Μάκβεθ
Συγγραφέας:
Σημειώσεις
Οι σημειώσεις του Δημήτριου Βικέλα, στην Τρίτη Έκδοση του Μάκβεθ, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1896.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



 (1) Η Τραγωδία του Μάκβεθ εδημοσιεύθη το πρώτον κατά το έτος 1623.
Αλλ' εκ των περισωθεισών σημειώσεων αυτόπτου μάρτυρος, παρευρεθέντος
εις παράστασιν της τραγωδίας ταύτης κατά την 20ην Απριλίου 1610,
γνωρίζομεν ότι εγράφη προ του έτους εκείνου. Γνωρίζομεν δ' αφ' ετέρου,
εκ των εν τω δράματι υπαινιγμών του ποιητού, ότι εγράφη βασιλεύοντος
Ιακώβου του Αου , όςτις ανήλθεν επί του θρόνου της Αγγλίας κατά το
1603. Εξ ετέρων δε εσωτερικών τεκμηρίων ορίζεται ακριβέστερον η
χρονολογία του Μάκβεθ μεταξύ του έτους 1605 και του 1606 μ. Χ.
Οπωςδήποτε η τραγωδία αύτη εποιήθη κατά την τελευταίαν δεκαετηρίδα του
βίου του Σαικσπείρου.

Την υπόθεσιν ηρύσθη ο ποιητής εκ της Χρονογραφίας του Holinshed «Τινές
«των μεταγενεστέρων εκδοτών κατέταξαν την τραγωδίαν ταύτην μεταξύ των
«ιστορικών του Σαικσπείρου δραμάτων, αλλ' ουδέν έχει αύτη το κοινόν μετ'
«εκείνων. Το ιστορικόν στοιχείον ουδαμώς υπερέχει εν τη συνθέσει του
«Μάκβεθ, ουδέ φροντίζομεν ποσώς εάν τα εν αυτώ εκτίθενται ως ιστορικά
«δήθεν γεγονότα, καθότι ταύτα ανήκουσιν αποκλειστικώς εις το βασίλειον
«της Ποιήσεως. Ηδυνάμεθα επίσης να καταλέξωμεν τον Ληρ και τον
«Αμλέτον μεταξύ των ιστορικών δραμάτων, επί λόγω ότι η υπόθεσις αυτών
«ελήφθη εκ των Χρονογράφων της εποχής εκείνης· — Εκ πηγών μάλλον
«αξιοπίστων ή ο Holinshed γνωρίζομεν ότι, βοηθούμενος υπό Νορβηγών
«επικούρων, ο Μάκβεθ αφήρπασε το στέμμα του βασιλέως της Σκωτίας Δώγκαν
«εν μάχη, καθ' ην ούτος εφονεύθη, και ότι μετά πολυετή βασιλείαν ο
«Μάκβεθ ηττηθείς υπό του υιού του Δώγκαν, έχοντος συμμάχους τους
«Άγγλους, εφονεύθη πολεμών. Εν τη αυτή Χρονογραφία του Holinshed
«υπάρχει ετέρα αφήγησις, η της δολοφονίας του βασιλέως Duff υπό του
«Donwald και της συζύγου του, εν τω φρουρίω αυτών, ένθα εφιλοξενείτο ο
«βασιλεύς. Ο Σαικσπείρος μετά τέχνης απαραμίλλου συνέπλεξεν εις έν τας
«δύο του Χρονογράφου αφηγήσεις, διασκευάσας εξ αυτών το μέγα τούτο
«αριστούργημά του.» (Κnight, Studies of Shakspeare). Κατά τον Holinshed
η μάχη καθ' ην ηττήθη και «εφονεύθη ο Μάκβεθ, εγένετο κατά το έτος
1057.

«Η Τραγωδία αύτη, λέγει ο Γερβίνος, εξετιμήθη αείποτε ιδιαζόντως
«μεταξύ των λοιπών του Σαικσπείρου έργων. Ο Σχίλλερος την μετέφρασεν, ο
«Σχλέγελος μετ' ενθουσιασμού ομιλεί περί αυτής, ο Drake την αποκαλεί το
«μέγιστον προϊόν της διανοίας του Σαικσπείρου, το ύψιστον και
«καταπληκτικώτατον των δραμάτων όσα ποτέ εγράφησαν. Ο Μάκβεθ απήλαυσε
«παρά τοις μη Τευτονικοίς λαοίς δημοτικότητα πλειοτέραν ή αι έτεραι του
«Σαικσπείρου τραγωδίαι, είτε ως εκ της μεγαλειτέρας αυτού προς την
«αρχαίαν τραγωδίαν ομοιότητος, είτε ως εκ της ενότητος της πλοκής και
«της απλότητος περί την διέλιξιν της υποθέσεως, είτε επί τέλους διά
«την ευκρίνειαν των χαρακτήρων, τους οποίους ο ποιητής διέγραψε μετά
«ολιγωτέρου ή συνήθως παρ' αυτώ μυστηρίου· προπάντων δ' ίσως, ένεκα του
«γραφικού εν τη τραγωδία ταύτη γοήτρου και του ποιητικού της
«χρωματισμού. Τω όντι ο Μάκβεθ εξέχει ως προς την λαμπρότητα της
«ποιητικής εκφράσεως και ως προς την ζώσαν απεικόνισιν των καιρών, των
«προσώπων και των τόπων. Ο Σχλέγελος εκθειάζει την ζωηράν εν τω δράματι
«τούτω παράστασιν της ηρωικής εκείνης εποχής, του σιδηρού εκείνου της
«αρκτώας Ευρώπης αιώνος, καθ' ον αρετή ελογίζετο η ανδρεία. Πώς
«διαφαίνονται μεγαλοπρεπώς αι καταπληκτικαί εκείναι μορφαί, πώς
«παρίστανται αληθείς και γνήσιαι εν τη ηρωική αυτών διαστάσει! Η δε
«χώρα, εις την οποίαν ο ποιητής μεταφέρει εμάς, είναι η ορεινή Σκωτία,
«όπου τα πάντα κατέχονται υπό της επικρατούσης δεισιδαιμονίας, η δε
«συγκοινωνία μετά του υπέρ φύσιν τελείται αισθητώς, τρόπον τινά, διά των
«φαινομένων του εμψύχου και του αψύχου κόσμου, — όπου κατά συνέπειαν ο
«άνθρωπος έχει τον νουν εύπιστον, την δε φαντασίαν ευφλόγιστον και
«εκφράζεται διά γλώσσης ισχυράς, πλήρους ποιητικών εικόνων και
«αλληγοριών.» (Gervinus Shakespeare Commentaries).

 (2) Τας ονομασίας δι' ων προσαγορεύονται αι Μάγισσαι επροσπάθησα να
μεταφράσω διά λέξεων εμφαινουσών την σημασίαν αυτών, εν ελλείψει
αντιστοιχούντων όρων εν τη ημετέραν δαιμονολογία. Περί της πίστεως των
συγχρόνων του Σαικσπήρου εις την ύπαρξιν όντων υπερφυσικών, ίδε την
σημείωσιν εν τη μεταφράσει μου του Ληρ και την υπ' αριθ. (6) εν τη
του Οθέλλου.

 (3) Θάνης ήτο τίτλος ευγενείας, ισοδύναμος περίπου προς τον του
Κόμητος, earl. Eν τέλει του δράματος ο Μάλκολμ αναγορευόμενος
βασιλεύς, δίδει εις τους οπλαρχηγούς και συγγενείς του τον τελευταίον
τούτον τίτλον, κατά πρώτον εν Σκωτία.

 (4) Εν τω κειμένω ορίζεται το ποσόν εις δεκακισχίλια τάλληρα:

    till he disbursed, at Saint Colmes' inch
    ten thousand dollars to our general use.

 (5) Παρέλειψα το όνομα του πλοίου, Tiger, εφ' ου ο θαλασσοπόρος ούτος
πλέει προς το μεσόγειον Χαλέπιον. Οι σχολιασταί μνημονεύουσι τας
περιηγήσεις του Hackluyt, βιβλίου ούτινος ο Σαικσπείρος ήτο προφανώς εν
γνώσει, ένθα γίνεται λόγος περί θαλασσοπόρου τινός, όςτις επί πλοίου
ονομαζομένου Tiger, μετέβη εις Τρίπολιν και εκείθεν διά ξηράς εις
Χαλέπιον.

 (6) Αι Μάγισσαι ηδύναντο, κατά την κοινήν πίστιν, να λάβωσι το σχήμα
οίου δήποτε ζώου, αλλ' άνευ της ουράς πάντοτε.

 (7) Ανακαλούσιν οι μαγικοί αριθμοί ούτοι το του Οιδίποδος επί Κολωνώ:
 (474-475).

    Τρις εννέ' αυτή κλώνας εξ αμφοίν χεροίν '
    τιθείς ελαίας τας δ' επεύχεται λιτάς

 (8) Σίννελ, ο πατήρ του Μάκβεθ.

 (9) Αξιοσημείωτος η σκέψις αύτη του Δώγκαν, καθ' ην ακριβώς στιγμήν
παρουσιάζεται ενώπιον αυτού ο Μάκβεθ, εις ούτινος το πρόσωπον δεν
διαβλέπει ο ατυχής βασιλεύς την ψυχήν, καθώς δεν διείδεν αυτήν επίσης
και εις το του Καουδώρ. Ούτω και ο Ευριπίδης εν τη Μηδεία (ς. 516-520).

    ω Ζευ, τι δη χρυσού μεν ος κίβδηλος ή
    τεκμήρι' ανθρώποις ώπασας σαφή,
    ανδρών δ' ότω χρη τον κακόν διειδέναι,
    ουδείς χαρακτήρ εμπέφυκε σώματι;

 (10) Η γλυκεία αύτη απεικόνισις της απόψεως της κατοικίας του Μάκβεθ
θαυμάζεται ευλόγως, ως έντεχνος αντίθεσις των προηγηθεισών αγρίων
σκηνών και της επερχομένης δολοφονίας, διαπραχθησομένης εντός αυτού
τούτου του ηρέμου και γοητευτικού μεγάρου επί των τοίχων του οποίου
κτίζει η χελιδών την φωλεάν της.

 (11) Η αλληλουχία των μεταφορών και η, κατά τα φαινόμενα, παραφθορά του
κειμένου αποκαθιστώσι λίαν σκοτεινόν το χωρίον τούτο, εις το οποίον
ποικίλαι ερμηνείαι και διορθώσεις προτείνονται υπό των σχολιαστών.

    Ύπν' οδύνας αδαής, ύπνε δ' αλγέων
    ευαής ημών έλθοις,
    ευαίων, ευαίων άναξ.

Και εν τω Ορέστη του Ευριπίδου (στ. 174-175)

    Πότνια, πότνια νυξ,
    υπνοδότειρα των πολυπόνων βροτών.

 (12) Το βραδυνόν τούτο πιοτόν ήτο, ως φαίνεται, σύνηθες προ του
ύπνου, κατά τους χρόνους του Σαικσπείρου. Εν τη επομένη σκηνή βλέπομεν
ότι η Λαίδη Μάκβεθ, κατά τα προσχεδιασθέντα, απενάρκωσε δι' αυτού τους
παρά τον Βασιλέα κοιμωμένους φύλακας. Συνίστατο δε, ως λέγεται, το
ποτόν τούτο, εκ μίγματος οίνου και γάλακτος.

 (13) Τα περί του ύπνου ταύτα ανακαλούσι τον ωραίον χορόν εν Φιλοκτήτη
του Σοφοκλέους (στ. 826 κτλ.)

 (14) Εν τη Εστία της 7 Ιανουαρίου 1880 ο Κος Ροϊδης υπέδειξεν ήδη την
ομοιότητα της παραβολής ταύτης (επαναλαμβανομένης και υπό της Λαίδης
Μάκβεθ εν τη σκηνή της υπνοβασίας) προς το Αισχύλειον:

     — Πόροι τε πάντες εκ μιας οδού
    βαίνοντες τον χαιρομυσή
    φόνον καθαίροντες ιούσαν άτην. (Χοηφόροι 70 — 72)

Ούτω και ο Σοφοκλής εις Οιδίπουν Τύραννον (στ. 1214-5)

    Οίμαι γαρ ούτ' αν Ίστρον, ούτε Φάσιν αν
    νίψαι καθαρμώ την δε την στέγην.

Ο Κος Stapfer σημειών ταύτα και άλλα παραδείγματα παρεμφερών χωρίων,
επιλέγει: «Εάν εν τω θεάτρω του Σαικσπείρου και εν τω της αρχαίας
«Ελλάδος απαντώμεν σκέψεις, εικόνας ή και περιπλοκάς ομοιαζούσας προς
«αλλήλας την τοιαύτην ομοιότητα ουδαμώς οφείλομεν ν' αποδώσωμεν εις
«μίμησιν δήθεν, αλλ' απλώς και μόνον εις το ότι οι αρχαίοι ποιηταί και
«ο νεώτερος ήντλησαν επίσης εις την αυτήν αέναον πηγήν πάσης ποιήσεως»
 (Shakespeare et al Antiquit? τόμ. Β' σελ. 16).

Αλλ' εις τον έλληνα αναγνώστην παρέχουσι διπλούν ενδιαφέρον οι τοιούτοι
παραλληλισμοί· τούτο δ' έστω η απολογία μου διά τας τοιούτου είδους
παραθέσεις εις τας σημειώσεις ταύτας.

 (15) Ο αστεϊσμός ούτος του θυρωρού θεωρείται ως αναγόμενος εις το
στενόν των Γαλλικών περισκελίδων της εποχής εκείνης. Ο ράπτης ο
δυνάμενος να υποκλέψη ύφασμα εξ αυτών ηδύνατο να θεωρηθή επιτήδειος τω
όντι περί το κλέπτειν.

 (16) Most sacrilegious murder hath brok ope
     the lord's anointed temple, and stole thence
     the life of the building.

Το παράδειγμα τούτο της αλληλουχίας των μεταφορών, ήτις χαρακτηρίζει
ιδίως εν τω δράματι τούτω το ύφος του Σαικσπείρου, και των ανυπερβλήτων
συχνάκις δυσκολιών προς τας οποίας έχει να παλαίση ο μεταφραστής, τινές
των σχολιαστών θέλησαν να είπωσιν ενταύθα λογοπαίγνιον (temple μήνιγξ
και ναός). Ο ποιητής αινίττεται κατ' αυτούς, το χωρίον της προς
Κορινθίους επιστολής: «Υμείς γαρ ναός Θεού εστέ ζώντος» ς. 16 και το
Βασιλειών Α' ι': «και τούτο σοι το σημείον ότι έχρισε σε Κύριος επί
κληρονομίαν αυτού εις άρχοντα». Τοιαύτα τεκμήρια της αναγνώσεως των
ιερών Γραφών συχνάκις ευρίσκει τις εις τα έργα του Σαικσπείρου.

 (17) Η υπερβολή των εκφράσεων μαρτυρεί το ανειλικρινές της λύπης του
Μάκβεθ.

 (18) Η κοινή εξήγησις ενταύθα είναι ότι η Λαίδη Μάκβεθ πράγματι
λιποθυμεί, μη αντέχουσα επί πλέον εις του νευρικού συστήματος την
έντασιν. Επί του θεάτρου, εν Αγγλία, φέρεται έξω της σκηνής υπό των
θαλαμηπόλων αυτής, αίτινες παρουσιάζονται εν νυκτερινή ενδυμασία, ωσεί
αίφνης αφυπνιθείσα.

«Ενώ η Λαίδη Μάκβεθ λιποθυμεί, ο μεν Βάγκος και ο Μακδώφ ανησυχούσι
«περί αυτής, ο δε Μάκβεθ διά της αδιαφορίας του φαίνεται ως θεωρών
«προσποιητήν την λιποθυμίαν. Αλλά παρατηρητέον ότι, κατά την περίστασιν
«ταύτην, κακούργος απεσκληρυμένος ήθελεν επιδείξει έκπληξιν και
«ανησυχίαν, προς αποφυγήν της τοιαύτης εξηγήσεως της αδιαφορίας του. Ο
«Μάκβεθ δεν είναι εισέτι ικανώς κύριος εαυτού, όπως προσποιηθή τούτο.»
(Malone).

 (19) and under him
     my Cenius is rebuked, as it is said
     Mark Antony's was by Cesar.

Ανάγονται ταύτα εις τον βίον του Αντωνίου. Η αγλικήν Πλουτάρχου
μετάφρασις, ως εκ πολλών τεκμηρίων γίνεται δήλον ότι ήτο προσφιλές του
Σαικσπείρου ανάγνωσμα. Ιδού το χωρίον εις το οποίον αναφέρονται οι
άνωθι στίχοι: «Ην γαρ τις ανήρ συν αυτώ μαντικός απ' Αιγύπτου των τας
«γενέσεις επισκοπούντων, ος είτε Κλεοπάτρα χαριζόμενος, είτε χρώμενος
«αληθεία προς τον Αντώνιον, επαρρησιάζετο λέγων την τύχην αυτού,
«λαμπροτάτην ούσαν και μεγίστην, υπό της Καίσαρος αμαυρούσθαι, και
«συνεβούλευε πορρωτάτω του νεανίσκου ποιείν εαυτόν. Ο γαρ σος, έφη,
«δαίμων τον τούτου φοβείται και γαύρος ων και υψηλός, όταν η καθ'
«εαυτόν, υπ' εκείνου γίνεται ταπεινότερος εγγίσαντος και αγενέστερος»
(κεφ. λγ')

 (20) «Άξιον σημειώσεως ότι ο Μάκβεθ παροτρύνει τους δολοφόνους διά των
«αυτών επιχειρημάτων, δι' ων και η σύζυγός του παρώτρυνεν αυτόν εις τον
«φόνον του Δώγκαν. Φέρει αυτούς εις φιλοτιμίαν επικαλούμενος το ανδρικόν
«φρόνημά των» (Γερβίνος σελ. 601).

 (21) Το συμβόλαιον περί του οποίου ομιλεί η Λαίδη Μάκβεθ ολίγον
ανωτέρω: Αιώνιον συμβόλαιον με την ζωήν δεν έχουν.

 (22) Μαρτυρεί το φιλύποπτον του Μάκβεθ η αποστολή και τρίτου προς
επιτήρησιν των δύο δολοφόνων, εις τους οποίους ανέθεσεν ανέκαθεν την
εντολήν του να θανατώσωσι τον Βάγκον. Οι δύο εκείνοι, ως διαφαίνεται εκ
της μετά του Μάκβεθ συνομιλίας των, δεν είναι εξ επαγγέλματος
δολοφόνοι, αλλά πολεμισταί έχοντες λόγους δυσαρεσκείας κατά του Βάγκου.

 (23) Ο Φληνς διαφυγών εις Ουαλίαν, ενυμφεύθη εκεί την θυγατέρα του
ηγεμόνος, εγέννησε δε υιόν, όςτις μεταβάς εις Σκωτίαν ανήλθεν εις το
αξίωμα του Stewart. Εξ αυτού δε κατ' ευθείαν γραμμήν εγενεαλογείτο ο
βασιλικός οίκος των Εδουάρδων και ο Ιάκωβος Α', επί βασιλείας του
οποίου έγραψεν ο Σαικσπείρος την τραγωδίαν ταύτην.

 (24) Ούτω, εν σκηνή Α' της τρίτης πράξεως, ο Μάκβεθ λέγει προς τους
δολοφόνους ότι η ζωή του Βάγκου είναι

    αρρώστια μου, κ' υγεία μου θα ήν' ο θάνατός του.

 (25) Τάφω δ' εκείνον ουχί κρύψετε
    ουδ' ει θέλουσ' οι Ζηνός αιετοί βοράν
    φέρειν νιν αρπάζοντες ες Διός θρόνους.
        (Αντιγόνη Σοφοκλέους ς. 1032-34 .

«Μάλλον κολακεύετε τα θηρία, ίνα μοι τάφος γένωνται, και μηδέν
καταλίπωσι του σώματός μου.» (Αγίου Ιγνατίου επιστολή προς Ρωμαίους).

 (26) Αλλά νόμος μεν φονίας σταγόνος
    χυμένας εις πέδον, άλλο προσαιτείν
    αίμα. (Αισχ. Χοηφόροι ς· (400-402).

 (27) Αι Αγγλικαί εκδόσεις φέρουσιν ενταύθα ότι εισέρχεται ο Λένωξ και
έτερος λόρδος. Ο Johnson προέτεινε την διόρθωσιν, την οποίαν
παρεδέχθην, αντικαθιστών διά του Αγγλικού τον έτερον λόρδον.

 (28) Η ένοπλος της πρώτης οπτασίας κεφαλή εξηγείται ως συμβολική
παράστασις της κεφαλής του Μάκβεθ αυτού, καθώς αποκεφαλισθησομένου υπό
του Μακδώφ. Η δευτέρα οπτασία, το αιματόφυρτον βρέφος, παριστά τον
Μακδώφ, όστις

    απ' της μητρός του πρόωρα τα σπλάγχνα εχωρίσθη.

Το δε της τρίτης οπτασίας εστεμμένον βρέφος μετά δένδρου εις χείρας,
παριστά τον Μάλκομ, όςτις επιστρέφων προς ανάκτησιν του βασιλείου του
διατάσσει τους στρατιώτας αυτού να φέρωσι κλάδους εις χείρας. Οι οκτώ
επί τέλους βασιλείς και οι μετ' αυτούς, παριστώσι την σειράν των επί
του θρόνου ανελθόντων διαδόχων του Βάγκου μέχρι του συγχρόνου του
Σαικσπείρου Ιακώβου του Α'.

 (29) Το διπλούν διάδημα αινίττεται την εν Σκωτία και μετέπειτα εν
Αγγλία στέψιν του Στουάρδου Ιακώβου του Α'. Τα δε τρία σκήπτρα είναι τα
της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας.

 (30) Ο διάλογος ούτος μεταξύ της Λαίδης Μακδώφ και του υιού της είναι
εις το πεζόν εν τω αγγλικώ κειμένω.

 (31) Ήτοι πάσα της ζωής αυτής ημέρα ήτο προπαρασκευασθείσα διά τον
θάνατον: « Καθ' ην ημέραν αποθνήσκω.» προς Κορινθίους επιστολή Α', ιε'
35.

 (32) Τα περί θεραπείας των πασχόντων διά της επιθέσεως των βασιλικών
χειρών, ουδέν κοινόν μετά του δράματος έχοντα, παρεισάγονται προφανώς
ενταύθα προς κολακείαν του βασιλέως Ιακώβου, όςτις επίστευεν ότι έχει
εκ Θεού την χάριν του θεραπεύειν ούτω το λεγόμενον «βασιλικόν νόσημα»,
ο εστι τας χοιράδας. Ο αναφερόμενος εν τη τραγωδία βασιλεύς της Αγγλίας
Εδουάρδος ο Ομολογητής επιστεύετο ως τω όντι θαυματουργών διά της
επιθέσεως των χειρών του, ο δε πάπας Αλέξανδρος ο Γ', ο ανακηρύξας
αυτόν άγιον, ανομολογεί την εκ Θεού δύναμίν του ταύτην. Η κατά
παράδοσιν πίστις εις την τοιαύτην ιαματικήν δύναμιν των βασιλέων της
Αγγλίας διήρκεσεν επί πολύ. Εν τη βιογραφία του Dr Johnson υπό του
Boswel, μνημονεύεται ότι παίδα έτι όντα τον εισήγαγον ενώπιον της
βασιλίσσης Άννης, εν έτει 1712 όπως τον θεραπεύση νοσούντα, διά της
επιθέσεως των βασιλικών χειρών της.

 (33) Η επιφώνησις αύτη του Μακδώφ εξηγείται παρά τινων μεν ως
αποτεινομένη εις τον Μάλκολμ, παρ' ετέρων δε ως εις τον Μάκβεθ
αναγομένη. Ο Γερβίνος θεωρεί ως εσφαλμένην την πρώτην των εξηγήσεων
τούτων, την οποίαν όμως παρεδέχθη ο περιώνυμος γερμανός μεταφραστής
Tieck. Και εν ετέρα του Σαικσπείρου τραγωδία (King John) η θρηνούσα τον
υιόν αυτής βασίλισσα αποκρίνεται προς τον θέλοντα να την παρηγορήση:

    He talks to me that never had a son.

«Ομιλεί προς με, ο μη αποκτήσας ποτέ υιόν». Η αναλογία των περιστάσεων
δικαιοί του Tieck την εξήγησιν. Εκτός δε τούτου, καθ' ά αυτός ούτος ο
Γερβίνος παρατηρεί, ο Μάκβεθ δεν ήτο άπαις. Αγνοούμεν εάν, διαρκούσης
της τραγωδίας, έζων τα τέκνα του, αλλ' εκ των λόγων της Λαίδης Μάκβεθ,
εν τέλει της Α' πράξεως, γνωρίζομεν ότι απέκτησε τέκνον ή τέκνα.
Οπωςδήποτε, η δευτέρα των ερμηνειών τούτων φαίνεται κοινώς ήδη
παραδεδεγμένη. «Ο Μάκβεθ δεν έχει τέκνα, άρα δεν δύναμαι να τον
εκδικηθώ αρκούντως». Ο Γερβίνος όμως, καί τοι αποδίδων εις τον Μάκβεθ
την φράσιν του Μακδώφ, δεν παραδέχεται το αιτιολογικόν τούτο άρα,
αλλά φαίνεται εξηγών αυτήν ως εκφερομένην υπό το κράτος λύπης αφάτου:
«ο Μάκβεθ δεν έχει τέκνα, διά τούτο είχε την καρδίαν να φονεύση τα
ιδικά μου». Ο έλλην αναγνώστης δύναται να παραδεχθή εν τη μεταφράσει
μου οίαν δήποτε των δύο ερμηνειών προκρίνει. Το κατ' εμέ ομολογώ ότι
αποκλίνω προς την πρώτην.

 (34) Και τούτο το χωρίον ερμηνεύεται διπλώς. Κατά τους μεν η Λαίδη
Μάκβεθ φαντάζεται ότι συνομιλεί μετά του συζύγου της και ότι ακούσασα
δήθεν εκείνον ειπόντα: «Ο Άδης είναι σκοτεινός», (ο Άδης δηλονότι όπου
θα υπάγωμεν ένεκα της πράξεως ημών), επαναλαμβάνει τας λέξεις του
περιφρονητικώς, ειρωνευομένη την δειλίαν του. Κατ' άλλους δε, εν τη
φαντασία της υπνοβατούσης διέρχονται αλληλοδιαδόχως αι αναμνήσεις των
διαπραχθέντων και οι φόβοι των συνεπειών και αι τύψεις του συνειδότος,
αίτινες προκαλούσι την φράσιν ταύτην.

 (35) Εν τω Βασιλεί Ληρ ελάβομεν αφορμήν (σημ.52) να εξετάσωμεν την
θαυμασίαν του Σαικσπείρου ακρίβειαν περί την μελέτην των παθημάτων της
ανθρωπίνης φύσεως. Και η σκηνή αύτη της υπνοβασίας θεωρείται δικαίως ως
τεκμήριον της ακριβείας των τοιούτων παρατηρήσεών του. Μολονότι η
ασθένεια της Λαίδης Μάκβεθ «ξεπερνά την τέχνην» του Ιατρού, ο ψυχολόγος
ποιητής περιγράφει τα συμπτώματα και συνδέει αυτά μετά των λόγων
οίτινες τα προεκάλεσαν, μετά τοσαύτης τέχνης, ώστε η σκηνή αύτη δύναται
και σήμερον να χρησιμεύση ως παράδειγμα ιατρικής περιγραφής. Ο Κ.
Regnard, (directeur du Laboratoire de Physiologie ? l' ?cole des hautes
?tudes, Professeur κτλ.) πραγματευόμενος εν τη Σορβόννη των Παρισίων το
θέμα του ύπνου και υπνοβασίας, εν δημοσία διαλέξει, λέγει: «Κατά τον
Μεσαίωνα και μέχρι της παρελθούσης έτι εκατονταετηρίδος, οι υπνοβάται
κατετάσσοντο, μετά των υστερικών και των επιληπτικών εις την κατηγορίαν
των δαιμονισμένων και των μάγων, υπεβάλλοντο δε εις εξορκισμούς και
ενίοτε κατεδικάζοντο εις τον διά πυρός θάνατον. Αλλ' εν τη εποχή εκείνη
του σκότους ευρέθη άνθρωπος, ο μέγας της Αγγλίας δραματουργός, όστις
παρατηρήσας μετ' εξόχου ακριβείας τα φαινόμενα της φυσικής υπνοβασίας,
αφήκε περιγραφήν, την οποίαν ουδόλως ήθελεν απαρνηθή σύγχρονος ημών
νευρολόγος.» Και παραθέτει εν τη διαλέξει του ολόκληρον την σκηνήν
ταύτην. Ίδε Bulletin de l' association Scientifique de France, Avril
1881).

 (36) Η περιώνυμος Aγγλίς ηθοποιός Siddons κατέγραψε τα εξής εις τας
περισωθείσας αυτοβιογραφικάς σημειώσεις της:

«Είχον την συνήθειαν να προετοιμάζωμαι διά την σκηνήν την νύκτα αφού
«τα πάντα, έμενον εν σιωπή, και ησυχία εν τη οικία μου. Την παραμονήν
«της πρώτης μου παραστάσεως του προσώπου της Λαίδης Μάκβεθ, εκλείσθην
«κατά το σύνηθες μόνη εν τω δωματίω μου και ήρχισα να μελετώ
«αποστηθίζουσα. Εφρόνουν ότι ολίγη ώρα ήρκει προς εκμάθησιν του
«προσώπου. Ήμην εικοσαετής τότε και εθεώρουν, ως πολλοί νομίζουσιν,
«ότι διά της εναποταμιεύσεως των στίχων εν τη μνήμη μου εξετέλουν τα
«κατ' εμαυτήν. Δεν είχον εισέτι τότε εννοήσει την ανάγκην της ερεύνης
«και της μελέτης των χαρακτήρων. Εξηκολούθουν λοιπόν εν τη σιωπή της
«νυκτός, νυκτός την οποίαν ουδέποτε θα λησμονήσω, εξηκολούθουν
«εκμανθάνουσα τους στίχους μέχρις ου έφθασα εις την σκηνήν της
«δολοφονίας. Αιφνιδίως κατελήφθην υπό της φρίκης της σκηνής εκείνης εις
«τοιούτον βαθμόν, ώςτε μοι ήτο αδύνατον να εξακολουθήσω. Ήρπασα τον
«λύχνον και πλήρης ταραχής εξήλθον του δωματίου. Το φόρεμά μου ήτο
«μεταξωτόν, καθόσον δε ανηρχόμην την κλίμακα, ο ήχος του μοι εφαίνετο
«ως ο κρότος φάσματος διώκοντός με. Έφθασα επί τέλους εις τον κοιτώνα
«μου. Ο σύζυγός μου εκοιμάτο βαθέως. Έρριψα επί της τραπέζης τον
«λύχνον, αλλά δεν είχον την δύναμιν να τον σβύσω. Χωρίς δε να λάβω τον
«καιρόν να εκδυθώ ερρίφθην επί της κλίνης μου.»

 (37) Η μήτηρ του Μάλκομ ήτο θυγάτηρ του γέροντος Σιβάρδου.

 (38) Η αδιαφορία μεθ' ης ο Μάκβεθ ακούει τον θάνατον της συζύγου του
μαρτυρεί ότι τα εγκλήματα και η απελπισία τον αποκατέστησαν αναίσθητον
και εις λύπην και εις φόβους, ως αυτός ούτος λέγει εις τους
προηγουμένους στίχους.

 (39) Υπαινίττεται τον Βρούτον ή τον Κάσιον, ή και αμφοτέρους.

 (40) Παραθέτω ενταύθα την εν τω Αθηναίω του Ιουλίου 80 δημοσιευθείσαν
μετάφρασίν μου των περί Μάκβεθ τριών κεφαλαίων εκ του περισπουδάστου
συγγράμματος του Κου Paul Stapfer, υπό την επιγραφήν Shakespeare et l'
Antiquit?. Συντομίας χάριν, αφαιρούνται τα εκ της προκειμένης
τραγωδίας παρενειρόμενα εις την μελέτην ταύτην χωρία.

Α'. Το υπέρ φύσιν εν τω Μάκβεθ και εν τη Τραγωδία εν γένει.

Εξ απασών των τραγωδιών του Σαικσπείρου η μάλλον κατά τε την μορφήν και
την ουσίαν προσομοιάζουσα προς τα προϊόντα της αρχαίας δραματουργίας
είναι η του Μάκβεθ. Έχει αύτη την ενότητα και το γοργόν των κλασικών
δραμάτων, άνευ είτε συγχύσεως είτε παρεμποδίσεώς τινος κατά την
εξέλιξιν της δράσεως, ήτις από της πρώτης μέχρι της τελευταίας σκηνής
βαίνει ταχέως προς την λύσιν. Ο δε πλαστικός της αρχαίας τραγωδίας
χαρακτήρ ανευρίσκεται επίσης, μέχρι τινός, εν τω Μάκβεθ, ένθα τα
εξωτερικά συμβεβηκότα κινούσι το ενδιαφέρον πλειότερον ή τα ενδόμυχα
των δρώντων προσώπων αισθήματα. Εν τω Μάκβεθ ενυπάρχει βεβαίως
ψυχολογία πλειοτέρα ή εις οιονδήποτε του Αισχύλου έργον, αλλ' όμως
πολλώ ολιγωτέρα ή εν τω Οθέλλω ή τω Αμλέτω. Το ύψος εν αυτώ υπερβαίνει
το πάθος, υπερέχει δ' εν συνόλω το αίσθημα της φρίκης, — αίσθημα
παραπλήσιον του θάμβους, — ενώ το εξεγειρόμενον έλεος δεν πιέζει την
ψυχήν όσον εις έτερα του Σαικσπείρου έργα.

Αλλά το προ πάντων ανακαλούν την αρχαιότητα εν τη τραγωδία ταύτη είναι
η επίδρασις Δυνάμεων υπερφυσικών περιστελλουσών την ελευθερίαν του
ατόμου. Έχομεν εν τω Μάκβεθ χρησμούς λοξούς οίτινες, κατά γράμμα
εκπληρούμενοι, εξαπατώσιν ουχ ήττον τους προς ους εδόθησαν έχομεν προ
πάντων τας Μαγίσσας, τα σατανικά εκείνα όντα, των οποίων η άπαξ επί της
εκθάμβου σκηνής εμφάνισις αρκεί, όπως εμφυσήση εις ολόκληρον το δράμα
το δέος της παρουσίας και της επικρατήσεως αυτών.

Οι περί των εν Αισχύλω ειδώλων γράψαντες κριτικοί ηναγκάσθησαν να
κατέλθωσι μέχρι του Σαικσπείρου, όπως εύρωσιν ανταγωνιστήν, εφάμιλλον
του Έλληνος ποιητού, περί την τέχνην του επάγειν δαιμόνια ή φάσματα·
πάντες δ' ομοφώνως αναγορεύουσι τους δύο τούτους ως τους μόνους μετά
πλήρους επιτυχίας δυνηθέντας να χρησιμοποιήσωσι τα υπέρ φύσιν εις τα
δράματα αυτών — Πόθεν τούτο; — Άρα γε διότι ήσαν εντεχνότεροι των
λοιπών ούτοι περί την εκμετάλλευσιν της δεισιδαιμονίας, ήτις
υπολανθάνει αείποτε εις την φύσιν του ανθρώπου; Ή διότι αι επικρατούσαι
κατά την εποχήν εκάστου αυτών προλήψεις εχορήγησαν εις αμφοτέρους
βάσιν, της οποίας εστερούντο οι ποιηταί οι ζήσαντες εις εποχάς μάλλον
πεφοτισμένας; — Το κατ' εμέ, παραδέχομαι ταυτοχρόνως αμφοτέρας ταύτας
τας εξηγήσεις.

Εν τω μεσαιωνικώ θεάτρω παρεισήγοντο επίσης αι Δυνάμεις του Άδου και
του Ουρανού· και υπήρχε μεν τότε η πίστις, όπως οι θεαταί παραδέχωνται
αφελώς τας τοιαύτας επί της σκηνής εμφανίσεις, δεν υπήρχεν όμως η
τέχνη, όπως αποδώσωμεν εις αυτάς, και σήμερον έτι, τον φόρον του
ημετέρου θαυμασμού. Ο Γκαίτης και ο Βύρων εισήγαγον επίσης δαιμόνια και
φάσματα εν τω Φαύστω και τω Μάμφρεδ, αμφότεροι δ' ούτοι οι ποιηταί
είχον πλούτον και φαντασίας και τέχνης αλλά το υπερφυσικόν αυτών δεν
εμποιεί ισχυράν δραματικήν εντύπωσιν διά τον λόγον ότι διαφαίνεταί τι
το επιτετηδευμένον εις το υπερφυσικόν αυτών τούτο, ουδ' ενυπάρχει η
απαιτουμένη αρμονία μεταξύ της εμπνεύσεως του ποιητού αφ' ενός και της
επικρατούσης αφ' ετέρου πίστεως.

Τον διπλούν τούτον όρον, τέχνης δηλονότι άκρας και εμπνεύσεως
συναδούσης μετά της εθνικής πίστεως, μόνοι ο Αισχύλος και ο
Σαικσπείρος, εκ τε των αρχαίων και των νεωτέρων ποιητών, εκπληρούσι
καθ' ολοκληρίαν.

Ο Αισχύλος επίστευεν εις τους δαίμονας. Αι Ευμενίδες αυτού ουδ'
αλληγορία τις απλώς ήτο, ουδέ ποιητική προσωποποποίησις των τύψεων του
συνειδότος. Ήσαν αύται δυνάμεις του Άδου, έχουσαι πράγματι ύπαρξιν· ο
δε προορισμός των, εκτελούμενος δι' υλικών μάλλον ή ηθικών μέσων, ήτο η
ποινή των πατροκτόνων, των καταπατησάντων τον πρώτιστον της φύσεως
νόμον. Ετιμώρουν δε τον πταίστην σωματικώς, είτε διά νόσου τινός, της
λέπρας λόγου χάριν, είτε εκμυζώσαι το αίμα του φονέως.

    αλλ' αντιδούναι δει σ' από ζώντος ροφείν
    ερυθρόν εκ μελέων πέλανον· από δε σου
    φεροίμαν βοσκάν πώματος δυσπότου (ς. 264 — 267)

Ο Ορέστης, καταδιωκόμενος υπό των αγρίων τούτων και αιμοχαρών τιμωρών,
πάσχει ως θύμα και ως παίγνιον των Ευμενίδων, ουχί ως ήθελε πάσχει
εγκληματίας τις των καθ' ημάς χρόνων, βασανιζόμενος υπό των τύψεων της
συνειδήσεως. Ακράδαντος εν τη θρησκευτική αυτού πίστει, επαναπαύεται
εις την αντίληψιν ετέρου θεού, αντιμαχομένου προς τας Ευμενίδας, του
Απόλλωνος, όςτις τω επέβαλε τον φόνον της μητρός του. Τοιούτος ο
χαρακτήρ της δραματικής πάλης εν τη αρχαία τραγωδία, πάλης εξωτερικής
όλως και θείας.

Αδύνατον να φαντασθή τις μεταβολήν ριζικωτέραν της κατά φυσικήν
εξέλιξιν, γενομένης εν τη Ελληνική τραγωδία οπότε μετά τον Αισχύλον
έφερεν ο Ευριπίδης επί της σκηνής την αυτήν υπόθεσιν. Ποιητής ούτος
ηθικός, φιλόσοφος πεφωτισμένος, και σκεπτικός ως προς τα της θρησκείας,
δεν ηδύνατο ή να μεταλλάξη ουσιωδώς την παράστασιν παραδόσεων
θρησκευτικών, εις τας οποίας οι έγκριτοι των συγχρόνων αυτού δεν
επίστευον πλέον, ως ουδ' αυτός επίστευεν εις την αντικειμενικήν ύπαρξιν
των Δυνάμεων του Ουρανού και Άδου. Ο Ευριπίδης δεν παρεδέχετο το
καταπληκτικόν μυστήριον, το αποτελούν την θεολογίαν άπασαν του αρχαίου
δράματος, την οντότητα δηλαδή προσώπων οσίως πανουργούντων, οίος ο
Ορέστης ή η Αντιγόνη, και προσκτωμένων τον τραγικόν αυτών χαρακτήρα δι'
αυτής ταύτης της συνενώσεως του δικαίου μετά του αδικήματος, facto pius
et sceleratus eodem.

Εν τοις δράμασι του Ευριπίδου οι θεοί δεν κατέχουσι την πρωτίστην
θέσιν, το δ' υπέρ φύσιν εξαλείφεται, και η ανθρωπότης παρίσταται μετά
των αληθών παθημάτων και παθών αυτής. Ο Ορέστης αυτού είναι πταίστης
ελεεινός, καταβιβρώμενος υπό των τύψεων του συνειδότος και
καταβεβλημένος ψυχή τε και σώματι. Ότε ο Μενέλαος τον ερωτά τι πάσχει,
και ποία η νόσος του, αποκρίνεται:

Η σύνεσις, ότι σύνοιδα δείν' ειργασμένος.

Πιεζόμενος υπό της ιδέας, υφ' ης και μόνης κατέχεται, περιπίπτει εις
μανίαν αληθή. Η λέξις αύτη δεν εφαρμόζεται εις το ιερόν θάμβος του
Ορέστου εν τη τραγωδία του Αισχύλου. Αλλ' ο του Ευριπίδου Ορέστης έχει
καθ' εαυτό φρενολήπτου οπτασίας.

Η Ηλέκτρα κάθηται παρά την κοίτην του ασθενούς αυτής αδελφού:

     Οίμοι, κασίγνητ', όμμα σον ταράσσεται,
     ταχύς δε μετέθου λύσσαν, άρτι σωφρονών.

    Ορ. Ω μήτερ, ικετεύω σε, μη 'πίσειέ μοι
     τας αιματωπούς και δρακοντώδεις κόρας·
     αύται γαρ αύται πλησίον θρώσκουσί μου.

    Ηλ. Μέν', ω ταλαίπωρ', ατρέμα σοις εν δεμνίοις·
     οράς γαρ ουδέν ων δοκείς σάφ' ειδέναι.

    Ορ. Ω Φοίβ', αποκτενούσι μ' αι κυνώπιδες
     γοργώπες ενέρων ιερίαι, δειναί θεαί.

    Ηλ: Ούτοι μεθήσω, χείρα δ' εμπλέξασ' εμήν
     σχήσω σε πηδάν δυστυχή πηδήματα.

    Ορ. Μέθες· μί' ούσα των εμών Ερινύων,
     μέσον μ' οχμάζεις, ως βάλης, εις Τάρταρον.

    Ηλ. Οι 'γώ τάλαινα, τίν' επικουρίαν λάβω....
     επεί το θείον δυσμενές κεκτήμεθα;

    Ορ. Δος τόξα μοι κερουλκά, δώρα Λοξίου,
     οις μ' είπ' Απόλλων εξαμύνεσθαι θεάς.
     ει μ' εκφοβοίεν μανιάσιν λυσσήμασιν...
     Ουκ εισακούετ'; ουχ οράθ' εκηβόλων
     τόξων πτερωτάς γλυφίδας εξορμωμένας;
     α α·
     Τι δήτα μέλλετ'; εξακρίζετ' αιθέρα
     πτεροίς· τα Φοίβου δ' αιτιάσθε θέσφατα.
     Έα·
     Τι χρήμ' αλύω, πνεύμ' ανείς εκ πλευμόνων;
     Ποι ποι ποθ' ηλάμεσθα δεμνίων άπο;

Ο Ορέστης ούτος του Ευριπίδου πάσχει τας φρένας, ο θεατής βλέπει εν
αυτώ μανίαν αληθή, τα δε φάσματα, άτινα φιλόσοφος ποιητής παρεισάγει εν
τω θεάτρω αυτού, ουδαμώς αντιβαίνουσιν εις της επιστήμης τους ορισμούς·
είναι φάσματα υποκειμενικά, πλάσματα νοσούσης φαντασίας.

Παρομοίως το εν τη Εκάβη προλογίζον είδωλον του Πολυδώρου ουδεμίαν έχει
δραματικήν αξίωσιν, αλλ' απλώς μόνον χρησιμεύει εις προεισαγωγήν της
του δράματος υποθέσεως.

Εν τω θεάτρω του Σαικσπείρου τα φάσματα είναι οτέ μεν αντικειμενικά,
έχουσι δηλαδή ύπαρξιν πραγματικήν, ανεξαρτήτως της διανοητικής
καταστάσεως των βλεπόντων αυτά προσώπων του δράματος, οτέ δε
υποκειμενικά, ήτοι αισθητά εις την όρασιν ενός μόνου προσώπου
νοσούντος, μολονότι γίνονται και προς τους θεατάς ορατά, οπόταν ο
ποιητής θέλει να υποκειμενίση τας οπτασίας.

Παραδεχόμενος την σωματικήν επί της σκηνής εμφάνισιν όντων υπερφυσικών,
ο Σαικσπείρος υπείκεν εν πρώτοις εις το ποιητικόν αυτού έμφυτον. Οι
άνθρωποι, είτε φανερώς είτε λάθρα, πιστεύουσιν εις το υπεράνθρωπον. Οι
δ' έμφρονες δεν καταδικάζουσι τας δεισιδαιμονίας των αφρόνων διότι εάν
τω όντι σώφρονες, είναι και μετριόφρονες, θα είπωσι δε μετά του
Αμλέτου.

    'ς τον ουρανόν και εις την γην τόσα και τόσα έχει
    που η φιλοσοφία σου δεν βλέπει 'ς τ' όνειρόν της.

Ίσως μάλιστα είπωσι μετά του γηραιού Lafeu, ετέρου του Σαικσπείρου
προσώπου (All's well that ends well):

«Λέγουσιν ότι θαύματα δεν γίνονται πλέον, και έχομεν τους φιλοσόφους να
μας κάμνουν απλά και συνειθισμένα πράγματα, τα υπερφυσικά και τα
ανεξήγητα. Διά τούτο παίζομεν με την φρίκην και προσποιούμεθα τους
γνωστικούς, αντί να υποτασσώμεθα εις τον φόβον του αγνώστου».

Δεν έχουσι δεισιδαιμονίας οι ποιηταί μόνοι, οι κατεχόμενοι υπό της
φαντασίας αυτών, αλλά και άνδρες ψυχροί και θετικοί άμα επί ολίγον
παύσωσιν επιβλέποντες εαυτούς. Ο μέγας Άγγλος υλιστής Hobbes εδειλία να
μείνη μόνος τας νύκτας, φοβούμενος τας οπτασίας. Ο Malherbe, εν
επιστολή του τινι, περιγράφει αφελώς υπερφυσικόν φαινόμενον, επισυμβάν
κατά τον φόνον Ερρίκου του Δου, αλλαχού δ' αφηγείται σπουδαίως
εμφάνισιν της σκιάς νεκρού τινος. Ο Γκαίτης και ο Μe??e είχον επίσης
στιγμάς δεισιδαιμονίας, ο δε Σωκράτης ο σοφώτατος των ανδρών, ήτο και ο
δεισιδαιμονέστατος· φρονώ λοιπόν ότι ο Σαικσπείρος παρεισάγων το υπέρ
φύσιν εν τω θεάτρω αυτού, εξεμεταλλεύετο εν πρώτοις μετά μεγίστης
ποιητικής τέχνης την εν τω ανθρώπω ενυπάρχουσαν προς τούτο τάσιν. Αλλ'
εις τούτο μεγάλως ωθείτο και υπό των επικρατουσών κατά την εποχήν αυτού
προλήψεων. Έχομεν ως προς τούτο μερικάς μαρτυρίας περί πλείστων εξόχων
ανδρών της 16ης εκατονταετηρίδος, οίτινες ήσαν προληπτικοί και
δεισιδαίμονες.

Εάν δε από των εκκρίτων κατέλθωμεν εις το πλήθος, ανευρίσκομεν απειρίαν
τοιούτων συγχρόνων μαρτυριών, ιδίως ως προς την πίστιν εις την μαγείαν
και τας μαγίσσας. Ο Reginald Scott εν τω συγγράμματι αυτού, η Μαγεία
αποκαλυπτομένη, περιγράφει λεπτομερώς τας μαγίσσας, η δε περιγραφή
αυτού συμφωνεί πληρέστατα προς τα εν τω Σαικσπείρω.

Αι εν τω Μάκβεθ μάγισσαι και αι αλλόκοτοι συνδιαλέξεις περί των
κατορθωμάτων αυτών, — εν οις διαπρέπει η σφαγή χοίρων και οι λέβητες
εντός των οποίων μαγειρεύουσι τα ποικίλα και εκλεκτά αυτών καρυκεύματα,
— δεν είναι βαρβαρικής φαντασίας γεννήματα, αλλ' έχουσιν ιστορικήν,
ούτως ειπείν και πραγματικήν υπόστασιν. Παν ό,τι λέγουσιν ή πράττουσιν
ευρίσκεται εν τη Δαιμονολογία του βασιλέως Ιακώβου του Α' ή εν τοις
πρακτικοίς των τότε δικαστηρίων, και δύναται να εξηγηθή και σχολιασθή
διά μόνης της ερεύνης των συγχρόνων μνημείων.

Υπό αισθητικήν δ' έποψιν, ο Σαικσπείρος ουδαμώς έσφαλεν διατηρήσας την
κατά παράδοσιν απεχθή μορφήν των τερατωδών τούτων όντων. Δεν αρμόζει το
κάλλος εις του Άδου τα όργανα. Τοιαύται ήσαν και αι αποτρόπαιοι
Ευμενίδες του Αισχύλου, αι «κατάπτυστοι κόραι», ως τας αποκαλεί ο
Απόλλων «αις ου μίγνυται θεών τις, ουδ' άνθρωποι, ουδέ θήρ ποτε» — Ότε,
λέγει ο Πολυδεύκης, ενεφανίσθησαν επί της σκηνής γυναίκες ελιποθύμησαν
και παιδία απεβίωσαν εκ του τρόμου.

Αλλά δεν περιωρίσθη ο Σαικσπείρος εις μόνην την εγχώριον και δημώδη της
πατρίδος αυτού παράδοσιν. Παρεισάγων τας αναμνήσεις της αρχαιότητος,
αναμιγνύει τα κλασσικά του Απόλλωνος και της Εκάτης ονόματα μετά των
χυδαίων ονομασιών των Μαγισσών. Η δε βροχή και ο άνεμος και οι κεραυνοί
και η έρημος εξοχή, όπου συνέρχονται τα δαιμόνια του σκότους,
απαρτίζουσιν ατμοσφαίραν συναρμοζομένην προς τα σατανικά όντα, τα οποία
εντός αυτής παρουσιάζονται. Το όραμα του Μάκβεθ αποτελεί εν συνόλω
συμφωνίαν φαντασιώδη και πένθιμον, της οποίας την διαπασών ευθύς απ'
αρχής δίδει ο διάλογος των τριών Μαγισσών, εν τω μέσω της περικυκλούσης
αυτάς τρικυμίας.

Αι δύο ή τρεις σκηναί, καθ' ας αι Μάγισσαι συνέρχονται μόναι, και η
εμφάνισις αυτών εις τον Μάκβεθ και τον Βάγκον ταυτοχρόνως, εναργώς
αποδεικνύουσιν ότι ο ποιητής παριστά αυτάς ως όντα υπαρκτά και
αντικειμενικά. Εν τούτοις κριτικοί τινες απεπειράθησαν να εξώσωσι τα
υπέρ φύσιν εκ του θεάτρου του Σαικσπείρου, εξηγούντες αυτά ως απλάς
δήθεν φρεναπάτας, όπως εν τω Ορέστη του Ευριπίδου... Θέλουσι, λόγου
χάριν, ότι η εμφάνισις και αι προφητείαι των Μαγισσών ουδέν άλλο
παριστώσιν, ή την συσσωμάτωσιν των εν τη καρδία του Μάκβεθ κρυπτομένων
πόθων, και την προσωποποίησιν του πειρασμού, υπό του οποίου ενδομύχως
ούτος κατέχεται. Τούτο αποτελεί τω όντι μέρος του σκοπού του ποιητού,
αλλά μέρος μόνον. Αι Μάγισσαί του εκπροσωπούσι την Ειμαρμένην. Η
τραγωδία του αύτη δεν παριστά άνδρα δοξομανή αδικούντα εξ ελευθέρας
αυτού βουλήσεως μόνον, αλλά παριστά προσέτι αυτόν ως θύμα θεοτήτων
κακεντρεχών, θύμα δυστυχές και άξιον οίκτου, παλαίον κατά της τύχης
του. Ούτω δε προσλαμβάνει το δράμα τύπον αρχαϊκόν· παρά τον τρόμον
συνυπάρχει και έλεος, αμφότερα δ' έχουσι θρησκευτικόν πως χαρακτήρα.
Εάν ο Μάκβεθ δεν συνηντάτο μετά των Μαγισσών, η καρδία του ήθελεν είναι
ουχ ήττον μεμολυσμένη, αλλ' αι χείρες του ήθελον ίσως διαμείνει αγναί.
Το φιλοσοφικόν ύψος της ποιητικής του Σαικσπείρου συλλήψεως εις τούτο
ιδίως συνίσταται, εις την συνάντησιν της διεφθαρμένης του Μάκβεθ
καρδίας μετά του έξωθεν πειρασμού.

Αι τρεις Μάγισσαι είναι όντα αναντιρρήτως αντικειμενικά. Ουχ' ήττον
όμως αι υποκειμενικαί οπτασίαι είνε συνηθέστεραι εν τω θεάτρω του
Σαικσπείρου, και εις ταύτας φαίνεται προφανώς δίδων την προτίμησιν ο
μέγας ποιητής ως επί το πολύ· η ποιητική τε και ηθική αυτών αξία
υπερτερεί την των αντικειμενικών.

Όπως γείνη επί του θεάτρου παραδεκτή η οντότης πλασμάτων υπερφυσικών,
απαιτείται τέχνη Αισχύλειος ή Σαικσπείρειος, απαιτείται δε συγχρόνως
και η επί της ποιητικής εμπνεύσεως επίδρασις των συγχρόνων δοξασιών.
Άλλως, αντί όντων προκαλούντων θάμβος και φρίκην, ήθελον κινείσθαι επί
της σκηνής γελοίαι μηχαναί μελοδράματος, διαβολίσκοι αντί δαιμόνων, και
αντί φαντασμάτων φαντασμαγορίαι. Αι υποκειμενικαί όμως οπτασίαι, τα
πλάσματα δηλαδή της φαντασίας εν παθολογική ευρισκομένης καταστάσει,
ανήκουσιν εις την τάξιν των φυσικών φαινομένων, και καθ' ό τοιαύτα
εφείλκυσαν ιδίως την περιέργειαν του Σαικσπείρου.

Η απλουστέρα φάσις υποκειμενικής οπτασίας είναι το ενύπνιον.

Κατά την παραμονήν της μάχης του Bosworth ο βασιλεύς Ρικάρδος ο Γ'
κοιμάται εν τη σκηνή αυτού. Ενώπιόν του παρίστανται αίφνης αι σκιαί των
θυμάτων του και προλέγουσι την ήτταν και τον θάνατόν του. Αφυπνίζεται
διά μιας ο Ρικάρδος και ανακράζει: «ω δειλή συνείδησις, πώς με
βασανίζεις!».

Παρόμοια ενύπνια ετάρασσον τον ύπνον ετέρου βασιλέως ασθενεστέρου την
ψυχήν, Καρόλου του Θ' της Γαλλίας· αλλ' ούτος, εκτός των ενυπνίων, ήτο
υποκείμενος και εις φρεναπάτας ήδη. «Ο βασιλεύς Κάρολος έκραξε κατ'
«ιδίαν τον ιατρόν του και τω είπεν; Ιατρέ, δεν ηξεύρω τι έπαθον προ δύο
«ή τριών ημερών είμαι τεταραγμένος την ψυχήν και το σώμα· κοιμώμενος ή
«έξυπνος, ανά πάσαν στιγμήν, μοι φαίνεται ότι βλέπω εμπρός μου τα
«πτώματα των φονευθέντων με φρικτόν και αιματόφυρτον το πρόσωπον». Εκ
των λόγων του Καρόλου εξάγεται ότι αι οπτασίαι του δεν έχουσιν εισέτι
τοσαύτην ζωηρότητα, ώστε να εξαπατώσιν αυτόν ως προς την πραγματικότητά
των. Τοιαύτη και η φαντασιώδης μάχαιρα, την οποίαν ενώπιΌν του βλέπει ο
Μάκβεθ, (Πράξις Β', Σκ. Α') διατηρών όμως την συναίσθησιν της
φρεναπάτης του.

Εις την αυτήν κατηγορίαν ανήκει και η εμφάνισις της σκιάς του Καίσαρος
εις τον Βρούτον, κατά την παραμονήν της εν Φιλίπποις μάχης, εν τη
τραγωδία του Σαικσπείρου Ιούλιος Καίσαρ.

Η έντασις της ευαισθησίας του Βρούτου έχει αυτόν προπαρεσκευασμένον διά
τας επερχομένας εντυπώσεις. Είναι νυξ, νυξ επακολουθούσα ημέραν
ζοφεράν, καθ' ην ταυτοχρόνως έμαθε και της ευγενούς συζύγου του τον
θάνατον και την προσέγγισιν του εχθρικού στρατού. Είναι περίλυπος, προς
δε και δυσηρεστημένος καθ' εαυτού, διότι αδίκως ήρισε προς τον φίλον
του Κάσιον. Αγρυπνών εν τη σκηνή του, εν μέσω της βαθείας πέριξ
νυκτερινής σιγής, λαμβάνει βιβλίον εις χείρας, αλλά ματαίως προσπαθεί
ν' αναγνώση. Ο δούλος του, ο νεαρός Λούκιος ανακρούει κατ' αίτησίν του
μέλος τι, αλλά κεκμηκώς κλείει εντός ολίγου τα βλέφαρα και αποκοιμάται.
Τότε εις την τρέμουσαν λάμψιν του σβεννυμένου δαυλού, εμφανίζεται του
Καίσαρος η σκιά·

    Θαμπά που καίει ο δαυλός... Ποιος είναι που εμβαίνει;...
    Είναι τα 'μάτια μου θαρρώ τα αδυνατισμένα
    που πλάττουν τούτο το φρικτόν το φάντασμα εμπρός μου!
    Κατάντικρύ μου έρχεται... Εσύ, τι πράγμα είσαι;
    Θεός μην είσαι; Άγγελος, ή Δαίμονας; Με κάμνεις
    κ' αι τρίχες μου ορθόνονται, το αίμα μου παγόνει...
    Ειπέ τι είσαι;

    Η ΣΚΙΑ
    Ο κακός ο δαίμων σου, ω Βρούτε.

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    Τι θέλεις κ' ήλθες;

    Η ΣΚΙΑ
    Να σου 'πώ πώς θα μ' ιδής και πάλιν
    εις τους Φιλίππους.

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    Α! καλά! Λοιπόν σε ξαναβλέπω;

    Η ΣΚΙΑ
    Ναι· 'ς τους Φιλίππους...

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    Θα σ' ιδώ λοιπόν εις τους Φιλίππους. ..
    Τώρα που έκαμα καρδιάν, μου χάνεσ' απ' εμπρός μου!
    Κακέ μου Δαίμον, ήθελα κι' άλλα να' πώ μαζί σου. —
    Λούκιε! Βάρων! Κλαύδιε! Ακούσατε, 'ξυπνήστε!
    Κλαύδιε!

    ΛΟΥΚΙΟΣ
    Είναι η χορδή, αυθέντα, χαλασμένη.

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    Φαντάζεται πως τ' όργανον παίζει ακόμη. — Ξύπνα,
    αι, Λούκιε!

    ΛΟΥΚΙΟΣ
    Αυθέντα μου.

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    Τι είδες 'ς το όνειρόν σου,
    και τόσον εξεφώνησες;

    ΛΟΥΚΙΟΣ
    Αυθέντα, δεν ηξεύρω
    πως 'φώναξα.

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    Εφώναξες! Τι ήτον οπού είδες;

    ΛΟΥΚΙΟΣ
    Δεν είδ', αυθέντα, τίποτε.

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    Καλά. Ξανακοιμήσου.
    Αι Κλαύδιε! Συ, κύριε! Ξυπνήσατε!

    ΒΑΡΩΝ
    Αυθέντα!

    ΚΛΑΥΔΙΟΣ
    Αυθέντα!

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    Τι επάθατε 'ς τον ύπνον σας κ' οι δύο,
    και τόσον εφωνάξατε;

    ΚΛΑΥΔΙΟΣ
    'Φωνάξαμεν, αυθέντα;

    ΒΡΟΥΤΟΣ
    'Φωνάξατε! — Τι είδατε;

    ΒΑΡΩΝ
    Τίποτ' εγώ δεν είδα.

    ΚΛΑΥΔΙΟΣ
    Κ' εγώ δεν είδα τίποτε.

Τα ερωτήματα του Βρούτου μαρτυρούσιν, ότι αμφιβάλλει περί της
πραγματικότητος της οπτασίας του, και υποπτεύεται μη ευρίσκεται υπό το
κράτος φρεναπάτης.

Υπάρχουσι διάφοροι βαθμοί φρεναπάτης, ο δε Σαικσπείρος μετά πολλής
επιστασίας και τέχνης, προσέχει περί την διάκρισίν των. Καθώς ο
Βρούτος, και ο Αμλέτος επίσης είναι εκ της φυσιολογικής του
καταστάσεως, προδιατεθειμένος διά την επερχομένην οπτασίαν. Απ' αρχής
του δράματος κατέχεται υπό βαθείας μελαγχολίας. Αηδιάσας τον κόσμον και
του βίου επιζητεί την ερημίαν, και βλέπει τον νεκρόν ήδη πατέρα του

        με της ψυχής τα μάτια.

Αλλά δεν τον εξαπατά εισέτι η φαντασία του και γνωρίζει ότι το όραμα
εκείνο είναι της εξημμένης κεφαλής του πλάσμα. Βαθμηδόν όμως οι
ρεμβασμοί του μεταβάλλονται εις παράνοιαν, η δε θλίψις του εις
παραφροσύνην, και τότε είναι ώριμος διά πλήρη φρεναπάτην. Εν τη σκηνή
μεταξύ του Αμλέτου και της μητρός του (Γ' Πράξις) το φάσμα είναι μεν
ορατόν προς τους θεατάς, αλλ' όμως διαμένει υποκειμενικόν, διότι η
μήτηρ του δεν το βλέπει.

Και ο Μάκβεθ επίσης, κατ' αρχάς βλέπων την μάχαιραν εννοεί ότι είναι
ανύπαρκτος η πλάνη, αλλά βαθμηδόν εξαπτόμενος προβαίνει μέχρι τελείας
φρεναπάτης.

Ο Βάγκος δολοφονείται κατ' εντολήν του, τον δε φόνον του πληροφορείται
εν μέσω του συμποσίου, εις το οποίον είναι προσκεκλημένος και ο
φονευθείς. Ενώ ετοιμάζετο να παρακαθήση εις την τράπεζαν, ταράσσεται η
όρασίς του και νομίζει ότι ουδεμία θέσις υπάρχει κενή. Είναι τούτο η
αρχή του κακού. Βαδίζει προς την έδραν του, αλλά κραυγή φρίκης
εξέρχεται του στήθους του! Βλέπει επ' αυτής καθήμενον τον νεκρόν
Βάγκον! Οι συνδαιτυμόνες ανεγείρονται έντρομοι, αλλ' ουδέν βλέπουσι,
διότι ουδέν υπάρχει. Η Λαίδη Μάκβεθ προσπαθεί μετά μεγίστης παρρησίας
πνεύματος να καθησυχάση τους παρά την τράπεζαν φίλους, εξηγούσα ότι ο
Μάκβεθ υπόκειται εις το πάθος τούτο από νεαράς ηλικίας, αλλ' ότι το
πράγμα δεν είναι σπουδαίον, — και απευθυνομένη μετά ταύτα κατ' ιδίαν,
προς τον σύζυγον προσπαθεί να τον επαναφέρη εις τας αισθήσεις του.

Τα φαινόμενα ταύτα είναι πάντα φυσικά και γνωστά εις την επιστήμην, το
δε αληθές αυτών τα αποκαθιστά έτι μάλλον ενδιαφέροντα. Βλέποντες το
φάντασμα του Βάγκου εν τη σκηνή του συμποσίου, ενθυμούμεθα παρόμοια
πολλά γεγονότα της αυτής φύσεως και εν τη ιστορία, και εν μέσω της
νοσούσης ανθρωπότητος, καθ' εκάστην συμβαίνοντα...

Είτε αντικειμενικά είτε υποκειμενικά τα φάσματα, ανάγκη πάσα να υπάρχη
η απαιτουμένη προς όρασιν αυτών ψυχολογική προδιάθεσις εκ μέρους των
προσώπων του δράματος. Διά τί εν τη τραγωδία του Βολταίρου η
Σεμίραμις, ουδεμίαν προξενεί εντύπωσιν η εμφάνισις της σκιάς του
Νίνου; Ουχί, ως θέλει ο Λέσσιγκ, διότι παρουσιάζεται αναιδώς εν πλήρει
μεσημβρία, — ενώ η διακριτική και μυστηριώδης σκιά του πατρός του
Αμλέτου παρουσιάζεται κατά το μεσονύκτιον, εις ολίγων μόνον ανδρών τους
οφθαλμούς. Εις την λάμψιν της ημέρας εμφανίζεται και του Δαρείου το
είδωλον ενώπιον των γερόντων Περσών, αλλ' η νυξ ενυπάρχει εν τη
τραγωδία αυτή του Αισχύλου. Ότε ο βασιλεύς του ηττηθέντος εν Σαλαμίνι
κράτους εξέρχεται του τάφου του, η εμφάνισίς του είναι ήδη
προπαρεσκευασμένη, περιμένεται, προκαλείται, — υπάρχει δε πλήρης
αρμονία μεταξύ της εκ του Άδου προελεύσεως ταύτης και των πενθίμων
διανοημάτων των του δράματος προσώπων· Του Βολταίρου απ' εναντίας το
φάσμα είναι μηχανή θεατρική ουδέν άλλο σκοπούσα ή κατορθούσα, ή την
ανύψωσιν της πομπής του θεάματος. Εις μάτην προαναγγέλλεται η έλευσίς
του διά κεραυνών και κρότων έσωθεν· ουδέν κατορθοί διά της παρουσίας
του.

Ενταύθα παρουσιάζεται το ζήτημα, εάν εν τη δραματική παραστάσει των
τοιούτων φαινομένων ήναι προτιμητέα, ή μη η επί της σκηνής παρουσίασις
των φασμάτων. Τω όντι, υπάρχει τι το αντιφατικόν εις την προς τους
θεατάς επίδειξιν αντικειμένων, τα οποία βλέπει ο νοσών μόνος, τα δε
λοιπά του δράματος πρόσωπα δεν βλέπουσιν. Αλλ' εν τω θεάτρω τα πλείστα
γίνονται κατά συνθήκην, της δε συνηθείας η ισχύς είναι τοσαύτη, ώστε οι
θεαταί ευκόλως παραδέχονται τα μη πιθανά. Όθεν η λύσις του ζητήματος
εναπόκειται κυρίως εις τους εργολάβους.

Ότε εδιδάχθη η Ορέστεια του Αισχύλου, παρουσιάσθη η εξής δυσκολία. Κατά
το τέλος της τραγωδίας των Χοηφόρων, δευτέρου της τριλογίας μέρους, αι
Ευμενίδες, των οποίων επίκειται ακολούθως η επί της σκηνής εμφάνισις,
εγείρονται βραδέως από του εδάφους και τας βλέπει μεν ο Ορέστης, αλλ'
ουχί και ο Χορός. Ήτο δ' επάναγκες να γείνη προς τους θεατάς ορατή η
παρουσία των, διότι ενταύθα δεν πρόκειται περί φρεναπάτης, ως εν
Ευριπίδη, αλλά περί φρικώδους πραγματικότητητος, ο δ' Αισχύλος ήθελε
την τοιαύτην εμφάνισίν των ως σύνδεσμον μεγαλοπρεπή μεταξύ του δευτέρου
και του τρίτου μέρους της τριλογίας αυτού. Η διάταξις του εν Αθήναις
θεάτρου επέτρεψε την ανύψωσιν των Ευμενίδων από της ορχήστρας, ένθεν αι
δρακοντόμαλλοι κεφαλαί των, προβάλλουσαι βαθμηδόν, ήσαν οραταί εις
μόνους τους θεατάς και τον Ορέστην, ουχί δε εις τον χορόν·

    Α α, δμωαί γυναίκες, αίδε Γοργόνων δίκην
    φαιοχίτωνες και πεπλεκτανημέναι
    πυκνοίς δράκουσιν! ουκ έτ' αν μείναιμ' εγώ.
     — Τίνες σε δόξαι, φίλτατ' ανθρώπων πατρί,
    στροβούσιν;...
     — Ουκ εισί δόξαι τώνδε πημάτων εμοί·
    σαφώς γαρ αίδε μητρός έγκοτοι κύνες...
    Άναξ Άπολλον, αίδε πληθύουσι δη,
    καξ ομμάτων στάζουσιν αίμα δυσφιλές...
    υμείς μεν ουχ οράτε τας δ', εγώ 'δ ορώ.
    ελαύνομαι δε, και ουκ έτ' αν μείναιμ' εγώ.

Νομίζω μοναδικήν εν τω θεάτρω την αντικειμενικήν ταύτην παράστασιν
όντων μη ορατών εις άπαντα τα δρώντα πρόσωπα. Αλλ' ότε πρόκειται περί
υποκειμενικών οπτασιών, αύται δύνανται κατ' αρεσκείαν να γίνωσιν
οραταί, ή μη, προς τους θεατάς. Εάν τα μηχανήματα δεν είναι εκ των
εντελεστέρων ο δε ηθοποιός απ' εναντίας έχη την απαιτουμένην ικανότητα,
προτιμητέα η αποφυγή μηχανών, αίτινες αντί τρόμου ενδέχεται να
προξενήσωσι γέλωτα.

Εσπέραν τινά ο περιώνυμος Γάλλος ηθοποιός Τάλμας, συνδειπνών μετά
φίλων, παρεκλήθη ν' απαγγείλη την γνωστήν ?ήν της γ' πράξεως του
Αμλέτου. Μόναι σκηνικαί προπαρασκευαί ήσαν εξ ανάγκης τα έπιπλα του
εστιατορίου, ο δε Τάλμας απήγγειλε τους γαλλικούς στίχους της ψυχράς
του Ducis παραφράσεως. Εν τούτοις οι ακροαταί κατελήφθησαν υπό φρίκης.
Δεν είχε χρείαν φάσματος άντικρύ του. Οι ιδόντες αυτόν έλεγον ότι
έβλεπον το φάσμα εις τους οφθαλμούς και την φωνήν του ηθοποιού.



Β'. Ο Μάκβεθ.

Χαίρε, ω Μάκβεθ! Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης

Αι Δυνάμεις του Άδου εν τη τραγωδία του Σαικσπείρου ενεργούσιν
αντιστρόφως ή εν τη τριλογία του Αισχύλου. Παρουσιάζονται επί της
σκηνής ουχί μετά το έγκλημα, αλλά προ αυτού, ουχί προς τιμωρίαν, αλλά
προς πειρασμόν.

Απεδώκαμεν εις τας Μαγίσσας ύπαρξιν πραγματικήν, αντικειμενικήν,
παραβάλλοντες δε τον Μάκβεθ προς τας αρχαίας τραγωδίας υπεδείξαμεν ότι
η μεταξύ αυτών ομοιότης προέρχεται προ πάντων εκ της ενυπαρχούσης εις
το δράμα της επιδράσεως Δυνάμεων υπερφυσικών, αιωρουμένων υπεράνω επί
της σκηνής προσώπων.

Αλλά, λέγοντες και παραδεχόμενοι ταύτα, ούτε αποδίδομεν μεγαλειτέραν
του δέοντος αξίαν εις την ενταύθα επικράτησιν της Ειμαρμένης, ούτε
παραβλέπομεν την μεγίστην ? λως διαφοράν μεταξύ του νεωτέρου τούτου
αριστουργήματος και της αρχαίας εν γένει τραγωδίας. Διότι, επί τέλους,
μεθ' όλα τα ήδη λεχθέντα, το εξέχον εν τω Μάκβεθ είναι ηθική ελευθερία,
ελευθερία σχετική βεβαίως και περιωρισμένη καθό ανθρωπίνη, αλλ' όπως
δήποτε περιέχουσα την ελαστικότητα, την οποίαν η λέξις εμφαίνει, οπότε
εφαρμόζεται εις τον άνθρωπον.

Η Ειμαρμένη, εις την οποίαν ο Μάκβεθ υπείκει, είναι απλώς μόνον ο
φυσικός νόμος, καθ' ον το έγκλημα γεννά το έγκλημα, η δε ανομία
διαδέχεται την ανομίαν. Ο άπαξ τολμήσας να θέση τον πόδα επί της
ολισθηράς κατωφερείας, κυλιέται μέχρι βάθους του βαράθρου, αλλ' όμως
δεν απαλλάσσεται της ευθύνης του πρώτου τουλάχιστον βήματος· ηδύνατο δε
πίπτων έτι να επικαλεσθή και να εύρη χείρα πρόθυμον συμπαθείας. Τα
Δαιμόνια εν τω Σαικσπειρείω δράματι εκπροσωπούσι τον πειρασμόν, εις τον
οποίον ναι μεν υποκύπτει ο αφρόνως προσηλών επ' αυτού τον οφθαλμόν,
αλλ' ουχί και ο έχων την γνώσιν ν' αποστρέψη το πρόσωπον. Αι Μάγισσαι,
διά της εμφανίσεως και των προφητειών αυτών, δεν εξασκούσιν επί της
θελήσεως του Μάκβεθ πίεσιν αναπόδραστον, ουδ' αναγκαζουσιν αυτόν διά
της βίας, τρόπον τινά, να πράξη το κακόν. ? ούτος μέχρι τέλους οίος ο
άνθρωπος παρίσταται εις άπαντα του Σαικσπείρου τα έργα, και οποίος
είναι πράγματι τω βίω, ο κύριος δηλαδή της τύχης του εργάτης. Εάν δεν
δυνάμεθα να ερωτήσωμεν τον Μάκβεθ αυτόν, τι περί τούτου φρονεί, ήθελεν
υπερηφάνως αρνηθή, να επιρρίψη την ευθύνην των πράξεών του εις
οιονδήποτε άλλον, έστω και εις τον σατανάν. Ουδένα ποτέ μέμφεται, ουδέ
την σύζυγόν του, ουδέ τας Μοίρας, ουδ' ανακράζει ούτος ως ο Ορέστης του
Ευριπίδου, ο Απόλλων πταίει.

    Τούτω' πιθόμενος την τεκούσαν έκτανον.
    Εκείνον ηγείσθ' ανόσιον και κτείνετε·
    εκείνος ήμαρτ', ουκ εγώ.

Όθεν, εάν σφάλλωσιν όσοι των κριτικών θέλουσι να σμικρύνωσι την
επίδρασιν του πειρασμού επί της ψυχής του Μάκβεθ σφάλλουσιν όμως έτι
μάλλον οι παραγνωρίζοντες την ελευθερίαν της βουλήσεώς του.

Ο Άγγλος χρονογράφος Holinshed, εξ ου ηρύσθη την υπόθεσιν του δράματος
ο Σαικσπείρος, λέγει, ότι «ημέραν τινα καθ' ην ο Μάκβεθ και ο Βάγκος
«μετέβαινον εις Φόρες, όπου ο βασιλεύς κατ' εκείνο του χρόνου διέμενεν,
«ενώ μόνοι οι δε διέτρεχον προς διασκέδασιν δάση και αγρούς, συνήντησαν
«αίφνης τρεις γυναίκας αλλοκότως ενδεδυμένος, και ομοιαζούσας προς
«άλλης εποχής όντα.»

Ο ποιητής τροποποίησαν ουσιωδώς του χρονογράφου την περιγραφήν. Εν τη
τραγωδία δεν συναντά τυχαίως τας Μαγίσσας ο Μάκβεθ διατρέχων μετά του
Βάγκου δάση και αγρούς αλλ' επιστρέφων εκ της μάχης φόνου και δόξης
μεστός. Η ανδρεία του έσωσε τον βασιλέα, τον χρηστόν και ειρηνικόν
Δώγκαν, ούτινος τον θρόνον εκλόνιζε φοβερά αποστασία. Άνευ του Μάκβεθ
κατεστρέφετο η βασιλεία. Χείμαρρος αισθημάτων συγκεχυμένων, στοχασμών
εξ εκείνων τους οποίους ονειρεύεται έξυπνος, πλημμυρεί τον νουν και την
καρδίαν του. «Άνευ εμού, λέγει καθ' εαυτόν, τι θα εγίνετο ο Δώγκαν;
«Εις τον βραχίονά μου οφείλει και θρόνον και ζωήν. Εάν έπρεπε να
«βασιλεύη ο ικανώτερος, ήθελεν είναι ούτος ο βασιλεύς της Σκωτίας; »

Αλλά τοιούτον μονόλογον ο Σαικσπείρος δεν θέτει εις τα χείλη του ήρωός
του, ουδέ περιπίπτει εις το λάθος του να δώση σώμα και μορφήν εις ό,τι
ώφειλε ν' αφήσει αόριστον και ασαφές. Εξ αυτών όμως των πρώτων του
Μάκβεθ λέξεων διαβλέπομεν, ότι υφίσταται μυστηριώδης τις σύνδεσμος
μεταξύ των Δαιμονίων του σκότους και των μυχίων αυτού στοχασμών. Οι
τελευταίοι κατά την πρώτην σκηνήν λόγοι των Μαγισσών ήσαν:

    Είν' τα ωραία φρίκη, φρίκη τα καλά.

Ο δε Μάκβεθ μετ' ολίγον, εισερχόμενος επί της σκηνής, λέγει προς τον
Βάγκον:

Δεν είδα ημέραν 'σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι' ωραίαν.

Ομιλεί περί του καιρού ή περί της μάχης; Υπάρχει ως προς τούτο
αμφιβολία τις, ως εκ του διφορουμένου των λέξεων, αλλ' αδιάφορον τούτο.
Το πράγμα έχει σημασίαν μεγάλην, καθό υποδεικνύον (εν ελλείψει
μονολόγου) την αισθητικήν ούτως ειπείν υπόστασιν του Μάκβεθ,
βασιζομένην επί της επιδράσεως του Άδου.

Τοιαύτη η ηθική του ήρωος κατάστασις, καθ' ην στιγμήν συναντάται μετά
των Μαγισσών, αίτινες προσαγορεύουσι τον νικητήν της αποστασίας ως
μέλλοντα της Σκωτίας βασιλέα. Ο Μάκβεθ έκθαμβος, καταλαμβάνεται υπό
ρίγους, ο δε χρηστός Βάγκος εκπλήττεται:

    ω φίλε, τι 'ξιππάζεσαι, ωσάν να σε φοβίζουν
    ακούσματα ευχάριστα;

Ουδ' έχει άδικον εκπληττόμενος ο Βάγκος. Εν περιπτώσει θανάτου του
βασιλέως της Σκωτίας, διαδέχεται αυτόν, κατά νόμον, ο εγγύτερος
συγγενής του. Επειδή δε του Δώγκαν οι υιοί είναι ανήλικοι,
αποθνήσκοντος αυτού δικαιούται να καθέξη τον θρόνον ο νικητής, και
τροπαιούχος εξάδελφος του Μάκβεθ. Αλλά κατελήφθη ούτος υπό ρίγους,
διότι επεχύθη αίφνης φως απαίσιον εντός της αβύσσου της καρδίας του. Οι
λόγοι των Μαγισσών έδωκαν διά μιας σώμα εις τους συγκεχυμένους
στοχασμούς, τους οποίους ησχύνετο μέχρι τούδε ν' αποκαλύψη εις εαυτόν,
«Βασιλεύς της Σκωτίας ! . . . Πότε;» Μετά χρόνον πολύν ίσως. . . Αλλ' ο
Δώγκαν δύναται να ζήση επί πολύ έτι, οι δε υιοί του, ν' ανδρωθώσιν εν
τω μεταξύ . . . Ω ! το σκήπτρον, το σκήπτρον ! Μοι προφητεύουσιν ότι θα
μοι δοθή . . . Διατί να μη το αρπάσω ; . . . Πόθεν έρχεται ο πειρασμός

    που μου ορθώνει τα μαλλιά με την εμφάνισίν του,»

κτλ. (εν Σκ. Γ' της Α' Πράξεως).

Αλλ' ο Μάκβεθ δεν είναι εκ των αφινόντων εις την τύχην την φροντίδα του
να εργασθή, υπέρ εαυτών, η δε τύχη φαίνεται προδιατεθειμένη να
εξαπατήση τας ελπίδας του, εάν αφεθή εις αυτήν και μόνην.

Ο βασιλεύς ανταμείβων μεγαλοπρεπώς αυτόν τε και τον Βάγκον και τους
λοιπούς του θρόνου του υπερμάχους, αναγέλλει τας διά το μέλλον
αποφάσεις του και αναγορεύει τον υιόν του Μάλκολμ διάδοχον του θρόνου.

Τότε πρώτον ο Μάκβεθ συλλαμβάνει οριστικώς, μετ' αποφάσεως σταθεράς
αλλ' ουχί άνευ φρίκης, τον σκοπόν του φόνου.

Ενίκησεν ο Άδης, διότι ο Μάκβεθ έχει την καρδίαν διεστραμμένην. Εάν ο
νους και η καρδία του δεν έρρεπον προς το κακόν, ουδέποτε ήθελεν ισχύση
να τον σπρώξη μέχρι της διαπράξεως του εγκλήματος ο Σατανάς, υπό την
μορφήν παρουσιαζόμενος των Μαγισσών ή της συζύγου του. Ο αγαθός Βάγκος
είδεν επίσης τας Μαγίσσας, αλλά τα πονηρά Δαιμόνια δεν απευθύνουσι προς
εκείνον τον λόγον, διότι γνωρίζουσιν ότι δεν νικάται υπό του πειρασμού.
Ο Βάγκος αυτός τας προσκαλεί να τω λαλήσωσι. Αι Μάγισσαι προλέγουσι
τότε εις τον Βάγκον, ότι τα τέκνα του θα καθέξωσι τον θρόνον, η δε
προφητεία τον ταράσσει· συναισθάνεται ότι προέρχεται εκ του Άδου η φωνή
και προτρέπει τον Μάκβεθ να προφυλάττηται από του πονηρού.

Μετανοεί μάλιστα ο Βάγκος διά τας προς τα δαιμόνια ερωτήσεις του, διότι
ναι μεν αι προφητείαι των ουδαμώς ισχύουσιν επί της καρδίας του, αλλ'
όμως ταράττουσι τον νουν και ανησυχούσι τον ύπνον του. Έξυπνος δεν
φοβείται, αλλά την νύκτα κοιμώμενος δεν είναι τις κύριος εαυτού. Όθεν
προσεύχεται πριν ή κατακλιθή. Καρδία καθαρά και προσευχή προς τον Θεόν,
ιδού τα όπλα δι' ων ο Βάγκος παλαίει κατά του Σατανά.

Εν τη ποιήσει του Σαικσπείρου αλλέως βλέπουσι την φύσιν οι χρηστοί,
αλλέως δ' οι κακοί. Ο μεν τεταραγμένος την ψυχήν Μάκβεθ ελκύεται υπό
του μεγαλείου της τρικυμίας, ή υπό του γοήτρου των κεραυνών και της
ανεμοζάλης, η δε σκληροκάρδιος σύζυγός του προσέχει εις μόνον των
ορνέων τον κρωγμόν· ενώ την ψυχήν του Βάγκου ευφραίνουσιν αι χελιδόνες
αγγέλλουσαι το έαρ και η γλυκύτης του αέρος.

Και ουδ' αρκείται η ποίησις παριστώσα τον άνθρωπον μόνον επιρρεπή εις
το να αισθάνηται τα της φύσεως, αναλόγως των ψυχικών αυτού διαθέσεων. Η
φύσις αυτή συνταυτίζεται μετά του ανθρώπου και των πράξεών του. Καθ' ην
νύκτα δολοφονείται ο Δώγκαν, η γη τρέμει, γογγυσμοί ακούονται εις τον
αέρα, την δ' επιούσαν οι ίπποι του βασιλέως

    αγρίευσαν και έσπασαν τους σταύλους των, κ' εβγήκαν
    κ' εχάθηκαν ακράτητοι κ' επαναστατημένοι κτλ.

Αι τοιαύται προσωποποιήσεις, των οποίων ανέκαθεν η ποίησις ποιείται
χρήσιν, δεν είναι απλώς σχήματα ρητορικά, αλλ' εκφράζουσι την
θρησκευτικήν συναίσθησιν της ενότητος απάσης της πλάσεως, και του
ενδιαφέροντος, μεθ' ου οι ουρανοί βλέπουσι τα επί γης...

Ο Μάκβεθ δεν είναι φύσει ούτε τοσούτω μιαρός κακούργος, ώστε να
προκαλέση αφ' εαυτού και να προλάβη τον πειρασμόν, ούτε άγιός τις,
όστις υποκύπτει άκων εις την εκ του Άδου πίεσιν. Είνε άνθρωπος, ό εστι
μίγμα αγαθού και πονηρού, το δε πονηρόν βαθμηδόν νικά εν αυτώ και
υπερέχει. Ένθεν μεν ο χαρακτήρ αυτού παρίσταται φυσικός και πλήρης
αληθείας, η δ' εξιστόρησις των πράξεών του ενδιαφέρει ημάς.

Ότε, αποφασίσας ήδη τον φόνον του Δώγκαν, ξενίζει αυτόν υπό την στέγην
του και έχει πρόχειρον το θύμα, διστάζει αναχαιτιζόμενος υπό της
ευκολίας αυτής του πράγματος και υπό του μη αποσβεσθέντος εισέτι
αισθήματος της τιμής. Άλλο όμως η τιμή και άλλο η φιλοτιμία (1). Την
φιλοτιμίαν, ουχί την τιμήν του Μάκβεθ εξάπτει η σύζυγός του, ότε
επιπλήττουσα αυτόν ως άνανδρον, και ως μη τηρούντα τον φρικτόν όρκον
του, ωθεί αυτόν εις το έγκλημα. Ο δε Μάκβεθ, μη φέρων την ύβριν,
στερεούται εις την φοβεράν απόφασίν του, μετά βίας όμως περιστέλλων τας
διαμαρτυρήσεις της συνειδήσεώς του. Αλλ' η τιμωρία, η δίκη επέρχεται
από της πρώτης στιγμής. Ο Μάκβεθ εσκότωσε τον ύπνον· ο Μάκβεθ δεν θα
κοιμηθεί εις το εξής! Εάν ο ήρως της τραγωδίας του Σαισπείρου δεν
ησθάνετο τύψιν συνειδήσεως, εάν απ' αρχής εφαίνετο πάντη ανάλγητος,
ηθέλομεν παρακολουθήσει το θέαμα των κακουργημάτων του πλήρεις μεν
οίκτου και ελέους προς τα θύματά του, αλλ' αδιάφοροι όλως ως προς
εκείνον, μόνη δε η εν τέλει καταστροφή του ηδύνατο να ικανοποιήση υπό
αισθητικήν τε και ηθικήν έποψιν, την ψυχήν ημών. Αλλά δεν έχει ούτως η
υπόθεσις. Ο Μάκβεθ δεν τιμωρείται υπό της σπάθης μόνης του Μακδώφ, αλλ'
υπό της συνειδήσεώς του αυτής. Η ενδόμυχος δίκη του, συνταυτιζομένη
μετά του εγκλήματος, είναι σύγχρονος αυτού, ή μάλλον ειπείν
προγενεστέρα. Προηγηθείσα της πράξεως, ήρχισεν αφ' ότου συνελήφθη ο
σκοπός αυτής.

Η ψυχική κατάστασις του Μάκβεθ αποκαθιστά αυτόν άξιον οίκτου μάλλον ή
αποστροφής. Θεωρούμεν τιμωρίαν ικανήν τον ενδόμυχον βασανισμόν του. Ότε
δ' επί τέλους αποθνήσκει ηρωικώς, θαυμάζομεν αυτόν, καίτοι άκοντες,
διότι ναι μεν είναι κακούργος φρικτός, αλλ' ουχί και ευτελής. Άλλως τε,
εν τω τραγικώ εν γένει του Σαικσπείρου θεάτρω, οι φαύλοι δεν έχουσιν
άνανδρον και χαμερπή την κακίαν. Αληθώς, ο δολοφονήσας τον Δώγκαν, όπως
τυραννήση επί της Σκωτίας, κινείται υπό σκοπών ιδιοτελών, κατά τούτο
ιδίως διαφέρων των ηρώων της αρχαίας τραγωδίας, των οποίων αι πράξεις
ανυψούνται και εξαγνίζονται διά της θείας έξωθεν επιδράσεως. Αλλ' η
φιλοδοξία, ει και ιδιοτελής, ουδέν όμως έχει το ταπεινόν, το δ' έγκλημα
του Μάκβεθ δεν εξευτελίζεται διά του στίγματος της χαμερπείας. Πλήρης
ανδρείας, μάχεται ως λέων οπότε δε, εκτελουμένης κατά γράμμα της
προφητείας, εκλείπει πάσα ελπίς, οπότε το δάσος της Βιρνάμης
μετακινούμενον προχωρεί κατ' αυτού, αποθνήσκει μαχόμενος και αψηφών την
τύχην.

Ουδ' έχει μόνην του μαχητού την γενναιότητα. Από του δευτέρου αυτού
βήματος εν τη οδώ της ανομίας, παλαίει τολμηρώς κατά της ειμαρμένης. Αι
Μοίραι υπεσχέθησαν τον θρόνον εις τους απογόνους του Βάγκου· όθεν
αποφασίζει τον φόνον του Βάγκου και του υιού του, αλλά την νέαν ταύτην
πάλην αναλαμβάνει μόνος, η δε σύζυγος, ήτις τον παρέσυρεν εις το πρώτον
έγκλημα, μένει αμέτοχος του δευτέρου. Θέλει μόνος αυτός να φέρη την
ευθύνην τούτου.

Παρεκτός της τοιαύτης γενναιότητος, ο Μάκβεθ έχει την ειλικρίνειαν του
να μη εξαπατά αυτός εαυτόν ως προς το μέγεθος των ανομημάτων του·
συναισθάνεται την κακίαν του και την αθωότητα των θυμάτων του. Ότε,
περί το τέλος του δράματος, μανθάνει την προσέγγισιν του εχθρικού
στρατού και την εν αυτώ παρουσίαν ενός των υιών του Δώγκαν, εννοεί ότι
επέρχεται η ώρα του απολογισμού:

            Επέρασ' η νεότης·
    εγύρισε 'ς το μάραμα ο δρόμος της ζωής μου κτλ.

Μετά τον φόνον του Δώγκαν ο Μάκβεθ αναγορεύεται βασιλεύς, αλλά δεν
θεωρεί εαυτόν ασφαλή, ενόσω ο Βάγκος ζη. Ο Βάγκος, κοινωνός των
προφητικών υποσχέσεων των Μαγισσών, υποπτεύεται βεβαίως τον Μάκβεθ ως
ένοχον του φόνου, εκτός δε τούτου, ο Βάγκος είναι κατά τον χρησμόν
πατήρ και ρίζα των διαδόχων του Μάκβεθ.

Όθεν εκμισθοί ο Μάκβεθ δύο δολοφόνους, όπως φονεύσωσι τον Βάγκον και
τον υιόν του.

Εν μέσω της ηθικής του Μάκβεθ καταπτώσεως ευρισκόμεθα ενταύθα εις
σημείον άξιον προσοχής, ως προς την ψυχολογικήν του ήρωος μελέτην. Αφ'
ης στιγμής έδρεψε τους καρπούς του πρώτου αυτού εγκλήματος, προβαίνει
εις τα εμπρός μετά σατανικής όντως ευσταθείας, το δε βαρύνον εφεξής
αυτόν δεν είναι η συνείδησίς του, — την οποίαν εφόνευσεν εντός της
καρδίας του, — αλλ' ο φόβος, η ανησυχία μη δεν εξησφαλίσθη αρκούντως το
επιχείρημα, μη δεν αρκεί το μέχρι τούδε χυθέν αίμα.

Ο Βάγκος δολοφονείται, αλλά χάρις εις ένα των δολοφόνων, σβύσαντα
αίφνης τους δαυλούς, διασώζεται ο υιός του, του οποίου επεζήτει ο
Μάκβεθ τον θάνατον, όσον και τον του Βάγκου αυτού· « Μας έφυγεν ο υιός
του!» ανακράζει είς των φονέων·

    Τότ' η μισή μας η δουλειά πηγαίνει 'ς τα χαμένα!

Επιστρέφουσιν όπως δώσωσι λόγον των πράξεών των, και εισδύουσι μέχρι
της θύρας της αιθούσης, όπου εν μέσω φωτοχυσίας και πομπής, οι άρχοντες
συμποσιάζουσι μετά του βασιλέως. Ο Μάκβεθ, άμα ιδών αυτούς,
απομακρύνεται εν βία των συνδαιτυμόνων του, όπως πληροφορηθή τα
γενόμενα·

         — Γεμάτον αίμα είναι
    το πρόσωπόν σου, άνθρωπε!...

Ουχί πλέον η φρίκη του χυθέντος αίματος, αλλ' ο φόβος μη δεν εχύθη
ικανόν βασανίζει τον Μάκβεθ και κλονίζει μέχρι φρενοβλαβείας τον
εγκέφαλόν του. Απέχομεν ήδη πολύ των πρώτων της ψυχής αυτού σπαραγμών.
Τότε ηύχετο και επεθύμει ν' αναστήση τον Δώγκαν ο κρότος της κρουομένης
θύρας. Ήδη, ότε το φάσμα του Βάγκου εμφανίζεται ενώπιόν του, την
φρεναπάτην προξενούσιν ουχί αι τύψεις της συνειδήσεως, αλλ' αι
αδημονίαι της εντρόμου φαντασίας του. Εν τη παραφροσύνη του νομίζει ότι
ο Βάγκος ανεστήθη, διότι δεν εφονεύθη αρκούντως.

Αφού δε, παρελθούσης της φρεναπάτης, επαναλαμβάνη τας αισθήσεις, οποίαι
αι πρώται του Μάκβεθ λέξεις;

    Αίμα ζητεί! Είναι γραπτόν: το αίμα θέλει αίμα!
    Τόσον βαθειά 'ς τα αίματα εχώθηκα ως τώρα,
    ώστε αν παύσω να βουτώ, το να γυρίσω 'πίσω
    θα ήν' επίσης δύσκολον, καθώς να προχωρήσω.

Θα προχωρήση! Σχεδιάζει τον φόνον και του Μακδώφ. Η Λαίδη Μάκβεθ εν
τούτοις τον παρακινεί ν' αναπαυθή. « Ας πλαγιάσωμεν», αποκρίνεται. Αλλ'
όχι! ο Μάκβεθ εσκότωσε τον ύπνον! Ο Μάκβεθ δεν θα κοιμηθή εις το εξής!
Η συνείδησις ενεκρώθη εν αυτώ, αλλ' η φαντασία του όμως, άγρυπνος
αείποτε και έντρομος, διώκει και ύπνον και ησυχίαν. Πορεύεται και πάλιν
προς τας Μαγίσσας, αίτινες παριστώσιν ενώπιον του οπτασίαν νέαν αλλ'
αύτη ουδέν άλλο είναι, ή φαντασμαγορική παράστασις των σκέψεων υφ' ων
πιέζεται ο νους του.

Η εσχάτη ψυχολογική κατάστασις, εις την οποίαν ο Μάκβεθ περιπίπτει,
είναι η αδιαφορία, η απονάρκωσις, γενική τις αναισθησία, εξ ης
εξέρχεται όπως αποθάνη γενναίως, όμοιος προς λύχνον, όστις πριν ή
αποσβεσθή, αναδίδει τελευταίαν λάμψιν. Κραυγαί και οιμωγαί αντηχούσιν
εντός του μεγάρου, αλλά μένει ούτος ατάραχος.

Μανθάνει ανάλγητος της συζύγου του την αυτοχειρίαν, η δε μόνη της
θλίψεως αυτού έκφρασις είναι ο εξής απελπιστικός του βίου ορισμός:

    Δεν είν' ο βίος άλλο,
    παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος,
    οπού πηγαίνει κ' έρχεται μιαν ώραν 'ς την σκηνήν του,
    και πλέον δεν ακούεται. Είν' ένα παραμύθι
    που λέγει ένας παλαβός — βοήν, θυμούς γεμάτον,
    αλλά δεν έχει νόημα!

Αι τύψεις της συνειδήσεως, αι ανησυχίαι της φαντασίας, η μέχρις
ηλιθιότητας απόγνωσις, ιδού οι τρεις κύριοι σταθμοί εν τη διελίξει της
ηθικής του Μάκβεθ καταπτώσεως. Δεν εστερείτο μεγαλείου ο Μάκβεθ, ή
ευγενείας εμφύτου, ηδύνατο δε, καθώς ο Ιώβ, ν' αντιπαλαίση κατά του
Διαβόλου και να νικήση αυτόν, εάν εν ημέρα αλαζόφρονος μέθης δεν
συνηντάτο η φιλοδοξία του μετά του εξ Άδου πειρασμού:

    Χαίρε, ω Μάκβεθ! Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης!

Γ'. Η Λαίδη Μάκβεθ.

Ο χαρακτήρ του Μάκβεθ αποτελεί αξιόλογον υπόδειγμα της μεθόδου του
Σαικσπείρου περί την απεικόνισιν των τραγικών αυτού προσώπων.
Διασαφίζων την πρώτην του πάθους αφετηρίαν, παρακολουθεί την βαθμιαίαν
αυτού ανάπτυξιν μέχρι της καταστροφής, εις τρόπον ώστε ο θεατής έχει
προ αυτού, ουχί μίαν κρίσιμον στιγμήν της υπάρξεως του ήρωος, ως εν τω
αρχαίω θεάτρω, αλλά την ιστορίαν ολόκληρον της ψυχής αυτού απ' αρχής
μέχρι τέλους. Ο Μάκβεθ δεν παρίσταται εν αρχή του δράματος οποίος
φαίνεται εν τη δευτέρα πράξει, ουδέ αποκαλύπτεται όλος εν τη δευτέρα
ταύτη πράξει, αλλ' εν τέλει μόνον της τραγωδίας γνωρίζομεν αυτόν κατά
βάθος. Ούτω και ο Οθέλλος δεν παρίσταται ευθύς απ' αρχής ζηλότυπος· απ'
εναντίας, κατ' αρχάς έχομεν εν αυτώ άνδρα ειλικρινή και εύπιστον, ουδέν
άλλο ποθούντα και απολαμβάνοντα ή του έρωτος την ευτυχίαν. Τοιούτος και
Τίμων ο Αθηναίος, όστις, πριν ή καταλήξη εις μισανθρωπίαν, σπαταλεί εις
τους περί αυτόν την φιλίαν και τους θησαυρούς του.

Αλλ' εν τω προσώπω της συζύγου του Μάκβεθ τολμώ ειπείν ότι ο ποιητής
παραβαίνει την τοιαύτην ψυχολογικήν αυτού μέθοδον. Άνευ ουδεμιάς
προπαρασκευής φέρει αίφνης ενώπιον ημών τέρας κακίας, μη προειδοποίησας
ουδαμώς τον θεατήν πόθεν η τοσαύτη κακία, ή τουλάχιστον διά τι υπό τας
υπαρχούσας εν τω δράματι περιστάσεις αναφαίνεται.

Δυνάμεθα να παραδεχθώμεν, ότι η κακία των γυναικών υπερβαίνει την των
ανδρών, ως και ο Ευριπίδης ομολογεί εν Μηδεία:

        πεφύκαμεν
    γυναίκες εις μεν έσθλ' αμηχανώταται,
    κακών δε πάντων τέκτονες σοφώταται.

Δυνάμεθα δ', ως προς τούτο, να επιφέρωμεν και ετέραν ιερωτέραν
μαρτυρίαν, την του Ευαγγελίου αυτού, εν ώ βλέπομεν τον Ιησούν και τους
Αποστόλους άπαξ μόνον εκβάλλοντας εξ ανδρός πνεύματα ακάθαρτα πλείονα
του ενός, ενώ εκ μιας και μόνης γυναικός επτά όλα δαιμόνια εξεβλήθησαν.
Ταύτα πάντα σημαίνουσιν, ότι οπότε το φύλον, το παρά Θεού πλασθέν
ασθενές και ευαίσθητον, παρεκκλίνει της ευθείας οδού, απολήγει εις
διαφθοράν ταχυτέραν και πληρεστέραν ή το αγροικότερον, συνάμα δε και
ισχυρότερον, ανδρικόν φύλον· ο δε ποιητής δικαιούται οπωςδήποτε ν'
απεικονίση την ανθρωπίνην φύσιν εν πάση αυτής τη μοχθηρία. Αλλά, όσω
μεγαλειτέρα η παρεκτροπή της γυναικείας καρδίας, τοσούτω αναγκαιοτέρα η
επεξήγησις του πώς προήχθη και ανεπτύχθη η τοιαύτη παρεκτροπή. Ο δε
Σαικσπείρος παρημέλησε να ικανοποιήση ως προς τούτο την δικαίαν ημών
περιέργειαν, καθότι η αρχή και η πρόοδος της κακίας της Λαίδης Μάκβεθ
μένουσι προς ημάς άγνωστοι, το δε υπό δραματικήν έποψιν σπουδαιότερον,
ουδέ των κινούντων αυτήν αιτίων έχομεν σαφή γνώσιν.

Παρίσταται κατά πρώτον επί της σκηνής αναγινώσκουσα επιστολήν του
συζύγου της.

Υπηρέτης εισερχόμενος αναγγέλλει την προσεχή άφιξιν του Μάκβεθ και του
βασιλέως Δώγκαν. «Ετρελλάθηκες!» ανακράζει η Λαίδη Μάκβεθ, μόλις και
μετά βίας πειθομένη ότι η Τύχη μετά τοσαύτης προθυμίας υποβοηθεί τους
φονικούς σκοπούς της.

Ο μετά την αγγελίαν ταύτην μονόλογός της μαρτυρεί εις πόσην ανεξήγητον
έξαψιν και ταραχήν έρριψεν αυτήν διά μιας η ανάγνωσις επιστολής,
ευάρεστα μόνον αγγέλματα περικλειούσης. Αλλά διά τι τούτο; Ο Μάκβεθ
συνέλαβε μεν αιφνιδίως τον σκοπόν να φονεύση τον βασιλέα, αλλά
παρωρμήθη υπό των λόγων του Δώγκαν, αναγορεύσαντος ως διάδοχον του
θρόνου τον υιόν του, και διαψεύσαντος ούτω των Μαγισσών τας προφητείας.
Αλλ' εκ της επιστολής ήδη η Λαίδη Μάκβεθ πληροφορείται περί των
προφητειών και μόνων, αύται δε χαράν μόνον και αγαλλίασιν έπρεπε να
προξενήσωσιν, ως γράφει άλλως τε προς αυτήν ο Μάκβεθ. Διά τι
επιφέρουσιν αντίθετον όλως αποτέλεσμα; Προς δικαιολόγησιν της τοιαύτης
???ήξεως αισθημάτων αγρίων ανάγκη να προϋποθέσωμεν συνομιλίαν
προγενεστέραν των δύο συζύγων, καθ' ην αντηλλάγησαν πόθοι φιλόδοξοι και
σκοποί εγκληματικοί, ή προτροπή τινα της γυναικός προς τον σύζυγον όπως
καταλάβη διά της βίας τον θρόνον. Αλλ' η τοιαύτη συνδιάλεξις εγένετο εν
αγνοία ημών εις τα παρασκήνια, προ της ανυψώσεως της αυλαίας. Ήδη
έχομεν προ οφθαλμών γυναίκα αναγινώσκουσα εν επιστολή πράγματα
ευχάριστα, καταλήγουσαν δε εις συμπεράσματα αντιφατικά όλως προς τα εν
τη επιστολή αναγνωσθέντα. «Όντα υπερφυσικά προφητεύουσιν εις τον
σύζυγόν μου τιμάς και μεγαλεία, δεν φαίνονται δε ψευδόμενα, αφού η
προφητεία επληρώθη ήδη κατά το ήμισυ. Θα γείνωσι και τα επίλοιπα. Το
σκάφος ημών πλέει πλησίστιον προς τον λιμένα, ο δ' άνεμος επιπνέει
ούριος. Άρα λοιπόν, εκμανήτε, ω θύελλαι και πληρώσατε τρόμου και φρίκης
τον αίθριον ουρανόν». Τοιαύτη η λογική της Λαίδης Μάκβεθ. (2)Αλλά το
έγκλημα, οιαδήποτε η επιτυχία αυτού, είναι πράξις φοβερά, συνεπαγομένη
την βίαν και την αναστάτωσιν· όπως δ' εν τη γαλήνη βίου ευδαίμονος
διαπράξη τις αίφνης κακούργημα, ανάγκη να υπάρχη κατά το φαινόμενον
τουλάχιστον, λόγος ισχυρός προς τούτο. Έν ελλείψει τοιούτου τινός
ελατηρίου εν τη διαγωγή της Λαίδης Μάκβεθ, απορεί τις, εάν ο
Σαικσπείρος ηθέλησεν εν τω προσώπω αυτής να παραστήση γυναίκα αληθή, ή
την ενσάρκωσιν του πονηρού, τον Διάβολον αυτόν, όμοιον μεν ηθικώς προς
τας δυσειδείς και γενειούχους Μαγίσσας, αλλ' υπό μορφήν ευειδεστέραν.

Ότε ο Μάκβεθ, πριν ή προβή εις τον φόνον του βασιλέως τον οποίον
ξενίζει, καταλαμβάνεται υπό δισταγμού εντίμου και ανακηρύττει ότι δεν
θέλει να σπρώξη μακρύτερον το πράγμα, τότε πάλιν ο Σατανάς, ό έστιν η
σύζυγος του, ενισχύει την εικονιζομένην απόφασίν του.

Οπωςδήποτε, η τραγωδία αύτη είναι αναντιρρήτως, ως σύνθεσις, το
ωραιότερον των ποιητικών του Σαικσπείρου έργων· επειδή ο χαρακτήρ της
Λαίδης Μάκβεθ, καίτοι προκαλών, τας υποδειχθείσας ενστάσεις, συνέχεται
όμως αδιαρρήκτως μετά της όλης εν τω ποιήματι δράσεως (ουχί ως το άχαρι
του θυρωρού επεισόδιον εν τη γ' σκηνή της Β' πράξεως, το όποιον δύναται
ν' απαλειφθή, θεωρούμενον και ως υποβολιμαίον), διά τούτο οι σχολιασταί
απεπειράθησαν παντοίοις τρόποις ν' ανεύρωσι σύνδεσμόν τινα, συνέχοντα
το παρά φύσιν πρόσωπον τούτο κατά της συνήθους και πραγματικής
ανθρωπίνης φύσεως. Επέτυχον δ' ευκόλως, καθότι ως προς τούτο ο
Σαικσπείρος είναι ότι και αι ιεραί γραφαί: ο ζητών ευρήσει.

Τα προς αναστήλωσιν της Λαίδης Μάκβεθ γραφέντα σχόλια αποτελούσι
μνημείον Σαικσπειρείου ερμηνείας, πλήρες ευτελούς σοφιστείας, ήτις,
έστιν ότε, εξελήφθη αντί εμβριθείας. Παρετηρήθη, λόγου χάριν, ότι η Λαίδη
ηγάπα τον σύζυγόν της. — Αληθώς, αύτη παρίσταται αφωσιωμένη όλως προς
τον Μάκβεθ, χάριν εκείνου ζητούσα την δόξαν και τα μεγαλεία ουχί δι'
εαυτήν. — Παρετηρήθη προσέτι ότι ο Μάκβεθ την ονομάζει πουλάκι μου,
και ηθέλησαν οι τοιούτοι σχολιασταί διά της τρυφερότητος του θηριώδους
ζεύγους τούτου να μαλάξωσι την καρδίαν ημών. Είς αυτών δεν έχει λόγους
προς ?ρασιν της συγκινήσεως, υφ' ης καταλαμβάνεται, αναλογιζόμενος ότι
μετά το συμπόσιον, του οποίου την ευθυμίαν κατέστρεψεν ο Μάκβεθ διά της
φρεναπάτης του, η σύζυγος αυτού αντί πάσης επιπλήξεως προτρέπει αυτόν
να υπάγη εις την κλίνην του! Εις την ρωμαντικήν εν Γερμανία σχολήν,
προεξάρχοντος του Tieck, οφείλονται αι τοιαύται ανακαλύψεις, δι' ων η
Λαίδη Μάκβεθ περιβάλλεται τον διπλούν στέφανον της αρετής και του
μαρτυρίου!

Ταύτα πάντα έχουσι πολύ το γελοίον. Ουδέν εν τω προσώπω της Λαίδης
Μάκβεθ το αποδεικνύον την εν αυτώ ύπαρξιν του ηθικού ανθρώπου. Ο
Μάκβεθ κατέστρεψεν, ει και μετά κόπου την συνείδησιν εντός της καρδίας
του, αλλά συνείδησιν η Λαίδη Μάκβεθ ουδέποτε φαίνεται αποκτήσασα. Και
όμως υπάρχει το συνδέον αυτήν προς την ανθρωπότητα. Καίτοι ξένη προς
ημάς υπό ηθικήν έποψιν, ως πλάσμα όμως φυσικόν, διά του νευρικού αυτής
οργανισμού υπάγεται εις το γυναικείον φύλον. Ομιλεί που περί της
σμικρότητας των χειρών αυτής, εν συνόλω δε φανταζόμεθα αυτήν μικρόσωμον
και λεπτοφυή, ουδέ πρέπει να παριστά το πρόσωπον επί της σκηνής
ηθοποιός ρωμαλέα, εύσαρκος και μεγαλόσωμος. Απ' εναντίας, ανάγκη να
μεταδίδηται εις τον θεατήν η εντύπωσις της αντιθέσεως μεταξύ της
σωματικής ασθενείας της ηρωίδος και του εμφορούντος αυτής μένους.

Ουδέν, λέγομεν, εν τω προσώπω της Λαίδης Μάκβεθ το φυσικόν ή
ανεπιτήδευτον. Κατά την ώραν της δολοφονίας πίνει ποτόν μεθυστικόν όπως
εξαφθή, ότε δε ο Μάκβεθ λέγει ότι εφόνευσε τους δύο παρακοιμωμένους
υπηρέτας του βασιλέως Δώγκαν, λειποθυμεί αύτη. Παρ' ολίγον εφόνευεν
αυτή τον Δώγκαν, αλλά δεν ετόλμησε, λέγει, διότι

    μ' εφάνη
    πως βλέπω τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο.

Μετά την πρώτην έξαψιν και κίνησιν επέρχεται στάσις εντελής και
αδράνεια. Μετά τον φόνον του Δώγκαν, ουδεμίαν είτε πρωτοβουλίαν είτε
μετοχήν λαμβάνει η Λαίδη Μάκβεθ διά τα μετέπειτα κακουργήματα, ουδέ
παρουσιάζεται σχεδόν, εκτός κατά την περιβόητον σκηνήν της υπνοβασίας,
οπότε φαίνεται η πλήρης του οργανισμού αυτής κατάπτωσις.

Ο φόνος του Δώγκαν συνεπήνεγκε την δολοφονίαν του Βάγκου, την σφαγήν
της οικογενείας του Μακδώφ, τις οίδεν οπόσα εισέτι εγκλήματα, αλλ'
ουδέν τούτων προέβλεπεν εκείνη, ότε, μεθ' όσης εκέκτητο δυνάμεως,
ειργάζετο υπέρ της θανατώσεως του γηραιού βασιλέως. Μη φέρουσα ήδη
τοιούτου βάρους την πίεσιν αποκάμνει και καταπίπτει. Δεν μετανοεί, ουδ'
εκφράζει ουδαμού την συναίσθησιν της καταπατήσεως ηθικού τινος νόμου,
αλλ' η φρίκη των γενομένων, — ει μη ο φόβος μελλούσης κρίσεως και
ανταποδόσεως, — κλονίζει τας φρένας αυτής και προκαλεί την γνωστήν
εκείνην νόσον, καθ' ην ο πάσχων προκαλεί ενώ κοιμάται διά των λόγων ή
των αυτο?τικών πράξεών του τα βαρύνοντα τον νουν και την καρδίαν αυτού.

Ιδού ό,τι έχει ανθρώπινον η γυνή αύτη· αδυναμία σωματική, διάνοια
νοσούσα, και επί τέλους φρενοβλάβεια, — τοιούτος ο βίος της. Ενώ δ' ο
σύζυγός της μάχεται και αποθνήσκει ως ήρως, αύτη, δαίμων αληθής εξελθών
του Άδου όπως κολάση τον Μάκβεθ, επιστρέφει εκουσίως εις τον Άδην,
αυτοχειριαζομένη.

Η Λαίδη Μάκβεθ παρεβλήθη συχνάκις προς διαφόρους εν τη αρχαία τραγωδία
γυναίκας, ιδίως δε προς την Κλυταιμνήστραν, αλλ' αύτη υπερτερεί μεγάλως
κατά την τραγικότητα, ουδεμία δ' αληθώς υπάρχει μεταξύ των δύο σχέσις.
Η κινούσα τον Μάκβεθ και την σύζυγόν του φιλοδοξία φαίνεται όλως
ευτελής και μηδαμινή, παραβαλλομένη προς το αίσθημα, όπερ εξοπλίζει την
μητέρα της Ιφιγενείας κατά του Αγαμέμνονος. Υπάρχει, ναι μεν, εξωτερική
τις ομοιότης μεταξύ της ηρωίδος του Αισχύλου και της του Σαικσπείρου,
καθ' όσον αμφότεραι, υποκρύπτουσαι επιδεξίως τους σκοπούς αυτών,
δολοφονούσιν, εξάπτονται δε ως θηρία αιμοβόρα υπό της ορέξεως του φόνου
και του αίματος. Αλλ' ο παραλληλισμός δεν προβαίνει περαιτέρω, οι δε
χαρακτήρες διαφέρουσιν όσον και τα κινούντα εκάστην αίτια. Η μεν
Κλυταιμνήστρα, γίγας την τε ψυχήν και το ήθος, υπερβαίνει κατά την
δύναμιν απάσας τας γυναίκας του αρχαίου και νεωτέρου θεάτρου.
Ερειδομένη επί της ισχύος αυτής, μένει ατάραχος και κυρία αείποτε
εαυτής. Η δε Λαίδη Μάκβεθ διά της παραφοράς αυτής των εκφράσεών της
μαρτυρεί ότι συναισθάνεται την αδυναμίαν της. Της Ελληνίδος οι λόγοι
συμφωνούσι μετά των έργων, και οι στοχασμοί μετά των λόγων, πάσα δ'
αυτής λέξις πείθει ημάς, ότι η λέγουσα δύναται και να πράξη όσα λέγει.
Ουδέποτε η τέχνη παρήγαγεν ίνδαλμα εξισούμενον μετά της Κλυταιμνήστρας
ταύτης ως προς την πλαστικότητα, ήτις αποτελεί το ιδιάζον
χαρακτηριστικόν και το κάλλος των προσώπων της αρχαίας τραγωδίας. Η
Κλυταιμνήστρα ουδέ λειποθυμεί ως η Αγγλίς, ουδ' εξάπτει εαυτήν διά
μεθυστικών ποτών, ουδ' υπό εφιάλτου ενοχλείται τας νύκτας ουδέ
κατέχεται υπό φόβου, ή αισχύνης, ή τύψεων της συνειδήσεως. Ο φόνος του
Αγαμέμνονος δεν επιφέρει κλονισμόν εις τα νεύρα ή τον εγκέφαλόν της,
αλλ' απ' εναντίας ευφραίνει και ενισχύει αυτήν.

    Εμοί δ' αγών όδ' ουκ αφρόντιστος πάλαι
    νείκης παλαιάς ήλθε, συν χρόνω γε μην.
    Έστηκα δ' ένθ' έπαισ' επ' εξειργασμένοις.
    Ούτω δ' έπραξα, και τάδ' ουκ αρνήσομαι,
    ως μήτε φεύγειν μήτ' αμύνεσθαι μόρον,
    άπειρον αμφίβληστρον, ώςπερ ιχθύων,
    περιστιχίζω, πλούτον είματος κακόν.
    Παίω δε νιν δις· καν δυοίν οιμώγμασι
    μεθήκεν αυτού κώλα και πεπτωκότι
    τρίτην επενδίδωμι, του κατά χθονός
    Άδου νεκρών σωτήρος ευκταίαν χάριν.
    Ούτω τον αυτού θυμόν ορμαίνει πεσών
    κακφυσιών οξείαν αίματος σφαγήν
    βάλλει μ' ερεμνή ψακάδι φοινίας δρόσου,
    χαίρουσαν ουδέν ήσσον, ή διοςδότω
    γάνει σπορητός κάλυκος εν λοχεύμασιν.
    ως ώδ' εχόντων, πρέσβος Αργείων τόδε,
    χαίροιτ' αν, ει χαίροιτ', εγώ δ' επεύχομαι...
    Εγώ δ' ατρέστω καρδία προς ειδότας
    λέγω. Συ δ' αινείν είτε με ψέγειν θέλεις
    όμοιον. Ούτος εστιν Αγαμέμνων, εμός
    πόσις, νεκρός δε τήσδε δεξιάς χερός,

εν τη τραγωδία του Σοφοκλέους η Κλυταιμνήστρα αποβάλει το μεγαλοπρεπές
τούτο ήθος αγάλματος ωσεί μάρμαρον, μεταβάλλεται δ' εις γυναίκα
ηπιωτέραν και χρηστοτέραν. Η θυγάτηρ αυτής, η Ηλέκτρα, ανακαλεί πως την
Λαίδη Μάκβεθ.

Κατά τον παρά τοις αρχαίοις θείον θεσμόν της δίκης, η Κληταιμνήστρα
λαμβάνει τα αντίποινα του φόνου του Αγαμέμνονος διά χειρός των τέκνων
εκείνου, του Ορέστου και της Ηλέκτρας. Κατά την διάπραξιν του φόνου η
Ηλέκτρα παροτρύνει τον Ορέστην και «εφάπτεται του ξίφους του». Σκληρόν
τούτο ως και άπαντα όσα προς την μητέρα λέγει και πράττει η Ηλέκτρα. Εν
συνόλω δε αύτη έχει τι το καθ' υπερβολήν ωμόν ως προς ημάς τους
νεωτέρους, ενώ, ως προς τους αρχαίους, της μητρός αυτής ο χαρακτήρ
φαίνεται ηπιώτερος του δέοντος. Αλλ' ο Σοφοκλής εκπροσωπεί περίοδον
μεταβάσεως μεταξύ του ύψους του Αισχύλου και του πάθους του Ευριπίδου.

Εν Ευριπίδη η τραχύτης των αρχαίων ηθών εξημερούται, οι δε χαρακτήρες
εν τω θεάτρω αυτού προσλαμβάνουσι τύπον ανθρώπινον όλως. Αληθώς η
Ηλέκτρα του παρίσταται κατ' αρχάς άκαμπτος και ανάλγητος, εξαπατά δ'
ημάς ως παρά της ψυχής αυτής την φύσιν, ότε βλέπουσα τον Ορέστην
διστάζοντα, ως ο Μάκβεθ, προ του φόνου λέγει:

        Μων σ' οίκτος είλε, μητρός ως είδες δέμας;
    Όρ. Φευ!
        Πώς γαρ κτάνω νιν, ή μ' έδρεψε κάτεκεν;
    Η. Ώσπερ πατέρα σον ήδε καμόν ώλεσεν.

Αλλά μετά το έγκλημα, η καρδία της διαρρήγνυται εν σκηνή θαυμασία, της
οποίας παθητικωτέρα δεν υπάρχει εν τω θεάτρω

    Ηλ. Δακρύτ' άγαν, ω σύγγον', αιτία δ' εγώ·
        διά πυρός έμολον α τάλαινα ματρί τάδ'
        ά μ' έτικτε κούραν...
    Ορ. Ιώ, Φοίβ', ανύμνησας δίκαν,
        άφαντα φανερά δ' εξέπρα-
        ξας άχεα φόνια δ' ώπασας λέχε' από γας Ελλανίδος.

    Τίνα δ' ετέραν μόλω πόλιν; τις ξένος,
    τις ευσεβής εμόν κάρα
    προσόψεται ματέρα κτανόντος;
    Ηλ. Ιώ, ιώ μοι. Ποι δ' εγώ, τίν' εις χορόν,
    τίνα γάμον είμι; τις πόσις με δέξεται
    νυμφικάς ες ευνάς;...

    Ορ. Κατείδες, οίον α τάλαιν' εών πέπλων
    εξέβαλ', έδειξε μαστόν εν φοναίσιν,
    ιώ μοι, προς πέδω
    τιθείσα γόνιμα μέλεα; τακόμαν δ' εγώ...
    Βοάν δ' έλασκε τάνδε, προς γένυν γ' εμάν
    τιθείσα χείρα; Τέκος εμόν, λιταίνω·
    παρήδων τ' εξ εμάν
    εκρήμναθ', ώστε χέρας εμάς λιπείν βέλος...
    Εγώ μεν επιβαλών φάρη κόραις εμαίς
    φασγάνω κατηρξάμαν
    ματέρος έσω δέρας μεθείς.

Δεινά δ' ειργάσω, φίλα, κασίγνητον ου θέλοντα». Ο εστιν η Ηλέκτρα φέρει
εις πειρασμόν τον Ορέστην, ως η Λαίδη Μάκβεθ τον σύζυγόν της. Εν γένει
δε, και εν τω θεάτρω και εν τω βίω, τον πειρασμόν εκπροσωπεί, από της
Εύας, η γυνή· η σαρξ ασθενής, αλλά το πνεύμα αυτής πρόθυμον. Η
πρωτοβουλία ανήκει εις ταύτην, διότι έχει την διάνοιαν ζωηροτέραν, ει
και ήττον ευρείαν, του ανδρός. Ούτος κατά την ώραν της εκτελέσεως
αναχαιτίζεται υπό σκέψεων παμπληθών, των οποίων η γυνή, καθ' ό
ευπαθεστέρα, μένει απηλλαγμένη. Η διάνοια αυτής, μη διασπωμένη ένθα
κακείθεν δεν αποπλανάται· βλέπουσα δ' ευκρινώς τα ενώπιον αυτής
κείμενα, δύναται εν στιγμή κινδύνου ή κρίσεως, να ίδη διέξοδον ή
απαλλαγήν, όπου ο νους του ισχυροτέρου φύλου εκθαμβούται.

Ούτως η Λαίδη Μάκβεθ, ουχί ο σύζυγος αυτής σχεδιάζει τα της δολοφονίας
του Δώγκαν, ούτος δ' εξίσταται και θαυμάζει ακούων το τέχνασμα, δι' ου
η Λαίδη προτίθεται να επιρρίψη επί των κοιμωμένων δούλων την ευθύνην
του εγκλήματος, εξασφαλίζουσα την επιτυχίαν αυτού. Ότε δ' εν μέσω του
συμποσίου ο Μάκβεθ, βλέπων το φάσμα του Βάγκου, γίνεται άλλος εξ άλλου,
αύτη αναδεικνύει παρρησίαν πνεύματος έτι μάλλον αξιοθαύμαστον, συνάμα
δε και ήττον απεχθή. Εν τη σκηνή ταύτη η Λαίδη Μάκβεθ αναφαίνεται
ανωτέρα εαυτής.

Παρεβλήθη η Λαίδη Μάκβεθ και προς ετέραν της αρχαίας τραγωδίας ηρωίδα,
την Μήδειαν του Ευριπίδου. Την πρώτην αφορμήν προς την τοιαύτην
σύγκρισιν παρέσχεν ίσως η φρικώδης εκείνη της Λαίδης Μάκβεθ έκφρασις:

    Το γάλα μου το έδωκα, και 'ξεύρω
    πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάνα που βυζάνει κτλ.

Αλλά της Λαίδης Μάκβεθ οι λόγοι προξενούσι φρίκην μεγαλειτέραν ή τα
έργα της Μηδείας. Αύτη φονεύει τα ίδια τέκνα, τα τέκνα του Ιάσονος,
όπως εκδικηθή κατά του απίστου πατρός αυτών. Αλλά σφαγιάζουσα τα αθώα
εκείνα θύματα κατέχεται υπό τρόμου, υπό οίκτου, και ελεεινολογεί
εαυτήν:

    Φευ, φευ! τι προσδέρκεσθέ μ' όμμασιν, τέκνα,
    τι προσγελάτε τον πανύστατον γέλων;
    Αιαί τι δράσω; καρδία γαρ οίχεται,
    γυναίκες, όμμα φαιδρόν ως είδον τέκνων.
    Ουκ αν δυναίμην, χαιρέτω βουλεύματα
    τα πρόσθεν...

    Δότ', ω τέκνα,
    δότ' ασπάσασθαι μητρί δεξιάν χέρα.
    Ο φιλτάτη χειρ, φίλτατον δε μοι κάρα

    και σχήμα και πρόσωπον ευγενές τέκνων
    ευδαιμονοίτον, αλλ' εκεί· τα δ' ενθάδε
    πατήρ αφείλετ'· ω γλυκεία προσβολή,
    ω μαλθακός χρως πνεύμα θ' ήδιστον τέκνων.
    Χωρείτε χωρείτ'· ουκέτ' ειμί προσβλέπειν
    οία τ' ες υμάς, αλλά νικώμαι κακοίς.

Εν τω νεωτέρω θεάτρω ηδύνατό τις μετά πλείστων αιμοβόρων και δοξομανών
ηρωίδων να παραλληλίση την Λαίδην Μάκβεθ... αλλ' οι τοιούτοι
παραλληλισμοί δεν ενδιαφέρουσιν ημάς όσον οι προς τας της αρχαιότητος.