Μάκβεθ/Γ
←Πράξις Β | Μάκβεθ Συγγραφέας: Μεταφραστής: Δημήτριος Βικέλας Πράξις Γ |
Πράξις Δ→ |
ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Εν τω βασιλικώ ανακτόρω εις Φόρες.
(Εισέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ).
ΒΑΓΚΟΣ
Ιδού, τα έχεις: Βασιλεύς και Καουδώρ και Γλάμης,
τα πάντα όσα έταξαν αι τρεις των. Και φοβούμαι
ότι το παν επρόδωκες διά να τ' αποκτήσης!
Αλλ' είπαν δεν θα τα χαρή αυτά η γενεά σου,
κ' εγώ θα γείνω κεφαλή και ρίζα βασιλέων.
Εάν από το στόμα των εξέρχεται αλήθεια, —
καθώς σου το απέδειξαν τα λόγια των, ω Μάκβεθ, —
εάν αι προφητείαι των αλήθευσαν 'ς εσένα,
και εις εμένα διατί να μην επαληθεύσουν;
Και διατί καθώς εσύ κ' εγώ να μην ελπίζω;
Αλλ' όμως σιωπή!
Σάλπιγγες. Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ ως βασιλεύς, η Λαίδη
ΜΑΚΒΕΘ ως βασίλισσα, ο ΛΕΝΩΞ, ο ΡΩΣ,
Άρχοντες, αρχόντισσαι και συνοδία.
ΜΑΚΒΕΘ
Ιδού ο πρώτιστός μας φίλος!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αν έλειπε, μέγα κενόν θα είχε η εορτή μας,
ωσάν να έλειπε το παν!
ΜΑΚΒΕΘ
Θα έχωμεν απόψε
συμπόσιον επίσημον. Παρακαλώ να έλθης.
ΒΑΓΚΟΣ
Σ' τους ορισμούς σου! Μ' έχεις δε εις τα προστάγματά σου
δεμένον μ' άλυτα δεσμά.
ΜΑΚΒΕΘ
Σκοπεύεις να ιππεύσης;
ΒΑΓΚΟΣ
Μάλιστα!
ΜΑΚΒΕΘ
Ήθελα πολύ την γνώμην σου εις κάτι.
Την ηύρα πάντοτε σωστήν και γνωστικήν. Αλλ' όμως
δεν είναι βία· αύριον ζητώ να μου την δώσης. —
Κι' ως πού πηγαίνεις;
ΒΑΓΚΟΣ
Ως εκεί που να περάση η ώρα
έως το δείπνον. Αλλ' εάν δεν τρέχη τ' άλογόν μου,
τότε μιαν ώραν ή και δυο θα κλέψω απ' την νύκτα.
ΜΑΚΒΕΘ
Μη λείψης 'ς το συμπόσιον.
ΒΑΓΚΟΣ
Βεβαίως δεν θα λείψω.
ΜΑΚΒΕΘ
Μανθάνω ότι έφυγαν οι δυο εξάδελφοί μου,
'ς την Ιρλανδία ο ένας των, ο άλλος 'ς την Αγγλίαν,
κι' αντί την αμαρτίαν των να εξομολογήσουν,
άλλα των άλλων φλυαρούν εις όσους τους ακούουν!
Αλλ' αύριον τα λέγομεν. Θα έχωμεν συγχρόνως
και άλλα να κυττάξωμεν συμφέροντα του Κράτους.
Πήγαινε τώρα, και καλήν επιστροφήν το βράδυ!
Μαζί σου τώρα και ο Φληνς θα έλθη;
ΒΑΓΚΟΣ
Ναι, θα έλθη.
Καιρός να φεύγωμεν
ΜΑΚΒΕΘ
Γοργά να είναι τ' άλογά σας
και ασφαλή τα πόδια των. Η ώρα η καλή σας!
(Εξέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ)
Ως τας επτά καθένας σας ας κάμη ό,τι θέλει.
Διά να μ' είν' η συντροφιά ακόμη γλυκυτέρα,
κι' εγώ σκοπεύω μόνος μου να μείνω ως το βράδυ.
Λοιπόν, μαζί σας ο Θεός!
(Εξέρχονται πάντες πλην του ΜΑΚΒΕΘ και ενός υπηρέτου).
ΜΑΚΒΕΘ
Εσύ, — εσένα λέγω·
ακόμη δεν εφάνησαν οι άνθρωποι εκείνοι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
'Σ του παλατιού, αυθέντα μου, την θύραν περιμένουν.
ΜΑΚΒΕΘ
Πήγαινε, φέρε τους εδώ.
(Εξέρχεται ο υπηρέτης)
Να είμ' αυτό που είμαι
δεν είναι τίποτε, — εκτός και ασφαλής αν ήμαι!
Ο φόβος μ' εκυρίευσε του Βάγκου. Έχει κάτι
βασιλικόν επάνω του, που προκαλεί τον φόβον.
Τα πάντα είναι άξιος αυτός να τα τολμήση,
κ' εις την ακαταδάμαστην ανδρείαν της ψυχής του
υπάρχει και η φρόνησις, που οδηγεί το χέρι
πού να κτυπήση ασφαλώς. Μόνον αυτόν φοβούμαι,
μόνον αυτόν! — Ο δαίμων του εμένα μ' αμαυρόνει
καθώς και τον Αντώνιον του Καίσαρος ο δαίμων (19)!
οπόταν μ' εχαιρέτισαν αι τρεις ως βασιλέα
εθύμωσε, κ' εζήτησε κι' αυτόν να του λαλήσουν·
κ' εκείναι τον 'προφήτευσαν πατέρα βασιλέων,
Διάδημα μου έβαλαν 'ς την κεφαλήν μου στείρον, —
άκαρπον σκήπτρον να κρατώ μου έδωκαν 'ς το χέρι,
διά να μου αφαιρεθή κατόπιν από ξένους,
χωρίς να έχω τέκνον μου εγώ διάδοχόν μου!
Λοιπόν, προς χάριν της σποράς του Βάγκου, την ψυχήν μου
εγώ την εκηλίδωσα, κ' εσκότωσα τον Δώγκαν,
κ' εγέμισα τον κάλυκα της συνειδήσεώς μου
φαρμάκια; 'ς τον αντίπαλον του ανθρωπίνου γένους
παρέδωκα τ' αθάνατον εγώ κειμήλιόν μου,
διά να γείνουν βασιλείς μετέπειτα εκείνοι;
Οι υιοί του Βάγκου βασιλείς! Παρά να γείνη τούτο,
έλα ω Τύχη, πρόβαλε καλλίτερα εμπρός μου,
να πολεμήσωμεν μαζί, όσον ζωή μου μένει!...
Ποιος είν' εκεί;
(Εισέρχεται ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ακολουθούμενος υπό δύο ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ)
ΜΑΚΒΕΘ
Πήγαινε συ· περίμενε 'ς την θύραν
ως που να κράξω.
(Εξέρχεται ο υπηρέτης)
Χθες με σας δεν ήτο που τα είπα;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Μάλιστ', αυθέντα μου.
ΜΑΚΒΕΘ
Λοιπόν, 'σκεφθήκετ' όσα είπα;
Εκείνος σας κατέτρεξε τα περασμένα χρόνια,
εκείνος, να το 'ξεύρετε· όχι εγώ ποτέ μου,
καθώς το ενομίζετε! Εγώ είμαι αθώος!
Αυτό σας το απέδειξα· φως φανερόν σας είπα
το ποιος και πώς σας έπαιξε, τι μέσα, τι απάτην·
τα πάντα σας εξήγησα εις τρόπον που καθένας
όσον κι' αν έχη 'λίγον νουν, 'μισήν ψυχήν κι' αν έχη
να 'πή: Αυτά τα έκαμεν ο Βάγκος!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Μας τα είπες.
ΜΑΚΒΕΘ
Επήγα και μακρύτερα. Και δι' αυτόν τον λόγον
σας ξαναέφερα εδώ. — Ειπέτε μου να 'ξεύρω:
τόσον μεγάλη υπομονή σας κυριεύει, ώστε,
να παραβλέψετε αυτό, ή μη κ' οι δύο είσθε
τόσον καλοί Χριστιανοί ώστε 'ς την προσευχήν σας
παρακαλείτε δι' αυτόν και διά τα παιδιά του,
αυτόν τον καλόν άνθρωπον, που ήνοιξε τον τάφον
και έφερε την ζητανιά εις 'σας και τους 'δικούς σας;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Αυθέντα, άνδρες είμεθα!
ΜΑΚΒΕΘ
Ω ναι· 'ς τους καταλόγους
ως άνδρες λογαριάζεσθε, καθώς κ' οι σκύλοι όλοι, —
αυλόσκυλοι, μανδρόσκυλοι, λαγωνικά, ζαγάρια,
θαλασσινοί, μισόλυκοι, μικρά σκυλάκια, μούργοι,
όλοι των σκύλοι λέγονται. Αλλά τους ξεχωρίζει
καθένα η αξία του· γοργός ο ένας είναι,
αργός ο άλλος, κυνηγός, πιστός, ανοικτομμάτης,
καθείς κατά το χάρισμα πού έχει απ' την φύσιν·
ώστε προσθήκην ο καθείς ξεχωριστήν λαμβάνει
'ς την γενικήν καταγραφήν, όπου με μίαν λέξιν
όλους τους έγραψαν μαζί. Το ίδιον κ' οι άνδρες. —
Λοιπόν και σεις, απ' τον σωρόν αν σας χωρίζη κάτι,
εάν 'ς την ανθρωπότητα οι έσχατοι δεν είσθε,
ειπήτε μου το· — τότ' εγώ θα σας ξεμυστερεύσω
πράγμα, που αν εκτελεσθή, θα φάγη τον εχθρόν σας,
και σας εις την καρδίαν μου θα σας αλυσσοδέση
κ' εις την αγάπην μου, — εμού, που η ζωή του είναι
αρρώστια μου, κ' υγεία μου θα ήν' ο θάνατός του (20)!
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Είμ' άνθρωπος, αυθέντα μου, αγριωμένος τόσον
από του κόσμου τ' άδικα κι' απ' την καταδρομήν του,
ώστε τα πάντα τ' αψηφώ 'ς το πείσμα του!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Κ'εμένα
η συμφορά μ' απέκαμε, μ' έδειρ' η Τύχη τόσον,
που δεν το έχω τίποτε να παίξω την ζωήν μου,
και ή την ξεφορτώνομαι ή την καλλιτερεύω.
ΜΑΚΒΕΘ
Κ' οι δύο το γνωρίζετε: εχθρός σας είν' ο Βάγκος!
ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
Εχθρός μας είν', αυθέντα μου!
ΜΑΚΒΕΘ
Κ' εχθρός 'δικός μου είναι!
Τόσον εχθρός, που όσον ζη και όσον αναπνέει,
κάθε στιγμή του μαχαιριά 'ς τα σωθικά μου είναι!
Από το πρόσωπον της γης 'μπορούσα να τον 'βγάλω
'ς το φανερόν, και νόμος μου να ήν' η θέλησίς μου.
Πλην δεν συμφέρει, επειδή κάποιοι 'δικοί του φίλοι,
είναι και φίλοι μου. Λοιπόν διά να μη τους χάσω.
θα φαίνωμ' ότι τον θρηνώ, ενώ τον καταστρέφω.
Ιδού ο λόγος διατί ζητώ την συνδρομήν σας,
ώστε το πράγμα να κρυφθή απ' των πολλών τα 'μάτια,
διά πολλάς και σοβαράς αιτίας.
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ό,τι θέλεις,
αυθέντα, θα το κάμωμεν!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Και αν με την ζωήν μας...
ΜΑΚΒΕΘ
Λάμπει η καρδιά 'ς τα 'μάτια σας! Μια ώρα πριν περάση
θα σας ειπώ πού έχετε να κάμετε καρτέρι,
ποιαν ώραν να διαλέξετε, ποίαν στιγμήν, — τα πάντα!
Το πράγμα πρέπει άφευκτα την νύκτ' αυτήν να γείνη,
κάπως μακράν από εδώ· διότι, μη ξεχνάτε
οτ' είν' ανάγκη να φανώ αθώος. Και μαζί του, —
μη μείνη εις το έργον μας ή ρόζος ή σχισμάδα, —
πρέπει συγχρόνως και ο Φληνς, που θα τον συνοδεύη,
μαζί με τον πατέρα του να έβγη απ' την μέση!
Συγχρόνως ναύρη και αυτόν η Μοίρα η κακή του!
Λοιπόν, αποφασίσετε. — Πηγαίνω κ' επιστρέφω.
ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
Αυθέντα, την απόφασιν την έχομεν παρμένην.
ΜΑΚΒΕΘ
Μέσα πηγαίνετε, κ' ευθύς θα έλθω να σας εύρω.
(Εξέρχονται οι Δολοφόνοι)
Τετέλεσται! 'ς τους ουρανούς, ω Βάγκε, αν θ' αναίβης,
νάχης απόψε 'ς τα εκεί τον δρόμον να γυρεύης!
ΣΚΗΝΗ Β'
Εν τω μεγάρω.
(Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ και υπηρέτης)·
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Έφυγ' ο Βάγκος;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ναι, αλλά το βράδυ επιστρέφει.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Σ' τον βασιλέα πήγαινε κ' εκ μέρους μου ειπέ του
ότ' ήθελα, αν ευκαιρή, να του ειπώ δυο λόγια.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Αμέσως. (Εξέρχεται).
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Κέρδος μάταιον, ωφέλεια χαμένη,
να έχη τις ό,τι ποθεί, κι' ανήσυχος να μένη.
Καλλίτερα να ήμ' εγώ εκείνος οπού 'πάγει,
παρά να τον κατέστρεψα κ' η λύπη να με φάγη!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι γίνεσαι, αυθέντα μου; Κατάμονος τι μένεις,
με συντροφιάν τα θλιβερά φαντάσματά σου μόνον;
Τι τρέφεσαι με στοχασμούς, που έπρεπε να ήσαν
μ' αυτούς που συλλογίζεσαι μαζί κι' αυτοί θαμμένοι;
Όσα δεν έχουν ιατρικόν, να λησμονούνται πρέπει!
Το ό,τι έγειν', έγεινε!
ΜΑΚΒΕΘ
Εκόψαμεν το φίδι
αλλά δεν το 'σκοτώσαμεν. Θα ιατρευθή η πληγή του,
θα στυλωθή, κι' ο κίνδυνος και πάλιν του 'δοντιού του
τον δόλον μας τον μάταιον θα ξαναφοβερίζη.
Αλλά το σύμπαν ας χαθή, οι κόσμοι ας χαλάσουν,
παρά να κρυφοτρώγωμεν με φόβους το ψωμί μας,
κι' ο ύπνος να μας έρχεται την νύκτα, ταραγμένος
απ' τ' άγρια ονείρατα που μας τρομάζουν! Όχι!
Καλλίτερα να ήμεθα με τους αποθαμένους, —
μ' εκείνους που εστείλαμεν 'ς του τάφου την ειρήνην
διά να ζήσωμεν ημείς τον βίον εν ειρήνη, —
παρά τον νουν μας βάσανα αιώνια να τρώγουν
Ο Δώγκαν αναπαύεται 'ς το μνήμα του. Κοιμάται·
του βίου τον παροξυσμόν τον 'γλύττωσεν εκείνος·
η προδοσία έκαμε ό,τι είχε να του 'κάμη.
Εκεί που είναι, μάχαιρα, φαρμάκι δεν τον φθάνει,
ούτε ο δόλος συγγενών, ούτε η έχθρα ξένων·
τίποτ' εκεί να φοβηθή αυτός δεν έχει!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Έλα,
αυτά τ' αγριωμένα σου τα μάτια πράυνέ τα·
'ς το δείπνον κύτταξ' εύθυμος και ζωηρός να ήσαι.
ΜΑΚΒΕΘ
Θα ήμ', αγάπη μου. Και συ προσπάθησε να ήσαι.
Να έχης δε κατ' εξοχήν τον νουν σου εις τον Βάγκον.
Σ' το 'μάτι σου, 'ς την γλώσσαν σου εκείνος να πρωτεύη.
Ο κίνδυνος δεν έλειψεν, ενόσω είν' ανάγκη
να πλύνωμεν την δόξαν μας εις τα νερά του δόλου
και πάντοτε να έχωμεν κ' οι δυο το πρόσωπόν μας
ως προσωπίδα της καρδιάς, διά να μας την κρύπτη.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Άφες τ' αυτά!
ΜΑΚΒΕΘ
Ω! την ψυχήν έχω σκορπιούς γεμάτην!
Κι ο Βάγκος και το τέκνον του ακόμη ζουν, το 'ξεύρεις;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αιώνιον συμβόλαιον με την ζωήν δεν έχουν!
ΜΑΚΒΕΘ
Τα πάντα δεν εχάθηκαν. Αθάνατοι δεν είναι.
Λοιπόν και συ κάμε καρδιά. Απόψε, πριν αρχίση
μέσ' 'ς ταις καμάραις να πετά τυφλά η νυκτερίδα,
πριν κράξη τον ασκάθαρον η σκοτεινή Εκάτη
το νυσταγμένον σήμαντρον της Νύκτας να βοΰση,
πράγμα φρικτόν και φοβερόν θα γείνη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι θα γείνη;
ΜΑΚΒΕΘ
Αγάπη μου, καλλίτερα εσύ να μη το 'ξεύρης,
ως που να έχης να χαρής αφού θα γείνη! — Έλα,
έλα ω Νύκτα σκοτεινή, τον πέπλον σου να ρίξης
'ς τα 'μάτια τα ευαίσθητα της αγαθής Ημέρας!
Ω έλα με αόρατον αιματωμένον χέρι
να σχίσης το συμβόλαιον, κομμάτια να το κάμης
το μέγα το συμβόλαιον που με κερόνει εμένα (21)!
Πήζει το φως, ο κόρακας παίρνει το πέταγμά του
'ς το δάσος του. Τα πλάσματα τ' αθώα της Ημέρας
αρχίζουν να κουρνιάζονται να γλυκοησυχάσουν,
ενώ τα μαύρα εξυπνούν δαιμόνια του σκότους
'ς το άρπαγμά των να χυθούν! — Θαυμάζεις μ' όσα λέγω;
Ησύχασε, ησύχασε! Ό,τι και αν αρχίση
με το κακόν να σπείρεται, με το κακόν θ' αυξήση! —
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Γ'
Δάσος παρά τα ανάκτορα.
(Εισέρχονται τρεις ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ)
Α’ Δολοφόνος
Ποιος να μας κάμης συντροφιά σ' έστειλ' εδώ;
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ο Μάκβεθ (22).
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τι τον υποπτευόμεθα αφού σωστά τα λέγει,
ποιοι είμεθα, τι έχομεν να κάμωμεν, τα πάντα
καθώς μας τα παρήγγειλαν;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Μείνε λοιπόν μαζί μας. —
Το φως ακόμη πού και πού την δύσιν χαρακόνει.
Τώρα 'ς τον δρόμο τ' άλογο κεντά ο ταξειδιώτης
να φθάση γρήγορα εκεί όπου θα ξενυκτίση.
Όπου κι' αν ήναι θα φανή κι' αυτός που καρτερούμεν.
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ακούω ποδοβολητόν.
ΒΑΓΚΟΣ έσωθεν.
Φέξετ' εδώ! Πού είσθε;
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Εκείνος είναι βέβαια! Οι άλλοι ήλθαν όλοι!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τα άλογα του έφυγαν!
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Συνήθειά του είναι.
Πεζός πηγαίνει απ' εδώ 'ς του παλατιού την θύραν.
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Έρχονται φώτα!
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Είν' αυτός!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Επάνω του κ' οι τρεις μας!
(Εισέρχονται ο ΒΑΓΚΟΣ, και ο ΦΛΗΝΣ κρατών δαυλόν.)
ΒΑΓΚΟΣ
Ωσάν να φαίνετ' ο καιρός προς την βροχήν.
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ας βρέξη!
(Επιπίπτουσι κατ' αυτού οι δολοφόνοι).
ΒΑΓΚΟΣ
Ω! προδοσία! Φύγε, Φληνς! Ω, φύγε, φύγε, φύγε!
Ίσως εσύ μ' εκδικηθής! Ω! φύγε! — Ω προδότη!
(Αποθνήσκει. Ο ΦΛΗΝΣ φεύγει.)
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τα φώτα ποιος τα έσβυσε;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Δεν έπρεπε να σβύσουν;
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ο ένας μόνον έπεσε. Μας έφυγε ο υιός του (23).
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τότ' η μισή μας η δουλειά πηγαίνει 'ς τα χαμένα.
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Εκείνο τώρα πώγεινε ας' πάμε να το πούμε.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Δ'
Συμπόσιον εν τοις ανακτόροις.
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ, η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ, ο ΡΩΣ, ο ΛΑΙΝΩΞ, ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ
και υπηρέται).
ΜΑΚΒΕΘ
Λάβετε θέσιν. Ο καθείς γνωρίζει τον βαθμόν του.
Καλώς ωρίσετ' όλοι σας, κι' ο έσχατος κι' ο πρώτος!
ΠΑΝΤΕΣ
Ευχαριστούμεν, βασιλεύ.
ΜΑΚΒΕΘ
Θα μείνω μεταξύ σας,
ωσάν να ήμαι ταπεινός κ' εγώ προσκεκλημένος,
και όλους η βασίλισσα ας μας φιλοξενήση,
και το καλώς μας ήλθετε ας το ειπή εκείνη.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ειπέ το συ εκ μέρους μου εις τους καλούς μας φίλους.
Το λέγει 'ς όλους των μαζί εμένα η καρδιά μου.
(Ο Α' ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ εμφανίζεται επί της θύρας).
ΜΑΚΒΕΘ
Ιδέ, κι' αυτοί με την καρδιάν ευχαριστώ σου λέγουν.
Καθίσετ' όλοι σας. Εδώ 'ς την μέσην θα καθίσω,
Χαρήτε, ξεφαντώσετε. — Τώρα ευθύς θα έλθω
να πιω εις την υγείαν σας. (Βαδίζει προς την θύραν).
Γεμάτο αίμα είνε
το πρόσωπόν σου, άνθρωπε!
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Είναι του Βάγκου αίμα!
ΜΑΚΒΕΘ
Καλλίτερα επάνω σου ή μέσα 'ς το κορμί του!
Τον εξεκάμετε;
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Εγώ έκοψα τον λαιμό του!
ΜΑΚΒΕΘ
Α! λαιμοκόπος το λοιπόν κανείς καλλίτερός σου!
καλός κ' εκείνος που του Φληνς του έκαμε τα ίδια.
Αν συ το έκαμες κι' αυτό, τότε δεν έχεις ταίρι!
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ο Φληνς, αυθέντα, 'ξέφυγε!
ΜΑΚΒΕΘ (καθ' εαυτόν)
Τότε λοιπόν και πάλιν
άρρωστος είμαι! Ειδεμή εξαίρετα θα ήμουν (24),
'σάν μάρμαρον ακέραιος και στερεός 'σάν βράχος,
'σάν τον αέρα ελαφρός ολόγυρά μου! Τώρα
είμαι σφιγμένος, δέσμιος, κλεισμένος, πλακωμένος,
δεμένος χειροπόδαρα με φόβους κ' υποψίας! —
Αλλά, είπε μου, έχομεν τουλάχιστον τον Βάγκον;
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τον έχομεν, αυθέντα μου, 'ς ένα χανδάκι μέσα,
με είκοσι ορθάνοικταις πληγαίς 'ς την κεφαλήν του,
Από αυταίς του έφθανε και μια!
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Καλόν και τούτο!
Το μέγα φίδι έλειψε. Εσώθη το σκουλήκι
και έχει μέσα του ζωήν ως που να έλθ' η ώρα
να χύση το φαρμάκι του· τώρα δεν έχει 'δόντια!
Φύγε! Σε βλέπω αύριον.
(Εξέρχεται ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ)·
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Πώς δεν μας ζωηραίνεις,
αυθέντα; Το συμπόσιον δεν έχει πλέον χάριν
εάν ενόσω γίνεται, κανείς δεν συχνοβλέπη
ότι φιλεύει με χαράν εκείνος που φιλεύει.
Αν ήναι μόνον το φαγί, τρώγει κανείς και μόνος·
του φαγητού καρύκευμα είν' η φιλοφροσύνη· —
χωρίς αυτήν η συντροφιά δεν έχει νοστιμάδα.
ΜΑΚΒΕΘ
Εσύ γλυκέ μου σύμβουλε! — Λοιπόν, 'ς την όρεξίν σας
εύχομαι χώνευσιν καλήν, και εις τα δύο υγείαν!
ΛΕΝΩΞ
Δεν κάθεσαι, αυθέντα μου;
(Εισέρχεται η σκιά του ΒΑΓΚΟΥ και κάθηται εις την θέσιν του ΜΑΚΒΕΘ)
ΜΑΚΒΕΘ
Η στέγη μας απόψε
δόξαν θα εσκέπαζεν αυτού του τόπου όλην,
εάν εδώ ήτο παρών κι' ο Βάγκος μας. — Αλλ' όμως
καλλίτερα να έπταισε και μάλλωμα ν' αξίζη,
παρά να εκακόπαθε ώστε να αξίζη λύπην.
ΡΩΣ
Τον εαυτόν του αδικεί αν έλειψε να έλθη.
Δεν κάθεσαι, αυθέντα μου, και συ, να μας τιμήσης;
ΜΑΚΒΕΘ
Είναι γεμάτη η τράπεζα.
ΛΕΝΩΞ
Ιδού εδώ μια θέσις.
ΜΑΚΒΕΘ
Πού;
ΛΕΝΩΞ
Να, εδώ. — Τι έπαθες και είσαι ταραγμένος;
ΜΑΚΒΕΘ
Ποιος από σας τόκαμ' αυτό;
ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΙ
Τι πράγμα, ω αυθέντα;
ΜΑΚΒΕΘ προς το φάσμα.
Δεν ημπορείς να μου ειπής ότι εγώ σου πταίω!..,
Μη τα μαλλιά σου μου κινής τα αιματοβαμμένα!
ΡΩΣ
Δεν είναι, άρχοντες, καλά ο Μάκβεθ! Σηκωθήτε!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Καθήσετε, ω άρχοντες. Αυτά συχνά τα έχει,
και από νέος μάλιστα! Κανείς σας μη σαλεύση!
Είναι το πράγμα της στιγμής! Θα του περάση τώρα.
Ανίσως τον προσέχετε και τον παρατηρείτε
θα πειραχθή, και το κακόν χειρότερον θα γείνη!
Αφήτε τον και τρώγετε, ω φίλοι. —
(Πλησιάζουσα προς τον Μάκβεθ) Άνδρας είσαι;
ΜΑΚΔΩΦ
Ναι! Κ' είμαι άνδρας τολμηρός, αφού τολμώ και βλέπω
εκείνο που θα 'τρόμαζε κι' ο Σατανάς να βλέπη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ανοησίαι! Πλάσματα του φόβου σου είν' όλα!
Και τούτο σαν την μάχαιραν θα ήναι 'ς τον αέρα,
που έλεγες πως σ' έδειχνε τον δρόμον προς τον Δώγκαν!
Αυτά τα σπαρταρίσματα και τα ξιππάσματά σου,
αυτά τ' αναγελάσματα του φόβου, άφησέ τα
κι όταν, χειμωνιάτικα κοντά εις την φωτιά της,
ακούεις μια γερόντισσα να λέγη παραμύθια
που τάμαθ' απ' την νόννα της! Αλήθεια εντροπή σου! —
Τι χάσκεις; Τι; Είναι σκαμνί αυτό εκεί που βλέπεις!
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν βλέπεις; Να! Κύτταξ' εκεί! Ιδέ τον! —
(προς το φάσμα)
Τι μου λέγεις;
Α! Δεν με μέλει! Λάλησε, αφού 'μπορείς και νεύεις.
Αν ήναι και οι τάφοι μας και τα νεκροταφεία
να στέλνουν τους θαμμένους μας οπίσω, — μνήματά μας
εις το εξής των αετών ας γείνουν τα στομάχια (25)!
(Εξαλείφεται το φάσμα).
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Η τρέλλα σ' έκαμε δειλόν;
ΜΑΚΒΕΘ
Καθώς σε βλέπω τώρα,
τον είδα!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Δεν εντρέπεσαι! (Επιστρέφει προς τους προσκεκλημένους)
ΜΑΚΒΕΘ μόνος
Αίμα πολύ εχύθη
τους περασμένους τους καιρούς, προτού να ημερώσουν
τον κόσμον νόμοι δίκαιοι, και από τότε πάλιν
έγειναν φόνοι, που κανείς αν τους ακούση φρίττει!
Ήτο καιρός που έφθανε να χύσης τα μυαλά του,
κι' απέθνησκε ο άνθρωπος, — 'τελείοναν τα πάντα.
Και τώρα, — ανασταίνονται κ' εβγαίνουν απ' τους τάφους
κι' απ' τα σκαμνιά μας μάς σκουντούν! Ω! τούτο είναι θαύμα
που κ' ένα φόνον ξεπερνά ωσάν αυτόν!...
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αυθέντα,
σ' αποζητούν οι φίλοι σου.
ΜΑΚΒΕΘ
Ω! Είχα λησμονήσει. —
Να μη με συνερίζεσθε, αγαπητοί μου φίλοι.
Ασθένεια παράδοξος με βασανίζει· όμως
δεν είναι τίποτε αυτό δι' όσους με γνωρίζουν. —
Χαρά κ' υγεία 'ς όλους σας! Ελάτε. Ας καθίσω.
Δότε μ' εδώ 'λίγο κρασί· γεμάτο το ποτήρι!
'Σ όλης εδώ της συντροφιάς προπίνω την υγείαν,
κ' εις του καλού του φίλου μου του Βάγκου, που μας λείπει
Ας ήτο να μας ήρχετο! Εις όλους κ' εις εκείνον
η πρόποσίς μου. Εύχομαι εις άπαντας τα πάντα!
ΠΑΝΤΕΣ
Πολλά τα έτη και καλά του Βασιλέως!
(Εισέρχεται εκ νέου το φάσμα).
ΜΑΚΒΕΘ
Λείψ' απ' τα 'μάτια μου εμπρός! 'Σ της γης τα βάθη κρύψου,
Έχεις τα κόκκαλα στεγνά, το αίμα παγωμένον,
είν' άψυχα τα μάτια σου αυτά που με κοιτάζουν
ακίνητα!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Είναι αυτό συνειθισμένον πράγμα,
αγαπητοί μου άρχοντες· δεν είναι τίποτ' άλλο·
αλλά την ευχαρίστησιν χαλνά της συντροφιάς μας.
ΜΑΚΒΕΘ
Άνθρωπος ό,τι κι' αν τολμά, τολμώ! Παρουσιάσου
ωσάν αρκούδα μαλλιαρή, αν θέλης, της Ρωσίας,
ή ένοπλος ρινόκερως, ή τίγρις Υρκανίας, —
Λάβε μορφήν εκτός αυτής που έχεις κάθε άλλην
και να ιδής αν κλονισθούν τα στερεά μου νεύρα!
Ή ξαναγείνου ζωντανός κι' αντιμετώπισέ με
με το σπαθί 'ς το χέρι σου, 'ς την έρημον, — κι' αν τρέμω,
μωρό παιδί να με ειπής! ...Απάτης πλάσμα, φύγε!
Έξω απ' εδώ, φρικτή σκιά! (Εξαλείφεται το φάσμα).
Ιδού! Ευθύς που λείψη,
άνδρας εκ νέου γίνομαι. — Καθήσετε, ω φίλοι!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Απ' την πολλήν σου ταραχήν η ευθυμία 'πάγει.
Την συντροφιά την έκαμες να γείνη άνω κάτω.
ΜΑΚΒΕΘ
Πώς είναι τρόπος πράγματα τοιαύτα να συμβαίνουν,
να έρχωνται 'σάν σύννεφο καλοκαιριού εμπρός μας,
και να μη φέρουν θαυμασμόν; Με κάμνετε, αλήθεια
κι εγώ ο ίδιος ν' απορώ με την κατάστασίν μου.
όταν σας βλέπω, με αυτό το θέαμα εμπρός σας.
τα μάγουλά σας κόκκινα να τάχετε ακόμη,
ενώ εγώ 'κατάλευκα τα νοιώθω· απ' τον φόβον!
ΡΩΣ
Τι θέαμα, αυθέντα μου;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Να μη του ομιλήτε
και γίνεται χειρότερα! Αν τον 'ρωτούν, ανάπτει.
Καλή σας νύκτα! Φύγετε. Αφήσετε την τάξιν
και την σειράν. Πηγαίνετε αμέσως!
ΛΕΝΩΞ
Καλή νύκτα!
Και είθε την υγείαν του ο βασιλεύς να εύρη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Καλή σας νύκτα κι' αγαθή εις όλους.
(Εξέρχονται άπαντες εκτός του ΜΑΚΒΕΘ και της ΛΑΙΔΗΣ ΜΑΚΒΕθ)
ΜΑΚΒΕΘ
Αίμα θέλει!
Καλά το λέγει το ρητόν: Το αίμα θέλει αίμα (26).
Ηκούσθη δένδρα να 'μιλούν και να κινούνται λίθοι,
και από κίσσαις και κολοιούς και από καρακάξαις
να έβγη έξαφνα 'ς το φως ο φόνος ο κρυμμένος!...
'Ξημέρωσε;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Φιλονεικούν η Νύκτα και η 'Μέρα.
Σκότος δεν είναι ούτε φως.
ΜΑΚΒΕΘ
Πώς σου εφάνη, 'πέ μου,
να τον προστάξω τον Μακδώφ κ' εκείνος ν' απειθήση;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Έστειλες άνθρωπον 'ς αυτόν;
ΜΑΚΒΕΘ
Το έμαθα εκ τύχης·
Αλλά θα στείλω. — Απ' αυτούς δεν είναι μήτε ένας
που άνθρωπόν μου μισθωτόν κοντά του να μην έχη. —
Πρωί πρωί 'ς ταις αδελφαίς ταις Μάγισσαις θα 'πάγω.
Θέλω και άλλα να μου 'πούν. Έχω σκοπόν να μάθω
με κάθε τρόπον κάθε τι, όσον κακόν κι' αν ήναι!
Το παν εις το συμφέρον μου, το παν, θα θυσιάσω!
Τόσον βαθειά εχώθηκα 'ς το αίμα έως τώρα,
ώστε αν παύσω να βουτώ, το να γυρίσω πίσω
θα είν' επίσης δύσκολον καθώς να προχωρήσω.
Όσα ο νους μου μελετά, το χέρι θα τα πράξη. —
Ας γείνουν πρώτα, κ' έπειτα τα στόμ' ας τα φωνάξη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Το μέγα δυναμωτικόν που θέλει κάθε σώμα.
ο ύπνος, σου χρειάζεται.
ΜΑΚΒΕΘ
Πηγαίνωμεν 'ς το στρώμα.
Αυτά που εφαντάσθηκα ο φόβος τα εμπνέει.
Μας λείπει πράξις· 'ς την τριβήν είμεθ' ακόμη νέοι.
(Εξέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Ε'
Εξοχή άδενδρος. Κεραυνοί.
(Εισέρχονται εξ ενός αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ και αφ' ετέρου η ΕΚΑΤΗ)
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Τι έχεις, ω Εκάτη; τι εθύμωσες;
ΕΚΑΤΗ
Και πώς να μη θυμώσω, ω βρωμόστριγλαις,
με την αυθάδειάν σας και την τόλμην σας!
Πώς λόγια με τον Μάκβεθ παιρνοδίδετε,
κ' εμέ, των μαγικών σας την δασκάλισσαν,
την μυστικήν τεχνήτραν κάθε βασκανίας,
ποτέ να λάβω μέρος δεν μ' εκράξετε
την τέχνην μας να δείξω εις την δόξαν της;
Το δε χειρότερόν σας, — ό,τι έγεινε,
δι' ένα φανταγμένον το εκάματε,
ένα διεστραμμένον κ' υπερήφανον. —
Κι' αυτός σας καλοπιάνει, όχι διά σας,
πλην διά τους σκοπούς του και τα τέλη του.
Πληρώσετε το λάθος! Φύγετ' απ' εδώ.
'ς το σπήλαιον να 'πάτε του Αχέρωνος!
Εκεί κ' εγώ θα έλθω αύριον πρωί.
Την Μοίραν του να μάθη θάλθη και αυτός.
Τα μαγγανεύματά σας ετοιμάσετε,
τα μάγια, τα κακκάβια κι' όλα τα λοιπά.
Ν' αναίβω έχω τώρα 'ς τα αιθέρια.
Αυτήν την νύκτα έχω, — πριν φανή το φως, —
φρικτόν να κάμω έργον και τεράστιον.
'Σ την άκρη της Σελήνης τρεμοκρέμεται
βαρειά κι' ατμούς γεμάτη μια σταλαγματιά.
Προτού να πέση κάτω θα την πιάσω 'γώ.
Θα την κατασταλάξω με τα μάγια μου,
να βγάλω από μέσα τα εξωτικά,
που η απατηλή των η εμφάνισις
τον Μάκβεθ θα τον κάμη να καταστραφή.
Τον Θάνατον, την Τύχην, δεν θα τα ψηφά·
θα υποβάλη όλα 'ς την ελπίδα του,
και φρόνησιν και φόβον και ευσέβειαν!
Εχθρός δε του ανθρώπου, — ο χειρότερος, —
είν' η απροβλεψία και η οίησις!
(Μουσική έσωθεν)
Με κράζουν! — Το μικρόν μου το δαιμόνιον,
εις σύννεφο επάνω παχνοσκέπαστο,
με περιμένει. (Εξέρχεται).
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
'Πάμε, 'πάμε γρήγορα!
Κι αυτή όπου κι αν ήναι ξαναέρχεται.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'
Εν τω ανακτόρω εις Φόρες.
(Εισέρχονται ο ΛΕΝΩΞ και ο ΑΓΚΟΣ (27) ).
ΛΕΝΩΞ
Τα όσα είπα συφωνούν μ' όσα 'ς τον νουν σου είχες.
Μπορούσα κι' άλλα να ειπώ, σου λέγω μόνον ότι
συνέπεσαν παράδοξα τα πράγματα: Τον Δώγκαν
έκλαυσ' ο Μάκβεθ. — Μάλιστα, — αφού είχε αποθάνει.
Ο Βάγκος δε συνέπεσε να νυκτωθή 'ς τους δρόμους.
Αν αγαπάς, τον φόνον του 'ς τον Φληνς απόδωσέ τον,
αφού εξέφυγεν ο Φληνς. — Ποιος δε να μη το λέγη
ότ' ήσαν δύο τέρατα ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ,
να σφάξουν τον πατέρα των! Αφορισμένη πράξις!
Και πώς το ελυπήθηκε ο Μάκβεθ! Δεν τον είδες
πώς ήναψε το αίμα του και ώρμησεν αμέσως
κ' εσκότωσε τους φύλακας, ενώ κ' οι δύο ήσαν
δούλοι ακόμη του πιοτού κ' αιχμάλωτοι του ύπνου;
Μη δεν το έκαμε καλά; — Και γνωστικά προς τούτοις!
Διότι ποιος δεν ήθελε μ' αυτούς αγανακτήσει
αν ήκουε να τ' αρνηθούν αυτοί κατόπιν; Ώστε
συνέπεσαν τα πράγματα περίφημα, σου λέγω.
Ως προς του Δώγκαν δε τους υιούς, 'ς το χέρι αν τους είχε
(και να μη δώση ο Θεός ποτέ του να τους έχη),
θα έβλεπαν το τι θα 'πή πατέρα να σκοτώσουν!
Κι' ο Φληνς θα τόβλεπε! — Αλλά, τα λόγια μας ολίγα.
Δι' ένα λόγον ο Μακδώφ απρόσεκτον, κ' επίσης
διότι 'ς το συμπόσιον δεν ήλθε του τυράννου,
καθώς μου λέγουν, έπεσεν εις την οργήν του τώρα.
Πού άρα γε κατέφυγε, είδησιν έχεις μήπως;
ΑΓΚΟΣ
Του Δώγκαν ο διάδοχος, — τον θρόνον του οποίου
ο Μάκβεθ σφετερίζεται, — εις την Αγγλίαν μένει.
Ο δε καλός ο βασιλεύς εκεί, εις την αυλήν του
τόσον τον καλοδέχεται και τον περιποιείται,
ώστε η Μοίρα η κακή, με την καταδρομήν της
ποσώς δεν τον εξέπεσεν από τ' αξίωμά του.
Εκεί επήγε κι' ο Μακδώφ διά να ενταμώση
τον Εδουάρδον, και θερμά να τον παρακαλέση
τον άξιόν του στρατηγόν Σιβάρδον να μας στείλη,
ώστε μ' αυτήν την συνδρομήν, και με την προστασίαν
Εκείνου, που το έργον μας θα ευλογή εξ ύψους,
ν' αξιωθή καθένας μας να χαίρεται και πάλιν
'ς την τράπεζάν του την τροφήν, 'ς το στρώμα του τον ύπνον
χωρίς μαχαίρια κ' αίματα εις τα συμπόσιά μας, —
και νόμιμον να έχωμεν του τόπου βασιλέα
χωρίς ν' ατιμαζώμεθα απ' τας τιμάς που δίδει,
κι' ό,τι καθένας λαχταρεί να τ' αποκτήση πάλιν! —
Αλλά ο Μάκβεθ όλ' αυτά τα επληροφορήθη,
κ' εις τόσην αγανάκτησιν τον έφερε το πράγμα,
ώστε προετοιμάζεται να κάμη εκστρατείαν.
ΛΕΝΩΞ
Και μήνυμα δεν έστειλεν εις τον Μακδώφ;
ΑΓΚΟΣ
Ναι· όμως
ορθοκαταίβατ' ο Μακδώφ του απεκρίθη, Όχι!
Και σκυθρωπός ο μηνυτής εγύρισε ταις πλάταις
κ' εμούγκριζε 'σάν νάλεγε: Θα το μετανοήσης
ότι με την απόκρισιν αυτήν σου με φορτόνεις.
ΛΕΝΩΞ
Αυτό να προφυλάττεται ίσως θα τον φωτίση
και όσον είναι γνωστικόν από εδώ ν' απέχη.
Ω! 'ς την Αγγλίαν άγγελος ας ήτο να πετάξη
να 'πή τα λόγια του Μακδώφ, προτού εκείνος φθάση,
ώστε χωρίς αναβολήν να έλθη σωτηρία,
'ς την γην αυτήν που τυραννεί κατηραμμένο χέρι!
ΑΓΚΟΣ
Ευχαί μου θα συνώδευαν θερμαί το πέταγμά του!