Μαγιάτικη παραφορά του Φασουλή του φουκαρά

Μαγιάτικη παραφορά του Φασουλή του φουκαρά
Συγγραφέας:
Φ. 301, 19.5.1890


Ὦ κόσμε σὺ ἀλλόκοτε μὲ τὰ παράξενά σου,
ὦ γῆ, ποὺ πάντα στρέφεσαι περὶ τὸν ἄξονά σου,
καὶ πάλιν τὸ κρανίον μου μεταβολὴν ὑπέστη
καὶ πάλιν ὅπως φαίνεται μ' ἐπείραξεν ἡ ζέστη,
καὶ εἰς στιγμὰς εὑρίσκομαι παραφορῶν ἐξάλλων
καὶ ὁμιλῶ μονάχος μου καὶ βλέπω ἀλλ' ἀντ' ἄλλων.

Καὶ πάλι τὸ σιχαμερὸ κυττάζω καλοκαῖρι,
ἀπὸ τὴν λαύρα ψήνονται τῆς σφαῖρας τὰ καλούπια
ἡ μούρη μου κατήντησε ὡς εἶδος θειαφοκέρι
καὶ πίνουνε τὸ αἷμα μου τἀχόρταγα κουνούπια,
καὶ μὲς στὰ δυό μου ταὐτιὰ δυὸ ψύλλαροι πηδοῦν
καὶ ὅλο πᾶνε κι' ἔρχονται καὶ ὅλο τραγουδοῦν.

Ὁ ἕνας ἔχει τὴν φωνὴ νομίζω τοῦ Τρικούπη
κι' ὁ ἄλλος πάλι τὴ φωνὴ τοῦ μαύρου Δεληγιάννη,
κι' αὐτὸς μοῦ λέγει ἀπ' ἐδῶ «Σήκω, μωρὲ κουροῦπι,
νὰ δῇς τὸ ἔθνος στὰ ἐμπρὸς τί πήδημα ποὺ κάνει,
σιδηροδρόμους, δάνεια, νερὸ μὲ τὸ τουλοῦμι,
καὶ νὰ τὰ χάψῃς ὅλ' αὐτὰ σὰν τὸ ραχὰτ-λουκοῦμι».

Κι' ὁ ἄλλος λέγει ἀπ' ἐκεῖ «βαβαὶ καὶ ὠϊμένα!...
σήκω ἐπάνω γρήγορα καὶ φώναξε καὶ κλάψε,
κι' ἂν πατριώτης λέγεσαι κολλήσου εἰς ἐμένα
κι' εὐθὺς θανάτου σάββανα γιὰ τὴν πατρίδα ράψε.
Ὡς μέσα εἰς τὸ κόκκαλο ἐμπῆκε τὸ μαχαῖρι
καὶ εἶναι γιὰ παλούκωμα ἐκεῖνος ὁποῦ χαίρει».

Αὐτὰ οἱ ψύλλοι τραγουδοῦν κι' ἀρχίζει τὸ χορὸ
ὁ ψύλλος ὁ καλόκαρδος μαζὶ μὲ τὸν κλαψιάρη,
κι' ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ δεξὶ πετᾷ στ' ἀριστερὸ
κι' ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸ ζερβὶ μὲς στὸ δεξὶ σαλτάρει.
Κι' ἐκεῖνος μὲ ὀνείρατα χρυσᾶ μ' ἀποκοιμίζει
κι' αὐτὸς μὲ θρήνους κι' ὀδυρμοὺς ταὐτιά μου τὰ γεμίζει.

Κι' ἐγὼ δὲν παύω καὶ στοὺς δυὸ τὴν ακοὴν μου κλίνων
καὶ λέγω πότε εἰς αὐτὸν καὶ πότε εἰς ἐκεῖνον:
«Πινακωτή, Πινακωτὴ
ἔλ' ἀπὸ τἄλλο μου αὐτί».
Κι' οἱ ψύλλοι πᾶνε κι' ἔρχονται μὲ λιγυρὰν φωνὴν
καὶ μοῦ χαλοῦν τὴν σάλπιγγα τὴν εὐσταθιανήν.

Ἀφῆστε με νὰ κοιμηθῶ, ἀφῆστε νὰ 'συχάσω,
μὲ τοῦτα τὰ τραγούδια σας κοντεύω νὰ τὰ χάσω.
Πῶς θέλετε νὰ φαίνωμαι; δακρύων ἢ γελῶν;
Πῶς εἶμαι χρησιμώτερος στοῦ ἔθνους τὸ καλόν;
Ἂν ἕκαστον εὐτύχημα τοῖς μετρητοῖς τὸ πέρνω,
ἤ ἄν κτυπῶ τὸ στῆθος μου καὶ τὰ μαλλιά μου σέρνω;

Ὅπως μοῦ πῆτε φαίνομαι, ὅτι μοῦ πῆτε κάνω...
καὶ στὰ καλὰ καὶ στὰ κακὰ καθόλου δὲν τὰ χάνω.
Ἅν θέλετε ὀδύρομαι, ἂν θέλετε γελῶ...
Ποτὲ τὸ κέφι κανενὸς ὡς τώρα δὲν χαλῶ.
Ἐγὼ μὲ γέλοια εἰμπορῶ καὶ κλάμματα νὰ ψάλω,
ἐγὼ τὸ ἔχω εὔκολο καὶ τὄνα καὶ τὸ ἄλλο.

Ὦ κόσμε σὺ ἀλλόκοτε μὲ τὰ παράξενά σου,
ὦ σφαῖρα σύ, ποὺ στρέφεσαι περὶ τὸν ἄξονά σου,
ὦ μοῖρα σύ, ποὺ τῶν θνητῶν τὰς τύχας περιπλέκεις,
ὦ σὺ Ἑλλάς, ποὺ σὲ ὑμνεῖ καὶ γῆ καὶ οὐρανός,
μὲ δύο τώρα πρόσωπα ἐνώπιόν μου στέκεις
καθὼς καὶ ὁ διπρόσωπος τῆς Ρώμης Ἰανός.

Γελᾶς ἀπὸ τὸ ἕνα σου κι' ἀπὸ τὸ ἄλλο κλαῖς,
τραγοῦδι ἀνοικτόκαρδο καὶ μοιρολόγι λές,
κι' ἐγὼ κυττῶ μὲ γελαστὸ καὶ δακρυσμένο μάτι
τὴ μιὰ καὶ ἄλλη μούρη σου, τὴν κάθε μιὰ κοιλιά σου...
ἡ πρώτη ἄδεια φαίνεται κι' ἡ δεύτερη γεμάτη,
καὶ σὺ γκαρίζεις πεταχτὴ καὶ σέρνεις τὰ μαλλιά σου.

Κι' ἐγὼ μαζί σου, ὦ πατρίς, καὶ κλαίω καὶ γελῶ
καὶ τοὺς Ρωμηούς, γιὰ πράσινο χαβιάρι τοὺς πουλῶ,
καὶ τρώγω αὐγοτάραχο καὶ κάποτε χαροῦπι
καὶ ἡ κοιλιά μου τρέφεται καὶ ταμπουρᾶ βαρεῖ,
καὶ δίνω μιὰ κι' εὑρίσκομαι κοντὰ εἰς τὸν Τρικούπη
καὶ δίνω μιὰ καὶ εὑρίσκομαι κοντὰ στὸν Θοδωρῆ.

Παραφρονῶ, ζεσταίνομαι, δὲν ξέρω τί νὰ κάνω...
κατρακυλῶ στὰ χαμηλὰ ἐνῶ πετῶ ἀπάνω.
Ὁ Παππαγιαννακόπουλος μοῦ κόβει τὰ φτερὰ
καὶ ἄλλοι μάντεις ἀσφαλεῖς καὶ μετεωροσκόποι,
κι' ἡ εὐτυχία ἡ χρυσῆ κι' ἡ μαύρη συμφορὰ
μὲ παίζουν εἰς τὰ χέρια των σὰν λαστιχένιο τόπι.