Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Μακαβρώ


Το νοῦ μοῦ παίρν’ ἡ συμφορά, μὰ τὴ ζωὴ μ’ ἀφήνει,
γιατὶ τοῦ πόνου τὶς κορφές, ποῦ εἶναι πολύς, δὲ φτάνω·
δὲ φτάνω, κι ὄνειρο ϑαρρῶ πῶς μὲ γελάει πλάνο
μὲς στὶς θαμπὲς ἀναλαμπὲς ποῦ κάπου ὁ νοῦς μου χύνει.

Τοῦ κάκου! ἀπ’ ὅ,τι ἀγάπησα καπνὸς δὲν ἔχει μείνῃ,
καὶ τὄνομα, ποῦ πιὸ γλυκὸ μοῦ εἶταν —ἂς πεθάνω!
σ’ ἄσπρη τώρα ταφόπετρα εἶναι γραμμένο ἐπάνω
καὶ ἀπὸ κάτω ἀξύπνητα κοιμᾶται Ἐκείνη — Ἐκείνη!

Μὰ ὅταν τὶς νύχτες μου περνῶ στὸν τάφο της τριγύρω
καὶ μοὔρχεται ἀπ’ τὸ χῶμα του τὸ ἴδιο ἐκεῖνο μύρο,
ποῦ ζωντανὴ τὴν πότισε βαθιὰ ὡς τὰ κόκκαλά της,

Κι ἀφρὸς στὴ γῆ της τὰ στερνὰ λουλούδια ξεχειλίζουν,
τὸν πρῶτο τῆς ἀγάπης μας ὕπνο σὰ νὰ θυμίζουν,
κλίνη θαρρῶ τὸ μνῆμα της ποῦ μὲ καλεῖ κοντά της.