Καισαρίων
Συγγραφέας:


Ἐν μέρει γιὰ νὰ ἐξακριβώσω μία ἐποχή,
ἐν μέρει καὶ τὴν ὥρα νὰ περάσω,
τὴν νύχτα χθὲς πῆρα μία συλλογὴ
ἐπιγραφῶν τῶν Πτολεμαίων νὰ διαβάσω.
Οἱ ἄφθονοι ἔπαινοι κ’ ἡ κολακεῖες
εἰς ὅλους μοιάζουν. Ὅλοι εἶναι λαμπροί,
ἔνδοξοι, κραταιοί, ἀγαθοεργοί·
κάθ’ ἐπιχείρησις τῶν σοφοτάτη.
Ἂν πεῖς γιὰ τὲς γυναῖκες τῆς γενιᾶς, κι αὐτές,
ὅλες ἡ Βερενίκες κ’ ἡ Κλεοπάτρες θαυμαστές.

Ὅταν κατόρθωσα τὴν ἐποχὴ νὰ ἐξακριβώσω
θάφινα τὸ βιβλίο ἂν μία μνεία μικρή,
κι ἀσήμαντη, τοῦ βασιλέως Καισαρίωνος
δὲν εἵλκυε τὴν προσοχή μου ἀμέσως.....

Ἄ, νά, ἦρθες σύ μέ τήν ἀόριστη
γοητεία σου. Στὴν ἱστορία λίγες
γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα,
κ’ ἔτσι πιὸ ἐλεύθερα σ’ ἔπλασα μὲς στὸν νοῦ μου.
Σ’ ἔπλασα ὡραῖο κ’ αἰσθηματικό.
Ἡ τέχνη μου στὸ πρόσωπό σου δίνει
μίαν ὀνειρώδη συμπαθητικὴ ἐμορφιά.
Καὶ τόσο πλήρως σὲ φαντάσθηκα,
ποῦ χθὲς τὴν νύχτα ἀργά, σὰν ἔσβυνεν
ἡ λάμπα μου —ἄφισα ἐπίτηδες νὰ σβύνει—
ἐθάρρεψα ποὺ μπῆκες μὲς στὴν κάμαρά μου,
μὲ φάνηκε ποὺ ἐμπρός μου στάθηκες· ὡς θὰ ἤσουν
μὲς στὴν κατακτημένην Ἀλεξάνδρεια,
χλωμὸς καὶ κουρασμένος, ἰδεώδης ἐν τῇ λύπῃ σου,
ἐλπίζοντας ἀκόμη νὰ σὲ σπλαχνισθοῦν
οἱ φαῦλοι —ποὺ ψιθύριζαν τὸ «Πολυκαισαρίη».