Καλώς τους, καλώς ήρτετε

Καλώς τους, καλώς ήρτετε
Συγγραφέας:


Χαιρετισμός στους αδελφούς απ' την Ελλάδα, που απαγγέλθηκε στους Πανελλήνιους αγώνες στο Στάδιο της Λεμεσού το Μάη του 1929.

Καλώς τους, καλώς ήρτετε, ψυχή, καρτκιά δική μας,
της Μάνας της αξήχαστης κ̌αι γέννημαν κ̌αι θρέμμαν.
Τώρα που μας εμπλάσετε, σιούσιν οι καμοί μας,
τωρά καταλαββαίννουμεν πως ζ’ιούμεν κ̌ι εν εν ψέμαν,
χίλια κακά σκουλλίζουν μας κ̌αι βάσανα μας τρώσιν
κ̌ι έχουμέν τα προχ̌χ̌έφαλον κ̌αι για κρεβατοστρώσιν.

Παιχνίδιν εγινήκαμεν της λύπης, συντροόλα.
Ορτοποδούν ξένα παιδτκιά της μητριάς κοντά της;
Μπορούν με διπλοπροσωπκιάν να ζ’ιούν, εν πράμαν κ̌ιόλα;
Τα στήθη της εν μάρμαρον, βυζάκα τα βυζ’ιά της,
κ̌ι αν έχουν γάλαν, πκοιος πελλός πά’ να τα πιππιλλίσει,
πον ομπυασμένον κ̌ι, άμα φά’, ποττ’ εν κ̌ι εννά λαχτίσει!

Τέθκοιαν ζωήν δκιαβαίννουμεν, που κόλαση λοάται,
συμπαλισμένη λαμπρακ̌ιά τα μέσα μας δκιαζώννει.
Ο καταρράχτης σιωπά, κοξ’ιάζει για κ̌οιμάται;
Έτσι κ̌ι ο σκλάβος εν καμμά, μήτε ποττέ μερώννει,
γείρνει κ̌αι πα’ στην Μάναν του μερόνυχτα ο νους του,
ούλα τον ήλιον πον βκαίνεει έξω ‘ποὐ τους γυρούς του.

Η θάλασσ’ άλλαξεν ποττέ τον τόπον της, αλλάσσει;
Χ̌ίλιοι ανέμοι κ̌ι αν φυσούν κ̌ι αν την ανακατώσουν,
‘πού κ̌εια χαμαί που ‘πλάστηκεν ποττέ της εν ταράσσει.
Έτσι κ̌ι εμείς το ίδιον κ̌ι ακόμ’ αν μας σκοτώσουν.
Το γαίμαν, ποννά χιονωστεί κ̌ι η γη να το ρουφήσει,
εννά διψά την Μάναν του κ̌ι ακόμ’ αν ποστρανκ̌ίσει.

Είμαστιν κ̌είνοι που ‘μαστιν, κ̌ι εμείς κ̌αι τα παιδτκιά μας·
ο σπόρος εν ο ίδιος, το ίδιον χωράφιν,
όσον κ̌ι αν πολλυνίσκουσιν τες πλήξες, τα κακά μας,
εν μας λυούν κ̌ι αν μάχουνται με βόλιν, με χρυσάφιν·
αν άλλασσεν το φυσικόν εύκολα του πλασμάτου
κ̌ι ο Πλάστης ενν’ αντρέπετουν για τουν τα έρκατά του.

Εν μας εφοηκ̌κ̌ιάσασιν οι μαύροι κ̌ειν οι χρόνοι,
κάψιμον κ̌αι παλλούκωμαν, σφάξιμον κ̌αι κρεμμάλλα·
το γαίμαν εποστόμωσεν πολλούς κ̌αι ποστομώννει
κ̌ι αν πάθουμεν χ̌ειρόττερα κακά ‘πο τούτα κ̌ι άλλα,
γλιτώννουμεν ‘που την σκλαβκιάν, στέκεται κ̌ι η τιμή μας,
στιμιάζεται κ̌ι η Μάνα μας περίτου κ̌ι η φυλή μας.

Ας κάμουν μ’ ό,τι θέλουσιν κακόν αδερφοσύνην,
την γην πηγήν ας κάμουσιν, τον κόσμον να χαλάσουν
κ̌αι πολασέλα μέσα δα ας άψουσιν καμίνιν·
άλλους να ψήσουν κ̌αι πολλούς να κατακομμαδκιάσουν
κ̌ι ας φάσιν τα κριάτα μας ατοί κ̌αι χ̌χ̌υλλολόιν,
με πρώτον, μήτε ύστερον εν το μαρτυρολόιν.

Τώρα, σγοιαν είστε μέσα δα, ο τόπος χαροπκοιέται·
σγοιαν νεφικόν τα βάσανα φεύκουν ξηδκιαλυσμένα,
καθένας μας, που σας θωρεί τωρά, ξαναγεννιέται.
Γίνουνται τα πικρά γλυκ̌ιά, τα όξινα μελένα,
μυρίζουν κ̌αι τα κόκκαλα τους λας πον πεθαμμένοι
κ̌ι εν οι ψυχές μας ούλλες μια κ̌αι παρηορημένη.

Θαρκούμαστιν κ̌ι εν όρωμαν πως είστε ομπροστά μας·
δκιαλοϊσμένοι χάχ̌χ̌ιουμεν, ψήχου κ̌ι εν πελλετούμεν,
αλάφρωσεν, φτεροπετά η άχαρη καρτκιά μας,
αλώπως εν κ̌αι ξέρουμεν μήτε ίντα λαλούμεν,
πκιάννει μας το τρεμουχ̌ιαρκόν κ̌ι εν κι η φωνή πνιμένη,
εν παραπάνω ‘πού χαρά τούτον ό,τιν κ̌ι αν ένι.

Μήαρε η παράδεισος εννά ‘χει τόσην χάρην
κ̌αι κ̌είνοι πον κ̌ει μέσα κ̌ει χαίρουνται παραπάνω;
Εννά ‘χουσιν, σγοιαν έχουμεν εμείς, τουν το καμάριν
κ̌ι ας είμαστιν δα κάτω δα κ̌αι κ̌είνοι ψηλά πάνω;
Παράδεισος για λλόου μας εν η γλυκ̌ιά θωρκά σας,
να σας σφιχταγκαλιάζουμεν κ̌αι νά ‘μαστιν μιτά σας.

Με τες ευκ̌ες μας συντροφτκιάν αγκαρδτκιακά κ̌αι κνήχ̌ια,
αδέρτκια μας, στην Μάναν μας κ̌ει κάτω τόμου πάτε,
αρκήν ‘πού την κουρίδαν της ως στων ποδτκιών τα νύχ̌ια
να κάμετε ‘πού τα φιλιά να μεν την παραιτάτε
κ̌αι να της πείτε κλάμοντα ίντα κακά τραβούμεν,
να ‘ρτει το γληορύττερον, να νεκραναστηθούμεν.