Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Άβαξ
←Ἀβαντιάδης | Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας Συγγραφέας: Ἄβαξ |
Ἄβαρις→ |
Δείτε στη Βικιπαίδεια: Άβακας |
Ἄβαξ ἢ ἀβάκιον, πλὰξ ληθίνη ἢ καὶ ἄλλης ὕλης, ξύλου, μετάλλου, ἡ καλύπτουσα τὰς τραπέζας. Οὕτω καὶ ἡ ἐφ’ ἧς ἐκύβευον ἢ ἐπέσσευον (ἴδ. Πεσσοί)· ὁμοίως δὲ καὶ ἡ χρησιμεύουσα εἰς χάραξιν γραμμῶν ἢ ἀριθμῶν πρὸς γεωμετρικὰ σχήματα ἢ ἀριθμητικοὺς ὑπολογισμοὺς διὰ ψήφων (Πολύβ. Ε, 26). Ἀβακίσκοι δὲ ἢ ἀβάκια ἐλέγοντο καὶ τὰ τετραγωνίδια ἃ περιελαμβάνοντο εἰς τὰ κοσμήματα τῶν τοίχων ἢ εἰς τὰ ψηφιδωτὰ ἐδάφη.