Αισώπου Μύθοι/Λέων και μυς αντευεργέτης

Αἰσώπου Μῦθοι
Λέων καὶ μῦς ἀντευεργέτης


Λέοντος κοιμωμένου μῦς τῷ σώματι ἐπέδραμεν. Ὁ δὲ ἐξαναστὰς καὶ συλλαβὼν αὐτὸν οἷός τε ἦν καταθοινήσασθαι. Τοῦ δὲ δεηθέντος μεθεῖναι αὐτὸν καὶ λέγοντος ὅτι σωθεὶς χάριτας αὐτῷ ἀποδώσει, γελάσας ἀπέλυσεν αὐτόν. Συνέβη δὲ αὐτὸν μετ’ οὑ πολὺ τῇ τοῦ μυὸς χάριτι περισωθῆναι· ἐπειδὴ γὰρ συλληφθεὶς ὑπό τινων κυνηγετῶν κάλῳ ἐδέθη τινὶ δένδρῳ, τὸ τηνικαῦτα ἀκούσας ὁ μῦς αὐτοῦ στένοντος ἐλθὼν τὸν κάλων περιέτρωγε καὶ λύσας αὐτὸν ἔφη· «Σὺ μὲν οὕτω μου τότε κατεγέλασας ὡς μὴ προσδεχόμενος παρ’ ἐμοῦ ἀμοιβὴν κομιεῖσθαι· νῦν δὲ εὖ ἴσθι ὅτι ἐστὶ καὶ παρὰ μυσὶ χάρις.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι καιρῶν μεταβολαῖς οἱ σφόδρα δυνατοὶ τῶν ἀσθενεστέρων ἐνδεεῖς γίνονται.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Καθώς το λιοντάρι κοιμόταν, ένας ποντικός τρέχοντας έπεσε επάνω του και το ξύπνησε. Γραπώνει τότε το λιοντάρι τον ποντικό και θα τον έκανε μιά χαψιά. Το ποντίκι όμως ψύχραιμο παρακάλεσε: «Άφησέ με να ζήσω! Για σένα ούτε μιά μπουκιά δεν είμαι! Και δεν ήθελα να σε ενοχλήσω, κατά λάθος τρέχοντας ήρθα επάνω σου. Αν με αφήσεις να ζήσω δέν θα σου κάνω κανένα κακό, αντίθετα, θα σε ευγνωμωνώ και θα σου ανταποδώσω την ευεργεσία!» Το λιοντάρι γέλασε: «Τι ευεργεσία θα μου ανταποδώσεις εσύ; Αν είναι δυνατόν ποτέ ένα ποντίκι να ευεργετήσει ένα λιοντάρι! Άντε όμως, θα σε αφήσω, γιατί με έκανες και γέλασα, άλλωστε γιατί να σε φάω, δεν φτάνεις ούτε να γεμίσεις το κούφιο μου το δόντι!» Αργότερα, κάποιοι κυνηγοί κατάφεραν να πιάσουν το λιοντάρι, και το δέσανε με σκοινιά σε ένα δέντρο. Καθώς βρυχόταν απελπισμένα, το άκουσε ο ποντικός, και πήγε μασουλούσε τα σκοινιά, έτσι τα έκοψε και ελευθέρωσε το λιοντάρι. Και είπε: «Εσύ τότε γελούσες που είπα ότι θα σε ευεργετήσω. Τώρα όμως πρέπει να κατάλαβες ότι ακόμη και τα ποντίκια αξίζει να σε ευγνωμονούν, ακόμα κι ένας ποντικός μπορεί να σε σώσει.»