τῶν φρυδιῶν, σὰ νὰ βασάνιζε τὴ σκέψη του νὰ βρῇ ἀπόκριση σὲ κάποια του ἀπορία. Ὕστερα ἔσκυψε κοιτάζοντας τὸ κομπολόϊ του, ἔκανε νὰ χαϊδέψῃ μιὰ χάντρα καί, σηκώνοντας ἀπότομα τὸ κεφάλι, ρώτησε:

— Τὸ ξέρουν οἱ γονιοί σου;

— Τὸ ξέρουν, ἀποκρίθηκε σαστισμένος ὁ Σταῦρος.

— Τότε... ποὖναι τους;

Ὁ νέος ἀποσβολώθηκε.

Ὁ πολύπειρος πατέρας ξαναρώτησε:

— Δὲ θέλουν;

— Ὄχι! εἶπε τώρα μὲ εἰλικρίνεια καὶ ὁ νέος.

— Ἔ, τότε δὲ θέλω κι’ ἐγώ, ἔκαμε ὁ γέρος μὲ κάποιο τόνο προσβλημένης φιλοτιμίας. Εἶπε κι’ ἄλλα λόγι’ ἀκόμα γνωστικά... φαίνεται πῶς τοῦ ἔβαζε κάποιους ὅρους... πῶς τοῦ ἔδινε τράτο μαζί μὲ κάποιες ἐλπίδες μελλοντικές... Μὰ ὁ Σταῦρος ἔνοιωσε κάτι μέσα του σὰ ν’ ἀναποδογυρίστηκε ὅλη του ἡ ὕπαρξη, καὶ τότε συλλογίστηκε τὸ θάνατο. Γι' αὐτό, τὸ ἄλλο πρωΐ, καθώς μιλοῦσε στὴ Μαριγούλα, δίνοντάς της τὶς παραγγελίες του, τοῦ φαινόταν πῶς ἔπαιζε τὴ ζωή του μονὰ ἢ ζυγά. Ἂν ἀρνιόταν κι’ αὐτή, ἄν ἔλεγε ὄχι, μὰ θὰ πέθαινε κεῖ, μπροστά της, τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι! Καὶ τὰ μάτια του ἄναβαν κι’ ἔσβυναν μὲ μιὰν ἀγριάδα, σὰ νὰ εἶχε ἀλλάξη ὁ τρόπος τῆς σκέψης του.

Ἡ Μαριγούλα τὰ θυμόταν τώρα τὰ μάτι’ αὐτὰ κι’ ἔνοιωθε σὲ ὅλο της τὸ κορμὶ ἕναν ἡδονικὸ τρόμο, μεγαλωμένο ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς νύχτας ποὺ ἄρχισε νὰ πυκνώνεται γύρω της. «—Μὴ φοβηθῇς, τῆς εἶχε πῆ, ἐγώ θἆμαι κεῖ ἀπὸ νωρὶς μὲ τἄλογο». Κι' ἀμέσως μὲ τὰ λόγια τοῦτα ἔσκυψε στὸ πανωπόρτι καὶ τῆς ἀγκάλιασε τὸ κεφάλι. Τήνε κοίταξε σὰν τρελλὸς καλὰκαλὰ στὰ μάτια καί, λέγοντάς της «γυναίκα μου», τήνε φίλησε δυὸ τρεῖς φορὲς στὸ στόμα. Ἡ Μαριγούλα τραβήχτηκε γρήγορα μέσα, ἔκλεισε τὸ πανωπόρτι κι’ ἐκάθησε στὶς πλάκες τοῦ ἐξοχικοῦ τους τζακιοῦ.

Ἔνοιωθε τὸ πάθος νὰ ξεχειλίζῃ μέσα της, νὰ τὴν τρελλαίνῃ, νὰ τὴν πνίγῃ κι’ ἔκλεισε τὰ μάτια... Ναί! θὰ πάῃ ὅπου τῆς πῇ ὁ ἀγαπημένος της, μακάρι καὶ στὴν ἄκρη τῆς γῆς. Θ’ ἀρνηθῇ ὅλους κι’ ὅλα· θὰ γείνῃ γυναῖκα του ὅπως κι’ ὅπου. Ἡ ζωὴ τῆς χρωστοῦσε αὐτὴ τὴν εὐτυχία ὕστερ’ ἀπὸ τόση καταδρομή, ἀπὸ τόσα ἐμπόδια ποῦ ἔρριξαν ἀνάμεσα σ’ αὐτὴ καὶ στὸ Σταῦρο ὡς καὶ οἱ δικοί της. Ἔνοιωσε τότε μιὰ ζεστασιὰ γύρω της καὶ μιὰ προστασία δυνατώτερη ἀπ’ ὅλες ὅσες μᾶς δίνει ἡ φύση. Καὶ τὸ κῦμα σκαμπανέβαζε μέσα της καὶ τὴν ἔφερνε σὲ χῶρες μαγεμένες.

Ἡ Μαριγούλα περπατοῦσε τώρα σὰν ὑπνωτισμένη, χωρὶς φόβο, σὰ νὰ τὴν ὡδηγοῦσε κάποια ἀνώτερη δύναμη. Κι’ ἔτσι ἐστάθηκε: ἐδῶ ἦταν ὁ κάμπος ποὺ πηγαίνανε στοὺς Μύλους· ἐδῶ θὰ τὴν ἐπερίμενε ὁ Σταῦρος μὲ τὸ ἄλογό του. Ἡσυχία ἐβασίλευε γύρω... Σὲ μιὰ στιγμὴ τῆς φάνηκε πῶς ἄκουσε ἕνα θόρυβο ἀπὸ τίναγμα ζῴου, ποὺ βάζει σὲ κίνηση ὅλη τὴν ἐξάρτηση τῶν λουριῶν του. Καθώς γύρισε, εἶδε, κάμποσα βήματα μακρύτερα, ἕναν ἴσκιο ἀκίνητο, σὰ νὰ παραμόνευε κι’ αὐτός. Μὲς στὸ ἀόριστο σμίξιμο ποὺ ἔκανε τὸ στερνὸ φῶς μὲ τὸ πρῶτο σκοτάδι ὁ ἴσκιος γραφόταν ὁλόϊσος κι’ ὁλόμαυρος.

Ἡ Μαριγούλα χαρούμενη ἔτρεξε μόνη της, ἐλεύτερη τώρα, ἔπεσε σχεδὸν ἀπάνω του:

— Σταῦρο!

Δυὸ μπράτσα τὴν ἀγκάλιασαν... Ὄχι, δὲν τὴν ἀγκάλιασαν, τὴν ἅρπαξαν. Μὰ ἐκείνη ἀμέσως ἔκανε νὰ λευτερωθῇ. Θεὲ καὶ Κύριε! Θὰ ὀνειρεύεται! Τοῦτος ὁ ἄντρας ποὺ τὴ σφίγγει ἀπάνω του χωρὶς νὰ μιλῇ, ποὺ τὰ χνῶτα του μυρίζουν κρασίλας, ποὺ χώνει τὰ χέρια του στὸ λαιμό της καὶ πολεμᾷ νάν τὴ ρίξῃ κάτου, εἶναι ἕνας ξένος, ἕνας ἄγνωστος! Εἶναι τὸ κακὸ πνεῦμα τῶν βάλτων, δὲν εἶναι ὁ Σταῦρος! Ἡ Μαριγούλα βάζει ὅλη της τὴ δύναμη νὰ σωθῇ, ὁ φόβος τὴν ἔχει παραλύση καὶ ἡ καρδιά της λίγο ἀκόμα καὶ θὰ σπάσῃ. Ξάφνου ποδοβολητὸ ζώων ἀκούγεται καὶ μακρινὲς ὁμιλίες.

Ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀφήνει ἀπότομα καὶ κείνη λαχανιασμένη, γυρίζει πίσω, τρέχει τρελλὴ ἀπὸ τὸν τρόμο της, ὥσπου χωρὶς ἀναπνοὴ πέφτει σ’ ἕνα βαθούλωμα, ὄξω ἀπὸ τὸ χτῆμα τους. Ἐδῶ κι’ ἐκεῖ μαυρολογᾶνε πυκνὲς τοῦφες βούρλων... Ἓξ-ἑφτὰ χωρικοί, καθισμένοι στὰ ζῷα τους, τραβᾶνε γιὰ τὴ χώρα· περνοῦν ἀπὸ κοντά της· κουβεντιάζουν ἥσυχα γιὰ τὶς δουλειές τους, κι’ ἕνας ποὺ μένει κάμποσο πιὸ πίσω πάει κρατώντας τὸ ζῶ του ἀπὸ τὸ σκοινὶ καὶ σιγοτραγουδώντας. Θεέ μου ἑ, πῶς φοβᾶται!.. Δὲ βγάζει ἀναχαματιά! Κι’ ὁ ἀγαπημένος της ποὺ τῆς εἶχε πῆ «μὴ φοβηθῇς;»... Γιατὶ δὲν ἦρθε στ’ ὡρισμένο μέρος; Κάποιο ἐμπόδιο βέβαια... Ὁ τρόμος δὲν ἀφήνει λεύτερη τὴ σκέψη της κι’ ἔτσι δὲ βάζει τὸ κακὸ μὲ τὸ νοῦ της. Ναί... ὁ Σταῦρος δὲν ἦταν ἐκεῖ... ἐκεῖ ἦταν ἕνα στοιχειό!.. Μήπως ἔκανε λάθος;.. μήπως τρελλάθηκε; Ὄχι! Δὲν ὀνειρεύεται. Νά: τὸ φόρεμά της ἀπὸ τὸ λαιμὸ ὣς τὸ στῆθος εἶναι σκισμένο· οἱ ὦμοι της, τὰ μπράτσα της πονοῦνε· τὸ πρόσωπο της καίει, τὴν τσούζει... Σὲ μιὰ στιγμὴ θυμήθηκε τὸ ζῶ της... ναί, κάτι πρέπει νὰ κάνῃ γιὰ νὰ σωθῇ... τὸ πᾶν εἶναι νὰ σηκωθῇ, νὰ κάνῃ δυὸ-τρία βήματα καὶ νὰ μπῇ στὸ χτῆμα τους ἀπὸ τὸ φράχτη.

Ἄξαφνα εἶδε ἕνα φῶς νὰ περπατάῃ· κάποιος ἐρχόταν μ’ ἕνα φανάρι στὸ χέρι· τὸ φῶς ἔρριχνε μιὰ τρεμουλιάρικη λάμψη στὸ δρόμο, σχεδιάζοντας καταγῆς μακριοὺς μακριοὺς τοὺς ἴσκιους τῶν τενεκεδένιων πλευρῶν του. Σὲ μιὰ στιγμὴ αὐτὸς ποὺ ἐρχόταν, σήκωσε τὸ φανάρι ψηλά, τὄφερ’ ἕνα γῦρο καὶ πάλι τὸ κατέβασε προχωρώντας. Στὸ λιγοστὸ ἀντιφέγγισμα, ἡ Μαριγούλα γνώρισε τὸν παπὰ-Δημήτρη καὶ παρηγορήθηκε. Ἀνακάθησε στηρίζοντας τὸ χέρι κατάχαμα γιὰ νὰ σηκωθῇ, τὴν ὥρ’ ἀκριβῶς ποὺ τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ ἔπεφτε πλέριο ἀπάνω της. Ὁ παπὰς ἔσκυψε. —Ποιὸς εἶν’ αὐτοῦ: ἔκαμε παραξενεμένος. Ἐσύ ’σαι, Μαριγούλα;... Πῶς,.. ἔπεσες;.. ἀπὸ τὸ φράχτη; Μνήσθητί μου, Κύριε! σταυροκοπήθηκε ὁ σεβάσμιος γέρος.

Τήνε βοήθησε νὰ σηκωθῇ. — Χτύπησες πολύ;.. ὄχι;.. Ἔλα τότε μαζί μου... τὸν ἴδιο δρόμο θὰ κάνουμε. —Ἡ Μαριγούλα τὸν ἀκολουθοῦσε ἀργὰ-ἀργά. — Μὲ φώναξαν στοῦ Δημάρχου, ξακολούθησε ὁ παπὰς πηγαίνοντας μπρός· ἔπεσε ὁ καϋμένος ὁ γυιός του ἀπὸ τ’ ἄλογο στὸ γκρεμὸ καὶ σκοτώθηκε.

Ὁ παπὰς κοντοστάθηκε σὰ νὰ περίμενε ἀπόκριση.

—Ἔρχεσαι, Μαριγούλα; ἔκαμε μισογυρνώντας τώρα, γιατὶ τοῦ φάνηκε πῶς τὸ κορίτσι στάθηκε.

—Ἔρχομαι, ἔκαμε κείνη κοντανασαίνοντας.

—...Λογοφέρανε, λέει, μὲ τὴ μητέρα του τ’ ἀπομεσήμερο κι’ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του θυμωμένος. Ἐκείνη ἀνησύχησε κι’ ἔστειλε τὸ δραγάτη τους νὰν τόνε βρῇ· ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἀργοῦσε νὰ γυρίσῃ, ἡ δημαρχίνα ἔτρεξε μόνη της. Ἄξαφνα τὸν εἶδε ποὺ τραβοῦσε κατὰ τοὺς Μύλους καὶ τοῦ βγῆκε, λέει, μπροστὰ μὲ μεγάλες φωνές. Τὸ ἄλογο ἔκανε πίσω ξαφνιασμένο καὶ τὸ παιδὶ ἔπεσε μὲ τὸ κεφάλι, χωρὶς νὰ προφτάσουνε νὰ καταλάβουνε πῶς...

Ὁ παπὰς σώπασε λίγο καὶ μουρμούρισε σιγὰ-σιγά: «Μέγας εἶσαι Κύριε!.. » σὰ νὰ ζητοῦσε ἔλεος γιὰ τοὺς πονεμένους καὶ συγνώμη γιὰ τὴ θλίψη ποὺ τοῦ ἀναστάτωσε τὴ γαλήνη τῆς ψυχῆς του. Κ’ ὕστερα, γυρνώντας πάλι, εἶπε δυνατώτερα:

— Μπορεῖς, παιδί μου νὰ περπατήσῃς πιο γρήγορα;

— Μπορῶ, ἀκούστηκε ἀδύνατη ἡ φωνὴ τῆς Μαριγούλας.

Τὴν ὥρα ἐκείνη οἱ μαῦροι ὄγκοι τῶν βουνῶν φάνηκαν πιὸ μαῦροι μὲς στὸ βάθος τ’ οὐρανοῦ ποὺ ἄρχισε νὰ φωτίζεται. Τὸ φεγγάρι σὲ λίγο πήδησε θριαμβευτικό, δείχνοντας τὸ χρυσόλαμπο πρόσωπό του καὶ σπαθίζοντας πέρα ὥς πέρα τὴ σκοτεινὴ θάλασσα. Μὲς στὴ θεία ἐκείνη γαλήνη ὁ ἀνθρώπινος πόνος σουρνόταν στὸ χῶμα βουβὸς καὶ ἀνήμπορος.

ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ