Μαριγή
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Η μαζώχτρα και άλλες ιστορίες


Τρία χρόνια την πάλευε την Τουρκιά σα λυσσαγμένη η Τουρκοφάγα η Κρήτη μαζί με την αναστημένη την Ρωμιοσύνη. Τουφέκι δεν έπεφτε στο Μοριά ή στη Ρούμελη που δεν έβρισκε τον αντίλαλο του στ’ ακαταπόνετα τα Σφακιά. Τρία χρόνια σηκωνότανε και ξανάπεφτε το ηρωικό το νησί στην τρομερή, στην άνιση την παλαίστρα με το μυριόνυχο και το μυριόδοντο το θεριό. Ήρθε ο τέταρτος ο χρόνος, το δίσεχτο το ’24, και στην απελπισία του απάνω ο Μαχμούτης γυρεύει του Μεχμέτ Αλή την ταπεινωτική τη βοήθεια· κι ο αχόρταγος ο Μεχμέτ Αλής, ο χασάπης των Μαμελούκων, τι άλλο καλύτερο γύρευε; Σαν όνειρο το ’βλεπε μπροστά του ένα πέλαγο από αίμα, αριθμητές ρωμιοπούλες σκλαβωμένες, άλλα τόσα ρωμιόπουλα σφαγμένα, πυραμίδες κεφάλια, και το πιο σημαντικότερο, την αφεντιά του Πασά του Μοριά και της Κρήτης.

Σαν ακρίδες ξεκινούν από το Μισίρι και πλακώνουν απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού Αράπηδες και Τουρκαρβανίτες. Όσο και να τους δεκάτιζε το Κρητικό το μολύβι, μαθημένοι καθώς ήταν από πόλεμο ταχτικό, δεν αργήσανε να καταφέρουν όσα μια Τουρκιά δεν κατάφερε, να σαρώσουν τον τόπο, χωριά και χώρες να ρημάξουν, και χριστιανών κόκαλα να σκορπίσουν απάνω σε χώμα αιώνες ζυμωμένο στο αίμα.

Ο Χασάν Πασάς από την Ανατολική την πλευρά το είχε αρχινημένο το πανηγύρι του με τις δυο χιλιάδες νέους, γέρους και γυναικόπαιδα, που λες και με τη μυρουδιά τους ξετρύπωσαν τα σκυλιά του στου Μελάτου το σπήλιο. Ως την ακρογιαλιά κατέβαιναν οι φωνές όταν οι γέροι σφάζουνταν, οι γυναίκες κοπαδιαστά κουβαλιούντανε σκλάβες, οι άντρες αλυσόδετοι σέρνουνταν κατά τη Σπιναλόγκα, και μερικοί παπάδες, που μένανε μαζί τους για θάρρος και για παρηγοριά, δεματιασμένοι σα ξύλα ριχνότανε στη φωτιά!

Από τη δυτική την πλευρά, κατά το Σέλινο και το Κίσαμο, τ’ άρματα του Τομπάζη την είχανε χρυσωμένη των πολέμων εκείνων την ιστορία με τη στερνή τους τη δόξα. Ο Χουσεήνης, του Μεχμέτ Αλή ο γαμπρός, ήτανε φτασμένος, στην Κρήτη με χιλιάδες καινούργια αγρίμια, η φοβερή η μάχη της Αμουργέλας την είχε θαμμένη και θαμμένη των Κρητικών την ελπίδα, οι αδάμαστοι οι Σφακιανοί φώλιαζαν τραβηγμένοι στα ορεινά τους λημέρια, κι οι τετρακόσες οι ψυχές, που μαρτύρησαν φοβερό μαρτύριο στη σπηλιά του Μελιδονιού, ήταν και κείνες στα ουράνια σταλμένες και φτερουγίζανε μαζί με τα θύματα του Μελάτου.

Από το μυριοθρήνητο το Μελιδόνι αρχινάει η ιστορία μας, γιατί με τις τέσσερες κατοστές, πού ’πνιξαν οι αθεόφοβοι στον καπνό της φωτιάς που βάλανε στη μια και μονάχη τρύπα του σπήλιου, μαζί με κείνους πήγε κι ο Μανουσάκης της Μαριγής, ο νιόγαμπρος ο λεβέντης.


Κατέβαινε τα ματόβρεχτα μονοπάτια σαν τρελή η αρχοντοπούλα η Μαριγή μαζί μ’ άλλες χωριανές της πολλές. Όλες σκλάβες, όλες ορφανές από πατέρα κι από μάνα, έρημες όλες από πατρίδα κι από σπιτικό. Και να ήτανε να πεις πηγαίνανε σε μοναστήρι να κλειστούν ή και ζωντανές να θαφτούνε σαν το συγγενολόγι τους σε κάποιο σπήλιο κι αυτές! Σκοπός και τέλος του ταξιδιού τους ήταν η ατιμιά, το ζωντανό το μαρτύριο. Αρχηγός Τουρκαρβανίτης και μερικοί Τούρκοι μαζί του τις οδηγούσαν κατά τη Σούδα. Τρικάταρτο καράβι πρόσμενε εκεί να φορτώσει τη θλιβερή την πραμάτεια που από χώρες κι από χωριά παντούθε κατέβαινε. Της Κρήτης ο αφρός, των ανθών της το άνθος, τα πιο λαχταριστά και τα πιο διαλεχτά της κορίτσια, από κάθε μονοπάτι σέρνουνταν εκεί κάτου να φορτωθούν και να πουληθούνε σε Ασία και σ’ Αφρική, και μ’ άπονη σκουντιά να ριχτούνε στα βάθια του Χαρεμιού, δίχως μήτε θρησκείας παρηγοριά να φυλάξουνε, μήτε όνομα, μήτε άλλο της δόλιας πατρίδας τους φυλαχτάρι.

Τ’ ανιστορούσε η Μαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το ιερό το λείψανο που μαύρο και καρβουνιασμένο κειτότανε στου Μελιδονιού τη σπηλιά, το λείψανο του πονεμένου της Μανουσάκη, που ως και τη φωνή του την άκουγε ακόμα, τότες που στο σπίτι τους μέσα την παρακαλούσε να φύγουνε πρι να πλακώσει η αρβανιτιά, και κείνη πάσκιζε να μαζέψει και να πάρει τα νυφικά της, ώσπου πλάκωσαν τα θεριά, και θαρρώντας ο δόλιος πως έφυγε κι η Μαριγή με τη μάνα του, που την έβλεπε κι έτρεχε κατά το σπήλιο, αφήνει την αγαπημένη του πίσω και φεύγει, και κλειέται στο σπήλιο μαζί με τους άλλους, και σαν είδε ύστερα πως έλειπε η καλή του, τρέλα και τρέλα τον πήρε. Αχ, ήταν αργά πια τότες, η αρβανιτιά το είχε τριγυρισμένο το σπήλιο και το μπομπάρδιζε. Κι ένας μονάχος, που γλύτωσε από το μαρτύριο που ακολούθησε κατόπι και γύρισε στο ρημαγμένο το χωριό, την αντάμωσε κρυφά τη σκλαβωμένη τη Μαριγή και της τα είπε τα στερνά τα λόγια του Μανουσάκη. Τα συλλογιούνταν όλ’ αυτά η δύστυχη, και σαν απόκαμναν τα γόνατά της από τη θλίψη και από την τρεμούλα της κούρασης και την έσπρωχνε Τούρκος πίσωθέ της με την κάνα του τουφεκιού, θόλων’ ο νους της, πλημμύριζε η καρδιά της, και με χείλη στεγνά, με μάτια ορθάνοιχτα από την απελπισιά, σίμωνε τον Αρβανίτη τον αρχηγό, και με λόγια που πέτρες θα ράγιζαν τον παρακαλούσε τον άγριο να τη λυπηθεί και να την αφήσει να πάει ν’ αποθάνει κοντά στον αγαπημένο της.

Ξέσπαναν τότες στα γέλια οι Τούρκοι, κι αντιλαλούσαν οι λόγγοι με τ’ άσεμνα χωρατά τους.


Ήτανε βράδυ βράδυ, ο ήλιος έγερνε κατά τα κορφοβούνια, κι οι σκλαβωμένες οι Κρητικοπούλες κατέβαιναν αραδιαστές από το στερνό τους μονοπάτι αποσταμένες, πρησμένα τα πόδια τους, ξέπλεγα και σκόρπια τα μαύρα μαλλιά τους, που κάθε λίγο τα συμμαζεύανε με το μαγουλήκι μην τύχει και τις παρακοιτάζουν ξένοι, λησμονώντας πως μήτε η ομορφιά τους δεν ήτανε πια δική τους. Βλέποντας αντίκρυ στη θάλασσα η Μαριγή, σφίχτηκε η ψυχή της, κόμπωσε ο λαιμός της, σα να της έλεγε η άπονη, η απέραντη η θάλασσα πως μια για πάντα θα τη χωρίσει από τον τόπο της, από τα κόκαλα των αγαπημένων της, απ’ όλα όσα στον κόσμο λάτρεψε η καρδιά της.

Σε κάθε αποσταμένο τους πάτημα βγαίνανε αναστεναγμοί κι αναρρουφήματα από τη μιαν άκρη της αράδας ως την άλλη, όταν τ’ άγρια τα ξεφωνητά και τα γέλια των Τούρκων τις αφήνανε ν’ ακουστούνε.

Άλλη μισή ώρα, και περνούσαν από τ’ αράπικο το στρατόπεδο. Κοντοστάθηκαν αμέσως κι έκρυψαν τα πρόσωπά τους σα Χανούμισες, μην τύχη και τις καλοδεί και πέσει απάνω τους στρατιώτης. Φώναξε τότες ο Αρβανίτης να μη φοβούνται, έδωσαν οι Τούρκοι μερικές σκουντιές από πίσω, και ξανάρχισαν το διάβα τους πλάγι του στρατοπέδου.

Ο χαλασμός, καθώς είδαμε, τελειωμένος τώρα στην Κρήτη. Οι Σφακιανοί στα όρη κρυμμένοι, οι χώρες και τα χωριά καμένα, οι εκκλησιές γκρεμισμένες, άλλη δουλειά για τ’ αγρίμια του ο Χουσεήνης δεν είχε· τους άφηνε λοιπόν και ραχατεύανε ώσπου να ’ρθει η μαύρη η ώρα και του Μοριά. Κι έτσι το βράδυ βράδυ της μέρας εκείνης, που δεν τους έκαιγε πια το λιοπύρι, που ο μπάτης ψιλοφυσούσε, μοιρασμένοι σε παρέες οι στρατιώτες γλεντίζανε μέσα στην απλάδα με φαγοπότια και με παιχνίδια.

Σα λαγωνικά, που μυρίζοντας άξαφνα κυνήγι ζωντανεύει το μάτι τους και ξεχυμίζουν ανήσυχα και λαχανιασμένα από κάθε μεριά και πετούνε στον αέρα αλυχτήματα ανυπόμονα, έτσι χυμίζανε Τούρκοι κι Αράπηδες κατά τον δρόμο που περνούσαν οι παρθένες κι οι νιόπαντρες του παθιασμένου νησιού. Με τη φοβέρα όμως ο αρχηγός ο Τουρκαρβανίτης τους παραμέριζε.

Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής. Κρητικόπουλο λεβέντικο κι αψηλόλιγνο, με τα χέρια δεμένα πιστάγκουνα και το σκοινί σε καρφί καλά κουμπωμένο, ακουμπούσε στον τοίχο του χωραφιού ασκούφωτο, φορέματα ξεσκισμένα και χωματιασμένα, στήθια ξετραχηλισμένα, πόδια ξυπόλυτα. Δέκα ως δώδεκα στρατιώτες από τους πιο διψασμένους του Χουσεήνη, μερικά βήματα μακριά στεκάμενοι στην αράδα, παραβγαίνανε στον αγώνα, ποιος να πρωτομπήξει το γυμνό του μαχαίρι στα στήθια του νέου. Έβλεπες και στέκουνταν ολόρθα δυο μαχαίρια, ένα στον ώμο του παιδιού κι ένα στο μερί, έτρεχε το αίμα, ένοιωθε δεν ένοιωθε το μισοζώντανο το παιδί από την αγωνία, από το τράντασμα που ’φερνε στα σωθικά του κάθε μαχαίρι που ξεχυνότανε καταπάνω του, άλλο χάμου να πέφτει, άλλο στον τοίχο να χτυπάει, κι άλλο να καρφώνεται στο βασανισμένο κορμί του.

Ο ήλιος βασίλευε με του μισαποθαμμένου του Ζανουλάκη τα μάτια την ώρα που διάβαινε του Τουρκαρβανίτη η συνοδιά να κατεβεί στο λιμάνι. Ρίχνει ξάφνω η Μαριγή κρύφια ματιά κατά το χωράφι· δεύτερη ματιά δεν χρειάστηκε. Ξεπετιέται σέρνοντας φωνή σπαραχτικιά σα να την έσφαζαν την ίδια τα Τούρκικα τα μαχαίρια, πηδάει μες στο χωράφι, και πριχού να νοιώσουν οι Αράπηδες πούθε ξεφύτρωσε τ’ αναπάντεχο εκείνο το φάντασμα, τον αγκάλιαζε η Μαριγή ξεφρενιασμένη και μοιρολογώντας τον αδερφό της, που τέσσερες μήνες τον είχε χαμένο, τον ξακουσμένο τον Ζανουλάκη, που κάθε μάχης του χρόνου εκείνου τον είχε τσουρουφλιασμένο η φωτιά.

— Αδερφάκι μου, Ζανουλάκη! Έπαρέ με μαζί σου να λείψει το κρίμα, έπαρέ με και φέρε με στον καλό μου!

Δεν μπόρεσε άλλο να πει. Και λόγια να είχε δε θα πρόφταινε. Σαν καπλάνια χυθήκανε καταπάνω της οι αγριεμένοι οι στρατιώτες. Έφεγγαν τ’ ακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματα τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης.

Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφήνει το στερνό του ανασασμό.

Την ξύπνησε το γογγυτό εκείνο τη Μαριγή από σάστισμα κόλασης φοβερής. Λες κι ίσια στη ψυχή της τον έστειλε τον ηρωισμό του ο αδερφός της μ’ εκείνο το γογγυτό· λες και τ' Άγιο Πνέμα της κατέβηκε από τα ουράνια, και τη στεφάνωσε με την αθώρητη τη χάρη που γλυκαίνει του μαρτυρίου το θάνατο. Κι απάνω στο λογομαχητό του Τουρκαρβανίτη, που φώναζε πως για κοινούς Αράπηδες δεν την είχε τέτοια κοπέλα, κι απάνω σε μαχαιριές και μαλώματα αναμεταξύ τους, σέρνει μαχαίρι η Κρητικοπούλα από το κορμί του ξεψυχημένου της αδερφού και το χώνει στη μαύρη καρδιά της.


Μετά λίγη ώρα η συνοδιά κατέβαινε στο λιμάνι, κι οι Κρητικοπούλες που φορτωθήκανε στο τρικάταρτο το καράβι δεν ξανακούστηκαν πια με τα χαριτωμένα τους τα ονόματα.

Ξεκινώντας την άλλη μέρα το πλοίο, κοίταζαν οι κοπέλες το κορμί της αρχοντοπούλας απάνω στα κύματα δεμένο μαζί με τον αδερφό της το Ζανουλάκη. Τα κοίταζαν τα δυο τα κορμιά, και κάμνανε το σταυρό τους κρυφά από τους ναύτες — ίσως το στερνό στερνό χριστιανικό τους προσκύνημα.