Μιὰ ἄσπρη τρίχα
Συγγραφέας:


Στὴ φύση ὀμπρὸς καλέστηκε
μὲ τιμωρίας φοβέρα,
σὰν ἕνας μέγας ἔνοχος,
ἡ χτεσινή σου μέρα.
Ἐκεῖ καταμαρτύρησαν
καθρέφτιδες καὶ χτένια
πῶς ἔκαμε ἀσημένια
μία τρίχα σου χρυσή.

Στοῦ κόσμου τὴ βασίλισσα
ἡ μαύρη λέει – Δὲ φταίω·
λουζότουν, ὡς ἐδιάβαινα,
τὸ πλάσμα σου τ' ὡραῖο·
πλῆθος μαλλιὰ κυμάτιζαν
στὸ ἀλαβαστρένιο σῶμα,
καὶ τὸ ξανθό τους χρῶμα
νικοῦσε τὴν Αὐγή.

Νὰ παραβῶ τοὺς νόμους σου
κ' ἐκεῖ νὰ σταματήσω
ἤθελα, ναί· μοῦ πόνουνε
τόση ὀμορφιὰ ν' ἀφήσω.
Τοῦ κάκου· ἀγάλια φεύγοντας
ἐστάλαξα ἕνα δάκρυ
σὲ μία τῆς κόμης ἄκρη
μὲ ἀγάπη καὶ καϋμό.

Μήπως ἐκεῖνο ἀφαίρεσε
κἀμμία της πρώτη χάρη;
Σταλοῦλα πάχνης φάνηκε
στὴ μέση ἀπ' ὤρμο στάρι.
Ἐγὼ θὰ τὄχω καύχημα
νὰ λέῃ στὸν κόσμο ἡ Φήμη
ποῦ ἐταίριασα τ' ἀσῆμι
μὲ μάλαμα λαμπρό. -

Εἶπε· ἂν ἀθώα κηρύχτηκε,
δὲ σ' ἔχει αὐτὸ ἐμποδίσει
νὰ ξερριζώσῃς ἄπονα
τὴν τρίχα ποὖχε ἀσπρίσει.
Κουβάρι θὰ τὴν ἔριχνες,
δίχως οὐράνιο θᾶμα,
σὰ μολυσμένο πρᾶμα
στὴ μέση τοῦ λουτροῦ.

Αὖρα λεπτή, τὸν κίνδυνο
προβλέποντας μὲ φρίκη,
τὴν τρίχα ἐπῆρε, ὦ δεύτερη
τοῦ κόσμου Βερενίκη·
τὴν πῆρε ξάφνου κ' ἔκαμε,
πετῶντας χέρι χέρι,
λαμπρὸ νὰ γένῃ ἀστέρι
στὸ θόλο τ' οὐρανοῦ.