Κατόπιν ὀνείρου
Συγγραφέας:


Δὲν φθάνουν τόσαις συμφοραὶς ποὺ τὴν καρδιὰ ξεσχίζουν,
ἔρχονται καὶ τὰ ὄνειρα γιὰ νὰ μᾶς τυραννοῦνε·
πρέπει κλεισμένα κι' ἀνοικτὰ τὰ μάτια νὰ δακρύζουν·
ἴσως στὴ μαύρη μέσα γῆ μονάχα σταματοῦνε!
Ἄχ ἡ ἀκοίμητη αὐτὴ φαρμακεμμένη βρύσι,
δὲν μᾶς ἐδόθη γιὰ τὸ φῶς γιὰ τὴν ὡραία φύσι·
μᾶς δόθηκε τὰ μάτια μας μονάχα νὰ τυφλόνῃ·
τὴν πίκρα νὰ ποτίζουνε, ν' αὐξάνῃ, νὰ μὴ λυώνῃ...
Ἔρχετ' ὁ ὕπνος σπλαχνικὸς γιὰ νὰ μᾶς ξεκουράσῃ,
πλὴν κεῖνος ἀπ' τὴ μιὰ μεριά καὶ τὤνειρο ἀπ' τὴν ἄλλη,
καὶ πρὶν προφθάσῃ ἡ δύστυχη καρδιά μας νὰ ξεχάσῃ,
τηνὲ ξυπνᾷ τὸ ὄνειρο καὶ τὴν σπαράζει πάλι.
Ξυπνᾷς καὶ κλαῖς· μὲ δάκρυα στὴ κλίνη σου κοιμᾶσαι,
καὶ δάκρυ ὀνειρεύεσαι, καὶ δάκρυα θυμᾶσαι!
Καὶ ποιὸς γνωρίζει καὶ σ' αὐτὸ τοῦ τάφου μας τὸ χῶμα,
ἄν ὀνειρεύεται ἡ καρδιά κι' ἂν κλαῖν τὰ μάτι' ἀκόμα!