Λόγια σοφά
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Μιχαήλ Αργυρόπουλος
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΛΟΓΙΑ ΣΟΦΑ
I

Βλέπει τὸ στάρι τὸ πουλί, καὶ φεύγει ἀγάλι - ’γάλι
Σὰν νειώσῃ μέσα ’σ τὸ κλουβὶ σιμὰ φτωχὸ πουλί.
Πάρε καὶ σὺ ἀπ’ τοὺς καϋμοὺς τῶν ἄλλων συμβουλή,
Γιὰ νὰ μὴν πάρουν ὕστερα ἀπ’ τοὺς δικούς σου ἄλλοι.

II

Ἀρώτησαν τὸν βασιληά: — Γιατὶ τὰ δαχτυλίδια
Τὰ βάνουνε — ὅσοι τἄχουνε!… — στὸ χέρι τὸ ζερβό,
Μιά ποὖναι τ’ ἄλλο στὴ δουλειὰ καθὼς καὶ ’σ τὰ παιχνίδια
Χίλιαις φοραὶς καλλίτερο καὶ πειότερ’ ἀκριβό;
Κι’ ὁ βασιληᾶς ἀπήντησε: — Καὶ δὲν τὸ ξέρεις τάχα;
Ὁπ’ ἔχει τὴν ἀξία του μένει μ’ αὐτὴ μονάχα.

III

Σὰν δὲν τὸ θέλει ὁ Θεὸς, τὸ δίχτυ τοῦ ψαρρᾶ
Ψαράκι δὲν θὰ πιάσῃ,
Καὶ ψάρι, ποῦ ἡ ὥρα του δὲν ἔχ’ ἀκόμα φθάσει,
Δὲν θενὰ σβύσῃ καὶ σ’ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ξηρά.

IV

Εὔκολα βγάνεις μάλαμμα ἀπ’ τοῦ βουνοῦ τὰ βάθη,
— Φθάνει κανεὶς νὰ ξέρῃ. —
Μὰ γιὰ νὰ βγάλῃς μάλαμμα ἀπὸ καρμίρη χέρι
Πρέπ’ ἡ ψυχή του πειὸ μπροστὰ νὰ ἔβγῃ καὶ νὰ πάθῃ.

V

Κανεὶς δὲν νοιώθει τῆς ζωῆς τὴν γλύκα καὶ ἀξία
πρὶν δοκιμάσῃ μιὰ φορὰ καὶ λίγη δυστυχία.

VI

Σὰν θωρεῖ κανεὶς μὲ μάτια ὅλο κάκια κι’ ἀγριωπά,
Καὶ τὸν Ἰωσὴφ ἀκόμη ἄσχημο θὰ ζωγραφίσῃ·
Μὰ σὰν βλέπῃ μὲ γλυκάδα ἐκεινοῦ ποῦ ἀγαπᾷ
Καὶ τὸν Βελζεβοὺλ ἀκόμη ἀγγελοῦδι θὰ νομίσῃ.

VII

Βλέπ’ ὁ Θεὸς τὰ λάθη σου, ὅμως σιωπᾷ καὶ κλαίει…
Ὁ γείτονας σου τίποτε δὲν βλέπει… κι’ ὅλο λέει…

VIII

Ὅταν κανεὶς ἀπελπισθῇ ξεχύνεται καὶ βρίζει,
Ὡσὰν τὴν γάτα ποῦ, κλειστή, καὶ στὸ σκυλὶ χυμίζει.
Ὅταν τὸ μάτι μαυρισθῇ καὶ κιτρινίσ’ ἡ ὄψι
τὸ χέρι ἁρπάζει τὸ σπαθὶ ἀκόμα κι’ ἀπ’ τὴ κόψι…

X

Ἡ μυρωδιὰ τοῦ κρομμυδιοῦ στῆς ὤμορφης τὸ στόμα,
Καλλίτερο ῏ναι ἀλήθεια,
Ἀπ’ τοῦ γλυκοῦ τραντάφυλλου τὸ μῦρο καὶ τὸ χρῶμα
’σ τῆς ἄσχημης τὰ στήθια.

IX

Ψευτιὰ ποῦ σοῦ κολλήσανε ὁμοιάζει μαχαιριά,
Ποῦ γιὰ καιρό, πολὺ καιρὸ σὲ λυώνει, σὲ πεθαίνει…
Μπορεῖ νὰ γιάνῃ μιὰ φορὰ μὲ κόπο καὶ φλουριά,
Μά… τὸ σημάδι μένει.