Μαλλιά...
Συγγραφέας:
Σελ. 203-204 από το Τεύχος 6, Χρονιά Γ΄ (Ιούνιος-Ιούλιος 1929) του περιοδικού «Αλεξανδρινή Τέχνη»


Μαλλιὰ χαδιάρικα ἀγοριοῦ,
— μετάξι ὠχρό, γλυστερὸ ἀτσάλι —
κ’ ὑπάκουο, φρόνιμο κεφάλι
κάτω ἀπ’ τὴ φούχτα τοῦ χεριοῦ,

λυγερὸ ἀπάνω στὸν χλωμό,
λιγνό, χαριτωμένο αὐχένα
ποὺ ἁλυσσίδα μαλαματένια
ζώνει καὶ πέφτει ἀπ’ τὸ λαιμό,

κάποιος ζωγράφος ξακουστός,
πολὺ ποὺ θάχει ἀγαπήσει
τὰ νειάτα, αὐτὸς σᾶς ἔχει ἀφήσει,
θαμπὲς κλωστές, τὸ χρῶμα αὐτό:

σὰ νἄθελε — γιὰ ὥρα πολλὴ —
στὴ ζωὴν ἀπᾶνω νὰ τυπώσει,
λατρεία μεστὸ καὶ μάταιη γνώση!
τὸ πιὸ ἀξεκλείδωτο φιλί.

Πιὸ ἀτάραχα ἀπὸ μάτια: ἐσᾶς
ἀνάξιο πρᾶμμα δὲ μολεύει!
ὁ ἄκρος ἀθέρας σας σαλεύει
σ’ ἀγιάζι, ποὺ ἀλαφρὸ φυσᾶ.

Ἥμερα, σὰν τοῦ περβολιοῦ
τὴ δροσερὴν ἀνάσα, ποὺ ἔχουν
οἱ χλωρασιές, σὰν καταβρέχουν
κατὰ τὸ γέρσιμο τοῦ ἡλιοῦ.

Μαλλιὰ γλυκά, σὰν τὴς νυχτὸς
τὸ χνῶτο, πού, ἄκρη στὰ κλωνάρια,
ξεπνέει στὰ χνούδια καὶ στ’ ἀχνάρια —
πόσες χάρες ποὺ σᾶς χρωστῶ!


καμωμένα γιὰ τὶς εὐχὲς
τῆς ἄφεσης, μπρὸς στ’ ἅγιο βῆμα,
— ὅμως τῆς εὐλογίας τὸ σχῆμα
τὸ πιὸ ἱερό, εἶν’ ἀπ’ τὶς ψυχὲς

ποὺ σπαράζουν μέσα στὸ κρῖμα.