Μαυροβούνιο
Συγγραφέας:
Εφημερίδα Το Άστυ, 1899



"Πρέπει να μάθης φίλε μου, να βλέπης διά πρώτην φοράν τα πράγματα. Είνε ο μόνος τρόπος να έχης όχι την ακριβεστέραν -αυτό είνε αδιάφορον- αλλά την ωραιοτέραν ιδέαν δι' αυτά. Εάν δεν αντικρύσης ποτέ σου την πλάσιν ως πρωτόπλαστος και αν δεν είδες ποτέ σου την ζωήν ως νήπιον, η ιδέα σου και διά την πλάσιν και διά την ζωήν δεν έχει καμίαν σημασίαν διά εμέ..."

Η γνώμη αυτή του φίλου μου με κατέχει κάθε φοράν που ταξιδεύω, κάθε φοράν που θα ιδώ διά πρώτην φοράν ένα πράγμα ...η ηδονή του πρωτοπλάστου με γαργαλίζει με τα πτερά της. Κάτω από το μέτωπόν μου αισθάνομαι τότε ότι έχω διαφορετικούς οθφαλμούς, ξεκουρασμένους και νέους, τους οφθαλμούς του νηπίου και του πρωτοπλάστου. Και ενθυμούμαι πάλιν τον φίλον μου.

-Η φύσις δεν έχει καμμίαν ωραιότητα. Η ωραιότης κρύπτεται εις τα βάθη των οφθαλμών...

Την φοράν αυτήν, που μου ήλθαν εις τον νουν τα λόγια του φίλου μου, εταξίδευα τω όντι. Και ήτο η εμφάνισις της νέας πλάσεως, της δροσεράς και παρθένου, εις τον μικρόν στρογγυλόν φεγγίτην, τον ανοιγόμενον εις τάγνωστα παροράματα, εις τους σιωπηλούς παραδείσους, εις τα νερά τα ονειρευόμενα των ησύχων κόλπων, και τα βουνά τα βρέχοντα τα πράσινα κράσπεδά των εις τας νωχελείς δροσερότητες της νεροθαλάσσης.

Ο μικρός φεγγίτης είχεν ανοιχθή εις τον κόλπον του Καττάρου.

Είχεν ανοιχθή κάτω από τα νεφελογείτονα βουνά, από τους βαθυπρασίνους τιτάνας της Δαλματίας, εμπρός εις το εράσμιον στόμιον, επί του οποίου τείνονται ακόμη αι σκιαί των αλυσιδωτών πυλών, φαντάσματα αψύχων, κατοπτριζόμενα εις τα βάθη του σμαραγδίνου καθρέπτου. Η έκτασις εκλείσθη από πράσινα δίκτυα και ο αέρας έπνεε λιποθυμημένος από τους μεθυστικούς αιθέρας της δακρυσμένης βλαστήσεως και η βουή του πελάγους έμενεν έξω από τα υψηλά τείχη των βουνών και ήτο η είσοδος πομπική και επίσημος εις θαλασσίους θαλάμους, διά μέσου πυλώνων γλαυκοπρασίνων, εις ησυχίαν και ρυθμόν και πειθαρχίαν βασιλικών δωμάτων, εις παράταξιν επιβλητικήν των μεγάλων και ακινήτων αψύχων, εις παράταξιν βράχων και νησίδων και ακρωτηρίων υποθαλασσίων ιερών, εις παράταξιν δασών, εις χαιρετισμούς πνοών επισήμων και αρωμάτων βαρέων, υπό στέγασμα κυανούν, υφασμένον με τας λεπτάς αράχνας των συννέφων... Ο πτωχός μικρός φεγγίτης μου εφάνη τότε ότι ήνοιγε και διεστέλλετο ως κόρη οφθαλμού, εκπλήττου και ακουράστου, ήνοιγεν από σεβασμόν και από αγάπην, ήθελε να εναγγαλισθή περισσότερον φως και περισσότερον πράσινον και περισσότερον κυανούν, άπληστος εις χρώματα και ιριδώσεις και σκιάς...

Κάθε πρωί εζητούσα τριγύρω μου, κάτι εζητούσα. Εζητούσα τον Υμηττόν και εζητούσα την Πάρνηθα και όπου ελεύκαζε σύννεφον εις το βάθος του ορίζοντος ενόμιζα ότι αστράπτει το μάρμαρον της Πεντέλης. Και τα μεγάλα βουνά της Δαλματίας, γίγαντες αυτοκρατορικοί και άγριοι και υπεροπτικοί, εμάντευον την σκέψιν μου και μ' εκύτταζαν με περιφρόνησιν και ειρωνίαν, εμέ και την αυθεντικήν μου αγάπην, την αγάπην των μικρών και των γλαφυρών, την αγάπην των αβρών γραμμών και των γελαστών χρωμάτων, των απαλών κλιτύων και των ερασμίων κορυφών...

Και έμεινα εκεί εις το έρημον δαλματικόν αγκυροβόλιον, υπό την δεσποτικήν επιβολήν των καταθέτων βουνών, εμπρός εις τα λευκάζοντα σπιτάκια και το χλοερόν μοναστήρι της Μελίνας, ταπεινός και μικροσκοπικός υπηκόος της μεγάλης και ξένης φύσεως, περιμένων το βαποράκι που θα μ' έφερε εις το Κάτταρον κάτω από τον άγριον βράχον του Μαυροβουνίου, τον υψηλόν βράχον ο οποίος έτρεφε τα όνειρά μου τας νύχτας αυτάς...

Ένα πελώριον αμφιθέατρον ανοίγεται τώρα, μέσα εις την αγκάλην των φαιών βουνών. Η στίβος του η υγρά λαμπυρίζει ακύμαντος. Το βαποράκι γλυστρά επάνω της και σταματά εις το Κάτταρον. Ο άγριος, ο κατακάθετος όγκος του Μαύρου Βουνού το πατεί κάτω από τους πόδας του, το πνίγει υπό την σκιάν του. Και εκείνο απλώνεται γλυκύ και πράσινον και φιλεί ερωτικά τους πόδας του τιτάνος και τους στολίζει με πρασινάδαν και τους βρέχει με την άχνην του κύματός του. Και υψώνεται ο γίγας μέσα εις την χρυσήν διαύγειαν της δύσεως, μέγας και ειλικρινής με τα πλευρά του γυμνά και αγέρωχα, περιφρονών τους στολισμούς της βλαστήσεως και την πολυτέλειαν της χλόης, ευθύς προς τα νέφη και προς το φως του ουρανού. Και καθώς πρασινίζει και λάμπει κάτω του η ακτή και ο αιγιαλός, βλέπεις ότι εις ένα κίνημα υπέροχον ο γίγας άφησε να γλιστρήση από το σώμα του ο πράσινος και σμαραγδοκέντητος μανδύας και τον πατεί γυμνός τώρα υπό τα πέλματά του, παραδίδων τα γυμνά τιτάνεια πλευρά και τους γρανητικούς μυώνας εις τας αγκάλας της γλυκυτάτης ατμοσφαίρας και εις τα μεταλλικά τα άγρια φιλήματα του ηλίου...

Α! η ωραία σκλάβα εις τα πόδια του αγρίου γίγαντος! Δεν μου μένει αμφιβολία ότι η αναφώνησις αύτη θα ήλθε εις τα χείλη κάθε ανθρώπου, ευρεθέντος έξαφνα μέσα εις το τιτάνειον αμφιθέατρον, το οποίον κλείουν τα φαιά και μολυβδόχροα δαλματικά βουνά, κάτω από τα οποία το Κάτταρον απλώνει όλας τας ερασμιότητας του πρασίνου και του γλαυκού και του γαλακτώδους, ...υπό τον άγριον κώνον του Μαύρου Βουνού...

Εδώ εις την μικράν αυτήν κοιλάδα, όπου αι πρωτογενείς καλύβαι με τας αχυροπλέκτους στέγας συγχέονται με τους βράχους, ως να εφύτρωσαν αυτόματοι παραφυάδες και εκβλαστήσεις του σκοτεινού λίθου, είνε η κοιτίς των ηρωικών Πέτροβιτς και εις μίαν από τας ταπεινάς αυτάς καλύβας εγεννήθη ο ομηρικός πατήρ και ποιμήν του Μαυροβουνιωτικού λαού, ο Νικόλαος ο Α΄... και αγαπάς όλον τον συμπαθητικόν αυτόν λαόν των ορεσιβίων και των ηρώων... Και ... ανυπομονείς να ίδης την βραχώδη πρωτεύουσαν ως γνώριμον και αγαπητόν τόπον και, όταν εις μίαν στροφήν απλωθή υπό τους οφθαλμούς σου η μικρά κοιλάς, η κλεισμένη ζηλοτύπως εις την αγκάλην των απατήτων βουνών, δεν είσαι ο ξένος... Είσαι ο οικείος ο επανερχόμενος, ο βλέπων εμπρός μόνον με αγάπην και μόνον με επιθυμίαν, ο αναζητών γνώριμα πρόσωπα και προσφιλείς χειραψίας. Α! το μυστήριον των πραγμάτων τα οποία κατακτούν και τα οποία τρυφεραίνουν την καρδίαν! ...

Μία εικοσαετία δεν μετέβαλε πολλά πράγματα εις την πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου. Αι ημέραι αι ευρωπαϊκαί αι πυρετώδεις, αι ώραι αι αμερικανικαί, αι παράφοροι και τρελλαί, αι διαβαίνουσαι από τας πόλεις με την ζέουσαν πνοήν της δημιουργίας και της καταστροφής· αι στιγμαί αι έξαλλοι του ηλεκτρικού αιώνος αι πνέουσαι με την ορμήν της καταιγίδος, αι γόνιμοι και ακόλαστοι αι συγκινούσαι και πληγώνουσαι σκληρά την φύσιν και την ζωήν, αι φέρουσαι τα άνω κάτω και τα κάτω άνω, αι στροβιλίζουσαι εις δαιμονικόν χορόν τα έμψυχα και τα άψυχα, αι φονεύουσαι το παρελθόν και εκκολάπτουσαι το μέλλον εις πάσαν ριπήν οφθαλμού, αι στιγμαί των σκληρών και αδιακρίτων ωρολογίων, δεν επέρασαν, δεν περνούν επάνω από την ήσυχον αυτήν κοιλάδα, την οποίαν εναγκαλίζεται και φιλεί η ποίησις των ωραίων και ονειροτρόφων ύμνων... Είνε τα ωραία σύμβολα τα κρυπτόμενα εις το βάθος των κοινοτέρων πραγμάτων, τα οποία ζητούν τον τόπον και την στιγμήν διά να εκδηλωθούν και να λάμψουν.