Μάγκας
Συγγραφέας:
Ε'. Άδοξο κυνήγι


Η κουζίνα, μεγάλη και αερική, πλακοστρωμένη και φεγγερή, γυάλιζε όλη από πάστρα. Σειρά αμέτρητη από κατσαρόλες, χρυσοκόκκινες και αστραφτερές, καμάρωναν αραδιασμένες στα ράφια, πιο γυαλιστή η μια από την άλλη, από τη μεγαλύτερη ως τη μικρότερη, σα στρατιώτες σε παράταξη. Μάγειρας, παραμαγείρισσα, σερβιτόρος, καμαριέρες, Αραπάδες και Χριστιανοί, ζούσαν εκεί μέσα αδελφωμένοι, δουλεύοντας, κουβεντιάζοντας, μαλώνοντας κάποτε, παστρικοί όλοι, συγυρισμένοι, με πρόσωπα ζωηρά και γελαστά, που ήταν μια χαρά να τους βλέπεις.

Πλάγι σ' ένα μαρμαρένιο τραπέζι κάθουνταν ένας μεσόκοπος Αράπης, ψηλός, λιγνός, ντυμένος με μια μακριά μαύρη γκαλαμπία που έλαμπε σα μεταξωτή. Με ανακούφιση είδα πως φορούσε κάλτσες και κόκκινες παντούφλες που τις λένε αράπικα «μπαμπούς». Είχε μόνο ένα μάτι. Τον λυπήθηκα. Στην αρχή μου καίουνταν η καρδιά σαν έβλεπα Αραπάδες - Φελάχους, όπως λέγονται οι εντόπιοι - μ' ένα μάτι. Μα σε λίγο συνήθισα. Είναι τόσοι μονομάτηδες στην Αίγυπτο, που καταντά πια σα φυσικό τους.

Η Μαριγώ με πήγε ίσια στο μεσόκοπο Αράπη και του είπε να με λούσει. Γύρισε αυτός απάνω μου το μοναχικό του μάτι, μα δε σηκώθηκε.

Σαν τον είδα τόσο αδιάφορο, σκέφθηκα πως ίσως ξεφύγω το πλύσιμο, και πήρα πάλι τ' απάνω μου. Άρχισα να περιδιαβάζω εδώ κι εκεί στο μαγειριά, μυρίζοντας ένα κασόνι, σκαλίζοντας με τη μύτη μου άλλο ζεμπίλι, γλείφοντας κάπου - κάπου κανέναν κεσέ που μύριζε φαγί. Ώσπου με πήρε το μάτι του μάγειρα, ένας κοιλαράς με σκούφο και μεγάλη άσπρη ποδιά που του σκέπαζε κοιλιά και στήθος.

- Έξω από δω, γρήγορα! φώναξε τρέχοντας καταπάνω μου και χτυπώντας δυνατά τα πόδια του χάμω.

Πω-πω, τρομάρα μου! Είπα πως ήλθε η τελευταία μου ώρα και τρύπωσα κάτω από μια καρέγλα.

- Δε φταίγει το σκυλί, κυρ-Θανάση, είπε η Μαριγώ, σταματώντας το μάγειρα που ετοιμάζουνταν να μου πετάξει μια κλωτσιά. Δε φταίγει το σκυλί. Φταίγει ο Άλης που δεν το παίρνει να το πλύνει.

Νόστιμη και καλή Μαριγώ!...

Από κείνη την ώρα αποφάσισα να γίνω καλός της φίλος.

- Σκυλιά στην κουζίνα δε θέλω! φώναξε ο μάγειρας. Να μου φάγει τίποτα, να βρω τον μπελά μου. Άιντε! Έξω!

Η Μαριγώ τον έπιασε από την ποδιά.

- Έλα λοιπόν, Άλη, δεν ακούς; φώναξε του Αράπη. Σου είπα πως ο Κύριος θέλει να τον πλύνεις και να τον φέρεις πίσω γρήγορα!

Με αράπικη απάθεια σηκώθηκε ο Άλης, και, σέρνοντας τα πόδια του, βγήκε μεγαλόπρεπα από την κουζίνα. Εγώ τον είδα, μα καμιάν όρεξη δεν είχα να τον ακολουθήσω.

Τι τα θέλετε! Τα λουσίματα αυτά, όπου με σκληρή βρούτσα σου γδέρνουν το δέρμα, όπου σου γεμίζουν σαπούνια τα μάτια και το στόμα, όπου σου χύνουν καταρράχτες νερά στα ρουθούνια, ποτέ δεν μπόρεσα να τα συνηθίσω. Τότε τα μισούσα ακόμα περισσότερο. Ώστε έκανα τον ανήξερο, και άφησα τον Άλη να φύγει μόνος.

Συμφορά μου! Ο μάγειρας με παραμόνευε! Μόλις έκανα να βγω από κάτω από την καρέγλα και να σιμώσω την άκρη του ανοιχτού φούρνου, όπου ένα ταψί σκορπούσε ορεκτικότατη μυρωδιά ψητού, έξαφνα ακούστηκε πάταγος σα δέκα βροντές μαζί. Και δεν ξέρω ποιος σιδερένιος δαίμονας κατρακυλιστά όρμησε καταπάνω μου και μου τσάκισε τα πόδια.

Πω-πω, πόνος και φωνές! Ακόμα τρέχω! Όχι τα σαπούνια του Άλη, μα και το καμιτσίκι του αφέντη μου θ' αντιμετώπιζα μάλλον, παρά τους κεραυνούς του θυμωμένου κυρ-Θανάση. Ήταν ανοιχτή η πόρτα του κήπου. Μ' ένα σάλτο βρέθηκα έξω.

Με φιλοσοφική αταραξία με περίμενε ο Άλης στο περιβόλι. Σα με είδε, χωρίς να βιαστεί, γύρισε κατά το στάβλο και μου σφύριξε να τον ακολουθήσω. Εκεί σα φθάσαμε, έβγαλε την ωραία του μαύρη γκαλαμπία, σήκωσε τ' άσπρα του μανίκια που έβγαιναν από ένα αραδωτό κίτρινο γελέκο, έφερε νερό, σαπούνι και βρούτσα, και το μαρτύριο μου άρχισε.

Πρέπει να είχε πείρα από σκυλιά ο Άλης, και πρέπει να είχε μάθει τη δουλειά του στ' αφεντικά μου. Δε σας περιγράφω τα βάσανα που τράβηξα στα χιωτομαθημένα χέρια του, τα επανειλημμένα σαπούνια, τ' αμέτρητα νερά, το ξαναγέμισμα των κουβάδων. Αυτές είναι μικροκακομοιριές καθημερινές, που για όλους τις έχει η ζωή.

Επιτέλους όμως, ξεπλυμένο, σκουπισμένο, σαν αντικείμενο πολύτιμο, σηκωτό στα χέρια, μην πατήσω χάμω και λερώσω τα πόδια μου, με ανέβασε ο Άλης στη βεράντα και με απόθεσε στην πόρτα της τραπεζαρίας. Η οικογένεια κάθουνταν στο τραπέζι. Πρώτος με είδε ο ξένος, ο Χρήστος, που κάθουνταν πλάγι στην κυρά μου, και με φώναξε:

- Εδώ! Εδώ, Σκαμπ!

- Γιατί επιμένεις να τον λες Σκαμπ; ρώτησε η Εύα. Αφού σου είπε ο Μήτσος πως τον λέμε Μάγκα, που θα πει Σκαμπ ελληνικά.

- Εσείς γιατί επιμένετε να τον λέτε Μάγκα, αφού σας τον χάρισα εγώ, και σας είπα πως τον έβγαλα Σκαμπ; αποκρίθηκε ο Χρήστος.

- Σου το είπα. Γιατί Σκαμπ είναι εγγλέζικο, κι εμείς είμαστε Ρωμιοί. Είναι αστείο σε ρωμέικο σπίτι ο σκύλος να έχει όνομα αγγλικό.

- Τι σημασία έχει; είπε ο Χρήστος. Αυτό που λες είναι σωβινισμός.

- Κάλλια σωβινισμός παρά ξενομανία, είπε απότομα η Εύα.

- Εύα, διέκοψε η μητέρα της, μαλωσιάρικα.

Μου φάνηκε σαν πειραγμένος ο Χρήστος. Και η Εύα σώπασε. Στάθηκα μ' ένα πόδι σηκωμένο, διστάζοντας σε ποιον να πάγω.

- Έλα δω, Μάγκα, πρόσταξε ο Μήτσος.

Και καθώς σίμωσα πρόθυμα, μου τράβηξε το αυτί και μου είπε με σοβαρό ασυνήθιστο:

- Ν' ακούς εσύ την κυρά σου την Εύα. Μάγκα σε ονομάσαμε σαν ήσουν κουταβάκι, Μάγκας θα πεθάνεις.

Μου άρεσε η απόφαση του Μήτσου κι έχωσα τη μύτη μου μέσα στο χέρι του.

Ο Λουκάς, που κάθουνταν πλάγι στον αδελφό του, ενθουσιάστηκε και με αγκάλιασε.

- Α, μπράβο, Μάγκα μου! Πώς σ' αγαπώ! Βιαστικά ξανακάθησε στη θέση του, κατακόκκινος και ντροπιασμένος.

- Λουκά! έλεγε η μητέρα του αυστηρά. Ξέχασες πως είμαστε στο τραπέζι;

- Μην τον μαλώνεις, Μητέρα, μεσολάβησε ο Μήτσος. Εγώ φταίγω που φώναξα τον Μάγκα.

- Και βέβαια φταις εσύ, είπε η κυρία Βασιωτάκη. Και γαληνεμένη πάλι πρόσθεσε γελαστά:

- Τα λεγα της πεθεράς, για να τ' ακούσει η νύφη.

Το πρόγευμα τελείωνε. Οι κύριοι άναψαν τα τσιγάρα τους και οι δίδυμες πετάχθηκαν απάνω και με φώναξαν. Πήδηξα στην πλάτη της Λίζας που έσκυβε να μαζέψει την πεσμένη πετσέτα της, και την έριξα χάμω. Η μικρή ξέσπασε στα γέλια, και παίρνοντας θάρρος ξαναπήδηξα πάνω της, την ώρα που πήγαινε να σηκωθεί. Ζούλεψε η Άννα, έτρεξε να με πιάσει, σκόνταψε στην αδελφή της κι έπεσε πλακώνοντας μας και τους δυο. Το παιχνίδι γίνουνταν έκτακτο. Μα η κυρία Βασιωτάκη δεν έρχουνταν σε τέτοια.

- Λίζα, Άννα, σηκωθείτε και οι δυό, λερώνετε τα φορέματα σας στα χαλιά...

Και όμως είχε άδικο η κυρία Βασιωτάκη! Έπρεπε να ξέρει πως στο χιώτικο νοικοκυριό της μπορούσε το φόρεμα να λερώσει το χαλί, όχι όμως το χαλί να λερώσει το φόρεμα. Για να της το αποδείξω λοιπόν, ρίχθηκα της Άννας και την έστρωσα πάλι χάμω. Η κυρία Βασιωτάκη όμως θύμωσε.

- Σήκω πάνω γρήγορα, Άννα, και δέσε το σκύλο. Δεν πρόφθασε όμως η Αννούλα. Σαν αστραπή πετάχθηκα από τα χέρια της κατά την πόρτα της βεράντας, όπου πίσω από τον αφέντη μου με την άκρη του ματιού μου είχα δει τη σκιά μιας γάτας που πέρασε τρεχάτη.

Η τρίχα μου σηκώθηκε όρθια! Πέταξα ένα γάβγισμα και, περνώντας πάνω από ένα σοφά, όρμησα στη βεράντα. Καταστροφή!

Η μισή πόρτα ήταν κλειστή, κι εγώ, στη φούρια μου απάνω, δεν την είδα! Κρότος φοβερός ακούστηκε, και βρέθηκα στη ράχη, χωρίς να ξέρω πώς, με βροχή γυαλιά που έπεφταν γύρω μου. Πού όμως να σταματήσω! Η γάτα τρομαγμένη έφευγε. Μια και δυό, πηδώ πάνω από την καγκελαρία και πέφτω σ' έναν ανθώνα όλο τριανταφυλλιές και αγκάθια. Τίποτα όμως δεν άκουα, ούτε πόνο ούτε φωνές πίσω μου. Μια συλλογή και μόνη είχα, πως μου ξέφευγε με όλα αυτά η γάτα και πως ήμουν ντροπιασμένος, ατιμασμένος! Την είχε πάρει το μάτι μου που, ξετρελαμένη από φόβο, έκανε για ένα δέντρο, κοντά στα κάγκελα του κήπου. Και μ' έπιανε λύσσα με τη σκέψη μονάχα πως θα μου ξεφύγει, αν φθάσει στο δέντρο πριν από μένα. Κι έφθασε! Με τα νύχια της άρπαξε τον κορμό και ανέβηκε, και ύστερα, σκαλωμένη σ' ένα κλαδί, φτύνοντας και φυσώντας, μου φώναζε:

- Φονιά! Δε δοκιμάζεις ν' ανέβεις; Κιμά θα σου κάνω τα μάτια σου!

Φρενιασμένος όρμησα, πήδηξα, ούρλιασα, γύρευα να την τρομάξω, να την υποχρεώσω να κατεβεί. Και την τρόμαξα. Και πήδηξε χάμω, μα από το άλλο μέρος της καγκελαρίας! Η αφιλότιμη φυγομαχούσε, αρνούνταν την πρόκληση να μετρηθούμε. Τόβαζε στα πόδια σα λαγός. Κλαίγοντας από λύσσα ρίχθηκα μες στα κάγκελα. Ήταν σκεπασμένα από περικοκλάδα πλεγμένη στα σίδερα. Και τα πυκνά κλαριά έπιασαν συμμαχία με τη γάτα, μ' έσφιξαν και μου έμπηξαν τ' αγκάθια τους στα πλευρά μου. Ούτε μπρος μπορούσα να πάγω ούτε πίσω. Και, - τραγική ειρωνεία! - απάνω σ' έναν τοίχο αντικρινό, από το άλλο μέρος του δρόμου, στέκουνταν κουβαριασμένη η γάτα, και, βλέποντας την κακομοιριά μου, γέλασε! Μου ήλθε να την πνίξω! Έκανα να περάσω κι έσχισα το πλευρό μου. Έβγαλα μια φωνή, φοβερίζοντας με τρομερή εκδίκηση την περικοκλάδα.

Και τρόμαξε η γάτα και πήδησε στο γειτονικό περιβόλι, όπου χάθηκε ανάμεσα στα λουλούδια. Αχ! Λύπη, ντροπή και πόνος! Να είμαι πιασμένος και να μην μπορώ να την εκδικηθώ.

- Στάσου, έννοια σου! της φώναξα. Θα σε ξαναβρώ, κερά μου! Το κιτρινιάρικο μούτσουνό σου θα το ξανανταμώσω κάποτε και θα σε αναγνωρίσω όπου και νάσαι. Και τότε θα γελάσω εγώ...

Βήματα ακούστηκαν πίσω μου και ομιλίες. Και ξεχώρισα τη φωνή του Μήτσου.

- Παραμέρισε εσύ τα κλαδιά, Χρήστο, και τον πιάνω εγώ, έλεγε.

Και με βγάλανε από κει. Μα σε τι χάλια! Τίποτα όμως δεν ήταν τα αίματα και ο πόνος, όσο η ντροπή, η φοβερή ντροπή που μου ξέφυγε η γάτα. Θα δάγκανα τον εαυτό μου από θυμό. Τ' αφεντικά μου απεναντίας φαίνουνταν ενθουσιασμένα.

- Καλέ, τι σκυλί είναι αυτό; Καλέ αυτός είναι σπουδαίος!

Ως και η κυρία Βασιωτάκη με χάιδεψε, σαν ανέβηκα στη βεράντα.

- Γενναίο σκυλάκι, είπε. Αλλά ανόητο. Πάει το γυαλί της πόρτας.

Ο Λουκάς ήταν κατασυγκινημένος.

- Μην τον μαλώνεις, Μητέρα, είπε. Για δες τον, είναι καταματωμένος. Πες πως είναι παλικάρι, Μητέρα.

- Παλικάρι ναι, είναι, αποκρίθηκε κείνη. Αλλά αν είχε μείνει στο περιβόλι, δε θα γίνουνταν αυτή η ζημία. Πάει το μεγάλο κρύσταλλο της πόρτας. Σας το λέγω, τα σκυλιά δεν είναι για σαλόνια.

Τα λόγια της κυράς μου δε με πείραζαν αυτή τη φορά. Τόσο ταπεινωμένο ήταν το ηθικό μου, τόσο μεγάλη η ντροπή μου, που κανένας πικρός λόγος δε μου φαίνουνταν αρκετά δυνατός για τιμωρία. Θα ήθελα να με είχαν δείρει τ' αφεντικά μου, για την αδεξιότητα μου ν' αφήσω να μου φύγει η γάτα.