Μετάνοια
Συγγραφέας:
Φεβρουάριος 1887.


Ὡς ὁ Τελώνης, Ὕψιστε, τὸ στῆθος μου κτυπῶ,
καὶ ὅλα μου τὰ κρίματα φῶς φανερὰ θα πῶ.
Θέλω κι' ἐγὼ νἀπεκδυθῶ τὸν ἄνθρωπον τὸν πρῶτον,
θέλω νὰ ζήσω δίκαιος στὴν γῆν αὐτὴν τῶν φώτων,
θέλω τὸν ρύπον τῆς ζωῆς διὰ παντὸς ν' ἀφήσω
καὶ προπαρασκευάζομαι διὰ νὰ κοινωνήσω.

Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ ἔλεός σου,
καὶ ἴδε με κοπτόμενον καὶ κλαίοντα ἐμπρός σου.
Τὰ κρίματά μου ἔγιναν ὡς ἄμμος τῆς θαλάσσης,
καὶ ἂν ποτὲ σοῦ κατεβῇ τὸν κόσμο νὰ χαλάσῃς,
γιὰ μένα μόνον βέβαια συντέλεια θὰ γίνῃ,
γιὰ μένα μόνον εἰς τὴν γῆν ρουθοῦνι δὲν θὰ μείνῃ.

Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ ἔλεός σου,
καὶ ἴδε με κοπτόμενον καὶ κλαίοντα ἐμπρός σου.
Ὡς ὁ Τελώνης, Ὕψιστε, κτυπῶ κι' ἐγὼ τὰ στήθη
καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ζητῶ γονυκλινής,
ὁ κόσμος μὲ ὠνόμασεν αἰσχρὸν καὶ κακοήθη
καὶ εἰς ἐμὲ ὑπόληψιν δὲν ἔχει πιὰ κανείς.

Δὲν ἐσεβάσθην τίποτε ὡς τώρα ἱερόν,
δι' ὅλα εἶμαι ἀσεβὴς καὶ μ' ὅλα κοροϊδεύω,
κατήντησα περίτριμμα καὶ στίγμα ρυπαρόν
καὶ οὔτε στὸ περίσσευμα ἐκεῖνο δὲν πιστεύω.
Περιφρονοῦνται ὑπ' ἐμοῦ Συντάγματα καὶ νόμοι
καὶ τοῦ Σωτῆρος τὸν Σταυρὸν περιφρονῶ ἀκόμη.

Γελῶ καὶ μὲ τὰ ὄνειρα τῆς σεμνοτέρας κόρης,
μὰ δός μου πλέον ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, Θεέ,
καθὼς καὶ τὸν θεόπνευστον προφήτην ἐσυγχώρεις
ὅταν μιὰ μέρα τἄψησε μὲ τὴν Βηρσαβεέ.
Ναί, Κύριε τῶν οὐρανῶν, καὶ μεθ' ἡμῶν γενοῦ,
καὶ δός μου λίγη ἐντροπὴ καὶ φώτισι καὶ νοῦ.

Θὰ γίνω πλέον ἄνθρωπος καλοαναθρεμμένος,
μακρὰν θὰ στείλω ἀπ' ἐμοῦ τοὺς πονηροὺς διαβόλους,
θὰ σέβωμαι τῶν γυναικῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν τὸ γένος
καὶ θά μιλῶ πληθυντικῶς πρὸς ὅλας καὶ πρὸς ὅλους.
Θὰ φέρωμαι ὡς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου εὐγενὴς
πρὸς πάντας τοὺς ὁμοίους μου καὶ τοὺς ὁμογενεῖς.

Κι' ἐγὼ μὲ τὴ Σαρακοστὴ θ' ἀρχίσω νὰ πρεσβεύω
πὼς ἡ τιμὴ κι' ἡ πρόοδος δὲν εἶναι κολοκύθια,
κι' ἐγὼ μὲ τὴ Σαρακοστὴ θ' ἀρχίσω νὰ πιστεύω
πὼς κι' ἡ γυναῖκες ἄρχισαν νὰ λένε τὴν ἀλήθεια.
Πὼς μόνο ἄνθρωποι καλοὶ εὑρίσκοντ' ἐδῶ κάτω,
κι' εἰς ὅλα θὰ μὲ βλέπετε λεπτὸ καὶ ντελικᾶτο.

Δὲν θὰ πιστεύω πώποτε πὼς εἰμπορεῖ κανένας
ἔχων ἐντός του αἴσθησιν καὶ λογικὴν καὶ φρένας,
ταμεῖα καὶ οἰκόπεδα τοῦ Κράτους νὰ σουφρώνῃ,
καὶ ἂν τοῦ πῇς καὶ τίποτα νὰ σὲ ξυλοφορτώνῃ.
Δὲν θὰ πιστεύω πώποτε πὼς εἰμπορεῖ κανεὶς
νὰ κλέβῃ καὶ νὰ λέγεται γι' αὐτὸ κι' ὁμογενής.

Δὲν θὰ πιστεύω πώποτε πὼς ἐπ' αὐτῆς τῆς σφαίρας
σωτῆρας δὲν εὑρίσκομεν πολλοὺς ἢ καὶ ὀλίγους
πὼς ἕνα βρέφος εἰμπορεῖ νὰ ἔχῃ δυὸ πατέρας
καθὼς καὶ μία σύζυγος νὰ ἔχῃ δυὸ συζύγους.
Δὲν θὰ πιστεύω πώποτε ἐν πάσῃ συνειδήσει
πὼς εἶναι κι' ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θέλει ν' ἁμαρτήσῃ.

Ὡς κάτω στὸν καθένα σας θὰ βγάζω τὸ καπέλο,
ἡ μούρη μου γιὰ τίποτε ποτὲ δὲν θὰ πυρώνῃ,
δὲν θὰ πειράζω οὔτ' αὐτὸν τὸν προσφιλῆ Σεμτέλο,
καὶ ἂν ἀκόμη δυὸ φοραῖς μοῦ ρίξῃ τὸ κανόνι
καὶ μ' ἀπορρίψῃ παμψηφὶ μετὰ πολλῶν ἐπαίνων,
τῶν παραθύρων καὶ θυρῶν ἑρμητικῶς κλεισμένων.

Οὐδὲ θὰ χύνω πιὰ χολαῖς καὶ χίλια δυὸ φαρμάκια,
θ' ἀφήσω πιὰ καὶ τὰ χαρτιὰ τῆς τράπουλας ἐκεῖνα,
καὶ μοναχὰ καμμιὰ φορὰ θὰ παίζω τὰ πλακάκια,
τὸ τάβλι καὶ τὸ ντόμινο καὶ τὴ στραβὴ κοντσίνα.
Θ' ἀφήσω πιὰ παρὸλ ντονὲρ τὴν πράσινη τὴν τσόχα,
καὶ εἰς τοὺς μάους θὰ ριχτῶ, ποὺ εἶναι σὰν μολόχα.

Ἐλῃαῖς, χαβιάρι κόκκινο, μὲ χάβαρα πιλάφι,
καθ' ὅλην τὴν Σαρακοστὴν θὰ ἔχω μόνον γεῦμα,
ὡς ὅτου γίνω σκελετὸς καὶ κίτρινος σὰν θειάφι,
ἀέρας, σκόνη, ζέφυρος, σκιά, ἰδέα, πνεῦμα,
ἓν ἴνδαλμα λεπτότατον λεπτὴς εὐαισθησίας
καὶ ὁλοκαύτωμα σωστὸν ἑσπερινῆς θυσίας.

Καλογεράκι θὰ γενῶ ν' ἁγιάσω τὴν ψυχή μου
καὶ νὰ πλανῶμαι μόνος μου ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου.
Καλογεράκι θὰ γενῶ σὰν τὸν Μυριανθούση,
νὰ σκάσῃ κάθε μου ἐχθρὸς καὶ φίλος ποὺ τἀκούσῃ.
Καλογεράκι θὰ γενῶ μ' ἕνα ντορβᾶ στὴ μέση...
Ἀδέλφια συγχωρᾶτε με καὶ ὁ θεὸς σχωρέσοι.