Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Αγύρριος
←Ἀγύριον | Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας Συγγραφέας: Ἀγύρριος |
Ἀγύρται→ |
Ἀγύρριος, Ἀθηναῖος, τιμωρηθεὶς ἐπὶ καταχρήσει, εἶτα δὲ τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ αὖθις κτησάμενος, διότι ἐπρότεινε τὴν αὔξησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εἰς 3 ὀβολούς. Ὠνομάσθη δὲ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Θρασυβούλου καὶ ναύαρχος (Ξεν. Ἑλλ. Δ, 8, 31). Ἀλλ' ὑπὸ τῶν κωμικῶν, ὧν ἠλάττωσε τὸν μισθὸν, πολλάκις χλευάζεται (Ἀριστφ. Βάτρ. 360. Ἐκκλ. 184).