Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Αλβανία
←Ἀλάστωρ | Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας Συγγραφέας: Ἀλβανία |
Ἀλβάνιαι→ |
Ἀλβανία, χώρα ἐν Ἀσίᾳ, ἔχουσα Β τὸν Καύκασον, Ν τοὺς ποταμοὺς Κῦρον καὶ Ἄραξον Α τὴν Κασπίαν καὶ Δ τὴν Ἰβηρίαν, σιτοφόρος, καὶ πλουσία εἰς ἀμπέλους καὶ εἰς βοσκάς. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς ἠγάπων τὰ κυνηγέσια καὶ τὸν πὸλεμον (Στρβ. ΙΑ, 501.—Ἀρρ. Γ, 8. ΙΑ, 13). Ὁ Πομπήϊος ὑπέταξεν αὐτούς (Πλούτ. Πομπ. ΛΔ). Τινὲς τοὺς ἐκλαμβάνουσιν ὡς τοὺς αὐτοὺς τοῖς Ἀλανοῖς (Amm. Marc. XXXI, 2. XXIII, 5).