Καλὰ γεράματα
Συγγραφέας:


Εἶσαι νέα κ' εἶμαι γέρος·
καὶ ἂν εἶμαι θὰ 'ντραπῶ;
Ἐντροπὴ δὲν ἔχ' ὁ ἔρως·
νέος, γέρος, σ' ἀγαπῶ.

Φεύγουν χρόνια μετὰ χρόνια·
φεύγουν· ὥρα τους καλή·
ἂς στοιβάζονται τὰ χιόνια
'ς τὴ λευκή μου κεφαλή.

Λευκὴ εἶναι· ἄλλη ἔνοια!
Φθάν' ἡ αὔρα νὰ φυσᾷ
'ς τὰ μαλλιά μου τ' ἀσημένια
τὰ μαλλιά σου τὰ χρυσᾶ.

Τὸ πουλὶ τῆς Ἀφροδίτης
ἔχει ἄσπρο τὸ πτερό·
ἄσπρο εἶναι τὸ κλαδί της,
τὸ μυρσίνι τὸ χλωρό.

Καὶ σὺ ἄσπρη μὴ δὲν εἶσαι,
ἀνθηρὴ πορτοκαλλιά;
Μὴ λοιπὸν δυσαρεστῆσαι
διὰ τ' ἄσπρα μου μαλλιά.

Ὅλη χάρες ἂν ἡ νέα
προχωρῇ ἀνατολή,
καὶ τῆς δύσεως ὡραία
εἶν' ἐπίσης ἡ στολή.

Μὴ νομίζῃς μὲ ρυτίδες
πῶς τὸ πρόσωπο χαλᾷ;
Καὶ ἡ θάλασσα δὲν εἶδες
μὲ ρυτίδες πῶς γελᾷ;

Καὶ ἂν ἄρχισαν οἱ πάγοι
νὰ μαραίνουν τὰ κλαδιά,
τὸ ξερόκλαδο ἂς πάγῃ·
ἔχω πράσινη καρδιά.

'Σ τοὺς χοροὺς καὶ 'ς τὰ παιγνίδια
ρίχνω πέρα τὸ ραβδί,
κ' ἡ καρδιά μου εἶν' ἡ ἴδια,
δὲν γερνᾷ, δὲ ἀπαυδεῖ.

Ἔχω σῶμα γηραλέο,
ὅμως αἴσθημα νωπό,
κι' ὅσω ζῶ, λαλῶ καὶ πνέω,
θὰ γελῶ καὶ θ' ἀγαπῶ.