Μελαγχολικαί σκέψεις

Μελαγχολικαί σκέψεις
Συγγραφέας:


Ὁ ἐρημίτης τὸ πτηνόν, ὅπου στὰ σκότη ᾄδει,
στενάζον μὲ παράπονον, ὡς γείτονα κυττάζει·
κ' ἐν ᾧ εἰς τὴν καλύβην του θρηνεῖ γλαυκῶν κοπάδι,
χωρὶς φροντίδας τῆς ζωῆς τὴν βίβλον σχολιάζει·
τὰς ὥρας δὲ τοῦ βίου του μετρῶν εἰς τοὺς δακτύλους,
ὁπόταν στῆς νεότητος τοὺς χρόνους ἀνατρέχῃ,
εἰς λογισμοὺς ποικίλους
βυθίζεται, καὶ δάκρυον τὰς παρειάς του βρέχει.

Οἱ πρῶτοι πῶς παρέρχεσθε τῆς ἡλικίας χρόνοι!
Τὸ ἔαρ μας μόλις φανῆ, πετᾷ ταχὺ καὶ δύει,
καὶ θύελλα τὰ κρίνα του, τὰ ρόδα του σαρώνει,
καὶ τῆς ζωῆς τὰ ὄνειρα τὰ πρῶτα διαλύει·
ὁ χρόνος δὲ τὴν κόμην μας καγχάζων ἐπιπάσσει
μὲ τοὺς λευκοὺς ψεκάδας του, κι' ὁ νέος γέρων πλέον
ἐγγὺς εἶναι νὰ φθάσῃ
τὸ τέρμα τοῦ σταδίου του, ποὺ ἀτενίζει κλαίων.

Τὰ δένδρα ἀπὸ τοὺς θολοὺς καιροὺς τοῦ φθινοπώρου
ἀποφυλλοῦνται, καὶ ζωῆς δὲν δίδουσι σημεῖα·
περίλυπος ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ νέου ὁδοιπόρου
τ' ἄλλοτε ἄνθη θάλλοντα, ξηρὰ τὰ βλέπει βρύα.
Ὤ! ναί, ἀλλ' ἔρχεται καιρός, καθ' ὃν τὰ δένδρα θάλλουν
καὶ τ' ἄνθη μὲ τὰ μύρα των τὰς αὔρας βαλσαμώνουν
καὶ μαγευμένα ψάλλουν
αἱ ἀηδόνες, καὶ γλυκὰ τὴν αἴσθησιν ναρκώνουν.

Καὶ μόνον, οἴμοι! οἱ καιροὶ τοῦ βίου δὲν γυρίζουν!
Ὁ ροῦς των τὰς ἡμέρας μας, ὡς χείμαρρος ἀφρίζων,
σύρει· τὸ μέλλον μας κεναὶ ἐλπίδες χρωματίζουν,
καὶ τ' ἀποκρύπτει μελανὸς καὶ κατηφὴς ὁρίζων!
Διώκουσαι τοὺς πόθους μας αἱ ψυχικαί μας κλίσεις
φεύγουν, πετοῦν μὲ τὴν ζωὴν στοῦ τάφου μας τὰ σκότη
ποὺ λύπαι, ἀναμνήσεις
δὲν μᾶς κεντοῦν, ἀλλὰ τὸ πᾶν μὲ τὴν ζωὴν ὑπνώττει.