Μανωλάδα
Συγγραφέας:
Μάιος 1887.


Τρία πουλάκια ἔρχονται ἀπὸ τὴν Μανωλάδα,
τὄνα τηράει τὴ Βουλὴ καὶ τἄλλο τὸ Παλάτι,
τὸ τρίτο τὸ καλλίτερο φωνάζει μὲ γλυκάδα:
«Καϋμένο βασιλόπουλο, χίλιαις φοραῖς σπολλάτη,
πάρε λεκέδες τῆς Αὐλῆς μὲς στὰ χρυσᾶ ντυμένους,
πάρε καὶ τοὺς δασκάλους σου τοὺς πολυχρονεμένους,
ὁποὺ ξεφτέρι σ' ἔκαναν σὲ μιὰ καὶ σἄλλη γλῶσσα,
ποὺ σοὔμαθαν λειτουργικὴ καὶ ἄλλα χίλια τόσα,
παραίτα τὸν πατέρα σου, παραίτα τὴν Ἑλλάδα,
καὶ πήγαινε καὶ στρῶσε το ἐκεῖ στὴ Μανωλάδα,
καὶ ὄργωνε καὶ θέριζε καὶ σπέρνε καὶ κυνήγα,
καὶ τὸν μπαμπᾶ σου Τσέλιγκα νὰ πάρῃς καὶ κολλήγα,
καὶ φύτευε βασιλικοὺς νὰ βγαίνουν ματζουράναις
ὡς ὅτου τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς σημάνουν ἡ καμπάναις.
Δῶσε καὶ στὸν Τρικούπη σου χαλέπεδο κανένα
ἀπ' ὅλ' αὐτὰ τ' ἀδέσποτα ποὺ χάρισε σὲ σένα,
κι' αὐτὸς σκοπεύει πιὸ ἀργὰ νὰ σοῦ χαρίσῃ κι' ἄλλα,
ἀκόμη πιὸ καλλίτερα κι' ἀκόμη πιὸ μεγάλα,
λαγκάδια, δάση, ρεμματιαῖς καὶ περιβόλια χίλια,
ποὺ μὲς σ' αὐτὰ νὰ κυνηγᾷς λαγοὺς μὲ πετραχήλια.
Μὰ δῶσε καὶ στοὺς βουλευτάς, ὁποὺ σοῦ κάνουν πλάταις,
ἢ πάρε τους στ' ἀμπέλι σου καὶ κάμε τους δραγάταις».
Αὐτὰ φωνάζει τὸ πουλί, τινάζει τὰ φτερά του,
κι' ἀφήνει μία κουτσουλιὰ καὶ πάει στὴ δουλειά του.