Μήτηρ Θεού I (Σικελιανός)

Μήτηρ Θεού Ι
Συγγραφέας:


Ι

Χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα,
όσα σωρεύει το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα

και πηγαινόρχεται αστραπή, στη γη ν’ αδράξει κάτου
μια λαμπερή αλογότριχα, λίγο μαλλί προβάτου!

Α, τούτ’ η ζέστα είναι βαθιά· δε μοιάζει, λες, εκείνη
που μέσα στου ήλιου την πηγή σαν κύκνοι πλένε οι κρίνοι!

Αυτή είναι ρόδο πόγινε και π’ όλο μεγαλώνει
σε μεταξένιο κέντημα, καιρούς, με το βελόνι·

κάθε γωνιά του, ανασκωτή μ’ ολάκερο νυχτέρι,
όλο χρυσό, που πια δεν είναι ρόδον, είναι αστέρι·

που πια είναι τ’ άστρο τ’ ορθρινό κι ο λύχνος στο σκοτάδι
και το καντήλι της Κυράς, πάντα γιομάτο λάδι,

που μες στη σκιά, κρεμάμενον από την περιστέρα,
τη νύχτα ανοίγει και μπουμπούκι σφίγγει την ημέρα!

Πούπουλα, χνούδια, ό,τι στη γην ανάλαφρο έχει μείνει,
να μου φωλιάσει φτάνει των αισθήσεων το καμίνι,

όσο δε φτάνει να μου ανάψει πόθο το λιοπύρι
κι όσο δεν καίει τα κόκαλα το χωνευτήρι …

Εδώ είναι τ’ άνθος το μικρό μπρος στον κλειστό πυλώνα,
και το νερό του πηγαδιού που χλιαίνει το χειμώνα.

Εδώ είν’ της μυρμηκοφωλιάς το καστανό το χώμα,
λαγαρισμένο σαν αφρός, κι ωστόσο στέριο ακόμα …

Α, και ζεστό είναι σαν η γη μια σπιθαμή από κάτου,
κι ως το πουλί π’ αποκοιμιέται πίσω απ’ τα φτερά του!

Κ’ είν’ η ευωδιά του έτσι βαθιά, σαν το βιβλίο που μέσα
στα φύλλα του έκλεισεν ανθών χιλιάδων την ανέσα

κ’ αιώνες περάσαν πάνω του· κι αυτοί που τα ’χαν βάλει,
σ’ αχνές εικόνες βρίσκονται κλειστές μες στο κρουστάλλι.

Κ’ είναι σαν πέπλος που ’μεινε σε σπιτικό σεντούκι
που ’ταν γιομάτο μύγδαλο, καρύδι και φουντούκι,

και σε μικρό κομπόδεμα, για τ’ αγγονού τα νιάτα,
σφιχτοδεμένα τα φλωριά και τα κωνσταντινάτα …

Α, τούτ’ η ζέστα απ’ το Θεό μονάχα είναι βγαλμένη,
ακόμα και το θάνατο η ψυχή μου να υπομένει,

των αδερφών το θάνατο και των δικών, κι ακόμα
εκείνου που μας έδινε και την ψυχή στο στόμα!

Α, τούτ’ η ζέστα πια δε μοιάζει καμιάν άλλη,
γιατί, αν κρατήσω μέσα στις δυο φούχτες το κεφάλι,

πότε το νιώθω σαν πηγή και πότε ωσάν καμίνι.
Ζει ο σπόρος, ζει, του αθάνατου, και μέσα μου έχει μείνει!

Ζει ο σπόρος όλων των ανθών, και η μουσική τους μάνα
μιλιά δεν έχει μέσα μου, μα βόγκει ως η καμπάνα,

ως η καμπάνα η βροντερή που, με τα μεσημέρια,
στις στέγες κάνει να τρεμοπετάν τα περιστέρια …

Κι αν κλείσω και τα βλέφαρα, Τη βλέπω· ω, πόσα, πόσα,
τριγύρω απ’ το καντήλι Της, του σκοταδιού τα κρόσσα,

και των ματιών Της η άβυσσο, κ’ η ασάλευτή Της όψη,
σα σπάθα που μπορεί και την καρδιά στα δυο να κόψει!

Ωσάν αϊτίνα κάθεται μες στην αϊτοφωλιά Της·
από τη γέννα εσκώθηκε, κι απάρθενη η κοιλιά Της.

Λεχώνα στέκει ασάλευτη μες στην υπομονή Της,
σφίγγοντας, ωσά νέο λιοντάρι, το μονογενή της!

Με της λεχώνας τη ματιά που διαπερνάει την πλάση
και δεν αφήνει, ακοίμητη, κανένας να πλησιάσει

αν ίσως και δεν έρχεται στα χείλη του να πάρει
του γιου Της, που απ’ το σκέπασμα περσεύει, το ποδάρι.