Λήθη
Συγγραφέας:
περιοδικό «Μπουκέτο», αρ. 669, τομ.13, (24 Δεκεμβρίου 1936) σελ. 13


Καλότυχοι oἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίση
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήση,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.

Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιάς τὴν κρουσταλλένια βρύση
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίση,
ἂν στάξη γι’ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.

Κι’ ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται,
διαβαίνοντας λειβάδια ἀπὸ ἀσφοδίλι,
πόνους παληοὺς ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.

Ἂν δὲ μπορῆς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δεῖλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
θέλουν—μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.