Λεξικόν Γεωγραφικόν/Α/Ααρούση
< Λεξικόν Γεωγραφικόν | Α
←Ἀάρλιγγεν | Λεξικὸν Γεωγραφικόν Ἀαρούση |
Ἀάστ→ |
Ἀαρούση πολ. τῆς Βορείου Ἰουτλανδίας, καθέδρα ἐπισκόπου μεταξὺ τῆς θαλάσσης καὶ μικρᾶς λίμνης βιομ. ἐμπόριον, ἐξαγωγὴ χειροτεχνημάτων καὶ προϊόντων, ἔχει Λύκειον, βιβλιοθήκην, συλλογὴν ἀρχαιοτήτων, ὡραῖον ἐπισκοπικὸν ναὸν, θρησ. Δυτικῶν καὶ Διαμαρτυρουμένων ἴδε Ἰουτλανδία.