Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Αβδαλώνυμος
←Ἄβας | Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας Συγγραφέας: μεταφράστηκε από συντάκτες της Βικιθήκης Ἀβδαλώνυμος |
Ἄβδηρα→ |
Δείτε στη Βικιπαίδεια: Αβδαλώνυμος |
Πρωτότυπο κείμενο | Μετάφραση |
---|---|
Ἀβδαλώνυμος, ἀπόγονος τῶν βασιλέων τῆς Σιδόνος, ζῶν ἐν ἐσχάτῃ, πενίᾳ ὡς ὑδροφόρος καὶ κηπουρός. Κυριεύσας ὁ Ἀλέξανδρος τὴν Σιδόνα, καὶ περὶ τῆς ἀρετῆς καὶ μετριοφροσύνης αὐτοῦ μαθών, ἀνεβίβασεν αὐτὸν εἰς τὸν θρόνον, δοὺς αὐτῷ καὶ τὴν περίχωρον πᾶσαν, καὶ τὸ πλεῖστον τῶν περσικῶν λαφύρων, (Curt. IV. 1, 19. —26.—Just. ΧΙ, 10, 8). Ὁ δὲ Διόδωρος (12, 46) καλεῖ αὐτὸν Βαλλώνυμον. |
Αβδαλώνυμος, απόγονος των βασιλιάδων της Σιδόνας, ο οποίος ζούσε σε πλήρη φτώχια ως κουβαλητής νερού και κηπουρός. Όταν κατέλαβε ο Αλέξανδρος τη Σιδόνα, και έμαθε για την αρετή και τη μετριοφροσύνη του, τον ανέβασε στο θρόνο, και του έδωσε και τις γύρω περιοχές καθώς και το μεγαλύτερο μέρος από τα περσικά λάφυρα.[1][2] Ο Διόδωρος τον αποκαλεί Βαλλώνυμον.[3] |
Παραπομπές σε αρχαίους συγγραφείς | |
|