Και πάλιν στον Μιλάνο

Και πάλιν στον Μιλάνο
Συγγραφέας:
Νοέμβριος 1885.


Κρῖμα οἱ τόσοι στίχοι μου, Ὀβρένοβιτζ Μιλᾶνο,
κρῖμα τὰ ὅσα σοὔψαλα τρελλὸς ἐκ τῆς χαρᾶς...
ἄλλη φορὰ ποιήματα ὑμνητικὰ δὲν κάνω,
γιαι μ' ἐκεῖνα γίνομαι ὁ πρῶτος μασκαρᾶς.
Δὲν περιμένω νὰ ἰδῶ τί διάβολο θὰ γίνῃ,
ἀλλὰ εὐθὺς φτερόνομαι κι' ἀνάβω σὰν καμίνι.

Ἐπίστευσα τὰ ὅπλα σου βεβαίως νὰ δοξάσῃς,
δὲν ἤλπιζα μὰ τὸ σταυρό, τὰ νῶτα σου νὰ στρέψῃς,
δὲν ἤλπιζα μὲς στὸ Πιρὸτ καὶ πάλι νὰ κουρνιάσῃς,
καὶ μὲ τὴν ὑποχώρησιν κι' ἐμὲ νὰ μασκαρέψῃς.
Δὲν πρόσμενα στῆς νίκης σου τὸ τόσο νταβατοῦρι
ν' ἀκούω πὼς ὁ Βάττεμβεργ σοῦ ἔσπασε τὴ μούρη.

Ἀλλ' ὅμως, κακορρίζικε, ἀφοῦ δὲν εἶχες θάρρος
ν' ἀντισταθῇς στὸν Βάττεμβεργ καὶ νὰ τὰ βγάλῃς πέρα,
γιατί ἐπαραφούσκωνες λοιπὸν σὰν Γοσποδάρος,
κι' ἡ ὄψις σου ἐτρόμαζε τὸν κόσμο κάθε μέρα;
Γιατί δὲν ἐπερίμενες μὲ φιάκα καὶ μὲ τρόπο
νὰ πάρῃς σὰν τοὺς Ἕλληνας καὶ σὺ κανένα τόπο;

Δὲν ἔβλεπες τοὐλάχιστον τὰ τέκνα τῶν Ἑλλήνων;
σ' ὅλον τὸν κόσμο πάντοτε ὡς ἥρωες περνοῦν,
ἀλλὰ δὲν πᾶνε κουτουροῦ ἐν μέσῳ τῶν κινδύνων,
διότι ἔχουν φρόνησιν, διότι ἔχουν νοῦν.
Βεβαίως εἶναι ἥρωες καὶ μὲς στῇς δάφναις γέρνουν
ποτέ των ὅμως σὰν στραβοὶ κατήφορο δὲν πέρνουν.

Εἶναι καλὸν νὰ σὲ θαρροῦν τῳόντι παλληκάρι
κι' ὁ κόσμος γιὰ τὴ δόξα σου τὸ στόμα του ν' ἀνοίγῃ,
ἀλλὰ μὴ βγάζῃς τὸ σπαθὶ ποτὲ ἀπ' τὸ θηκάρι,
γιατί, ἂν ὁ ἀντίπαλος σὲ στρώσῃ στὸ κυνῆγι,
ἀμέσως μασκαρεύεσαι ἡμέρα μεσημέρι,
κι' αὐτὰ τὰ παλῃοτσούκαλα σὲ πέρνουν εἰς τὸ χέρι.

Θυμοῦμαι καὶ τὸν γάϊδαρο ἐκεῖνον τοῦ Αἰσώπου...
ἐνόσῳ τοῦ ἐσκέπαζε τὴν ράχη λεοντῆ,
ὁ ἴσκιος τὸν ἀπέφευγε τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου
καὶ δι' αὐτὸν ἐγίνετο μεγάλο πατιρντί.
Μὰ σὰν ἐφάνη γάϊδαρος τὸ πρώην λεοντάρι,
γυναῖκες, ἄνδρες καὶ παιδιὰ τὸν χόρτασαν στειλιάρι.

Αὐτὰ καὶ ἄλλα βλέποντας μὲ τὸ βαθύ μας βλέμμα,
μουγγρίζομεν στὸν τόπον μας ὡς ἄγριον θηρίον,
κι' ἔτσι δὲν χύνομεν ποτὲ τὸ τίμιόν μας αἷμα,
ποὺ εἶναι ὡς μετάληψις ἀχράντων μυστηρίων.
Αὐτὰ ὁ Ἕλλην σκέπτεται, αὐτὰ ὁ Ἕλλην κάνει,
καὶ δι' αὐτὰ τὸ γόητρον τοῦ ἥρωος δὲν χάνει.

Ἔτσι νὰ κρίνῃς ἔπρεπε, ἀλλὰ ἐσὺ ἐβγῆκες
κι' ἀδίκως ἐθυσίασες τῶν Σέρβων σου τὸ αἷμα,
καὶ τώρα μὲ τὸν Βάττεμβεργ μπαστούνια τὰ εὑρῆκες,
καὶ νικημένος βασιληᾶς ἐπέταξες τὸ στέμμα.
Ἀλλὰ ζητεῖς κι' ἀνακωχὴν ἐκ τῆς στενῆς σου κώχης...
κρῖμα στὰ ὅσα σοὔψαλα καὶ στὴ γυναῖκα πὤχεις.