Κίρκη
Συγγραφέας:
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη


ΚΙΡΚΗ

ΕΙΧΕΝ ἤδη ἀποναρκωθῆ ἀπὸ μέθην, ὄχι ἀπὸ τὴν βραχεῖαν μέθην τὴν ἐκ τοῦ οἴνου, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἄλλην τὴν διαρκῆ, τὴν πολὺ φοβερωτέραν, ἀπὸ τὴν μέθην τὴν ἐκνευρίζουσαν, τὴν παραλύουσαν, τὴν ἐξουδενοῦσαν. Εἶχε φθάσῃ εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο, καθ’ ὃ ὁ ἐσωτερικὸς τοῦ ἀνθρώπου κόσμος ἀρχίζει ν’ ἀποσυντίθεται, νὰ καταρρέῃ εἰς συντρίμματα, ὅπου μία ἀχλὺς σκεπάζει τὴν διάνοιαν καὶ τὴν σκοτίζει, δεσμεύει τὰς ψυχικὰς δυνάμεις ὅλας καὶ καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον δοῦλον τοῦ περιβάλλοντος, ἀνίκανον νὰ συλλάβῃ μίαν ἰδέαν ἐκτὸς αὐτοῦ, αὐτόματον τὸ ὁποῖον κινεῖ κατὰ βούλησιν μία δύναμις, εἰς ἣν δὲν ἰσχύει ν’ ἀντιστῇ καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ὑπακούει μὲ τὴν τυφλὴν ἀπάθειαν μηχανῆς, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ μὲ τὴν ἀνέκφραστον χαρὰν διψασμένου μεθύσου, εἰς τὸν ὁποῖον δεικνύουν ποτήριον χρυσίζοντος οἴνου…

Ἦτο μία δύναμις μαγική, δύναμις Κίρκης γοητευτικῶς ὀλεθρίας… εἰς ἣν ὑπήκουε μὲ φρικιάσεις χαρᾶς δαιμονιώδους, ὑπερανθρώπου....

Κλοιὸς μαγικός, ὁ κλοιὸς τῆς ἀγάπης…

Ἀγάπης σατανικῆς....

Εἶχεν ἐνίοτε καὶ φωτεινὰ διαλείμματα, ἀφυπνίσεις συντόμους, ὁπότε ἀνεπόλει μὲ πόνον τὴν θέσιν του ἐκείνην, τὴν πρὸ τῆς ἠθικῆς του ἐξουδενώσεως…

Ὁποία διαφορά! χάσμα μέγα, ὁλόκληρος ἄβυσσος τὸν χωρίζει ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀπὸ τῆς καταστάσεως τῆς ρωστικῆς, τῆς ζωογόνου, τῆς ἠρέμου, τῆς ἄνευ ψυχοφθόρων ὀνείρων....

Δὲν ἐγνώριζεν ἀκόμη καὶ ἦτο εὐτυχής. Νεανίας ἄδολος, πλήρης σωματικῆς ὑγείας καὶ ρώμης ἠθικῆς, μόνην εὐτυχίαν του εἶχε τὴν ἐργασίαν, τὴν εἰς τὸ καθῆκον προσήλωσιν. Καὶ ἦτο ὑπόδειγμα τιμῆς, δραστηριότητος, τάξεως. Εἰς τοὺς συναδέλφους καὶ συνεργάτας ἐνέπνεεν ἐκτίμησιν, θαυμασμὸν ἢ φθόνον..... Εἰς φιλικοὺς κύκλους ἐπρώτευε. Τὴν φιλίαν του ἐζήτει ἕκαστος· καὶ τὸν ἐθώπευον καὶ τὸν ἐτίμων.

Καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἔρωτα ἐφαίνετο ἀδιάφορος, ὅτε, αἴφνης, συνηντήθη μ’ ἐκείνην… τὴν Κίρκην…

Οἱ περιπατηταὶ τὴν ἐνθυμοῦνται, ἀλλὰ δὲν ἐγνώσθη τίς τὴν ὠνόμασεν οὕτω.

Ἦτο ἀνοίξεως ἡμέρα ὅτε τὸ πρῶτον τὴν εἶδε.

Ὅλα τριγύρω ἐμειδίων, ἐψιθύριζον, ἔψαλλον. Ἤστραπτον ἐδῶ κι’ ἐκεῖ τῶν λιμνῶν τὰ νερά· ἓν αἴσθημα γαλήνιον, φωτεινόν, συνήρπαζε τὴν ψυχήν…

Τότε τὴν εἶδε πρώτη φοράν.

Ἀνάστημα θεᾶς, κόμη εἰς ἐβενώδεις βοστρύχους, ὀφθαλμοὶ μαγίσσης μελανόφαιοι, μὲ πρασινοπὰς ἀποχρώσεις, μακροὶ δὲ ὡς ὁ ἱτῶν Αἰγυπτιακῶν θεοτήτων, δειλοὶ ἐνίοτε κ’ ἐξακοντίζοντες ἀστραπὰς ἔστιν ὅτε.

Ἐκεῖνος ἐπλησίασεν, ἐμαγεύθη…

Ἡ Κίρκη ἀνέγνωσεν εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του καὶ τοῦ ἐξηκόντισεν ἓν βλέμμα… ἐκ τῶν βλεμμάτων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα συγκλονίζουν, τὰ ὁποῖ’ ἀνατρέπουν μίαν ὕπαρξιν…

Καὶ ἡ ὑποδούλωσις ἐγένετο τελεία.

Ἐβλέποντο καθ’ ἑκάστην. Ἐκεῖνος, ὡς διψῶσα ἔλαφος, τὴν ἠκολούθει καὶ ἡ δίψα, ἀντὶ νὰ κατευνάζεται, ἐπετείνετο·

Τὴν ὑπέθαλπον οἱ τρόποι καὶ τῆς μαγίσσης τὸ βλέμμα…

Καὶ ἡ τάξις ἡ παραδειγματικὴ ἐχαλαροῦτο· ἐλησμονοῦντο αἱ ἕξεις αἱ πολυχρόνιοι, ἐξερριζώνοντο, ἐποδοπατοῦντο…

Ὁ ἄνθρωπος μεταβάλλετο ἄρδην!

Τὸ μαρτύριον παρετείνετο, ὅτε — ἰδιοτροπία Κίρκης — ὡσὰν νὰ ἐκάμφθη ἐκείνη αἴφνης, ὡσὰν νὰ συνεπόνεσε… καὶ τότε, ἔξαλλος αὐτός, τῇ ἐξωμολογήθη μὲ γλῶσσαν πυρίνην! Ἐξερρίζωσε τὰ σπλάγχνα του καὶ τῇ τὰ παρουσίασεν ἀσπαίροντα, πληγωμένα, εἰς τὴν τρέμουσαν παλάμην του....

Καὶ εἰς μίαν στιγμὴν φρενίτιδος, ἐξάψεως ὑπερτάτης, ἡνώθησαν.

Τὸ ἐπίβουλον χάρμα ἡπλώθη περὶ αὐτόν, ἡ μαγικὴ ἄλυσσις συνεσφίγχθη. Ἐκείνη, ἡ Κίρκη, μεγαλοπρεπὴς ὡς θεά, τὸν ἔχει διαρκῶς ὑπὸ τὸ βλέμμα της· καὶ τὸ ὑφίστατ’ ἐκεῖνος μὲ τὴν ἀγαλλίασιν παράφρονας....

Εἷν’ εὐτυχής, πλέων εἰς ὠκεανὸν ἐξουδενώσεως…

— Θέλω! λέγει ἡ Κίρκη.

— Ὅ,τι θέλεις, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος.

Ἡ Κίρκη ἔχει ὀρέξεις καταστρεπτικὰς, ὀρέξεις λυκαίνης! ἔχει δίψαν διαρκῆ, ἀκόρεστον…

Καὶ ὑπὸ τὴν μαγγανείαν τῶν σατανικῶν της βλεμμάτων σύρετ’ ἐκεῖνος ἄνευ θελήσεως ἰδίας, ράκος ἐλεεινόν, ἀνεμώλιον…

Καὶ τρέχει τὸν κατήφορον μὲ χαρὰν ἔξαλλον…

Εὐλαβῶς ἐκτελοῦνται αἱ τερατώδεις ἰδιοτροπίαι τῆς Κίρκης.

Καὶ τὸ καθῆκον ὁλονὲν λησμονεῖται καὶ ἡ ἄβυσσος μικρὸν κατὰ μικρὸν ἐγγίζει.

Εἰς τὰ σπάνια φωτεινὰ διαλείμματα, ἐργάζεται πυρετωδῶς. Εἰς τὸν κατήφορον, ὡς ἐξ ἐνστίκτου, κρατεῖται ἀπὸ προστυγχάνοντας θάμνους, ἀπὸ ἀσθενῆ ξηρόχορτα… Ἐργάζεται μέ τινα μανίαν καὶ οἱ συνάδελφοι ἀναγνωρίζουν τότε τότε τὸν συνεργάτην τῶν παλαιῶν ἡμερῶν, τὸν ἀκάματον, τὸν τίμιον. Ἀλλὰ τὰ φωτεινὰ διαλείμματα εἷνε σπάνια καὶ σύντομα, ὁ δὲ φθόνος αἰσθανόμενος τὴν προσεχῆ πτῶσιν τοῦ δούλου, προβάλλει τὸ ὠχρὸν πρόσωπόν του, ἑτοιμαζόμενος ν’ ἀνακαγχάσῃ. Αἱ χεῖρες τοῦ θύματος ἐξασθενοῦν ὁσημέραι. Οἱ θάμνοι καὶ τὰ ξηρόχορτα — ἐλπίδες φροῦδαι — δὲν τὸν κρατοῦσι πλέον…

Δὲν ἔπασχε μόνον ἠθικήν, ἀλλὰ καὶ σωματικὴν κάρωσιν, ὡς κατόπιν κοπώσεως ὑπερτάτης. Καὶ ἦσαν σχεδὸν ἡδονικαὶ αἱ στιγμαὶ αὐταί. Μίαν πρωίαν ἦτο μόνος καὶ ἐν στιγμῇ διανοητικῆς προσηλώσεως εἰς τ’ ἀντικείμενα ἐκεῖνα, ὅπου ἦσαν ἡ ἀφορμὴ εὐδαιμονίας συγχρόνως καὶ μαρτυρίου, ὡσὰν ν’ ἀπεκοιμήθη καὶ ὡσὰν νὰ ἠνοίχθησαν πρὸ τῶν ἐκπλήκτων ὀμμάτων του ὁρίζοντες νέοι, μαγικοί, εἰς αὐτὸν ἄγνωστοι ἕως τότε. Καὶ παρήλασε πρὸ αὐτοῦ, ὡς ἐν καλειδοσκοπίῳ, κόσμος ὁλόκληρος, φανταστικός… Θάλασσα μαγική, κατάλευκος, ἀσάλευτος, ὡσὰν ἀπὸ μάρμαρον, ἡπλοῦτο εἰς ἀπέραντον διάστημα καὶ αὐτός, ἐπιβαίνων μικροῦ μονοξύλου, ἔτρεχε, μὲ ταχύτητα πτηνοῦ, ἐπὶ τῆς ἀκυμάντου ἐπιφανείας, ὡσὰν δύναμις ὑπερφυσικὴ νὰ ὤθει τὸ ἀκάτιον… Αἴφνης ἡ λεία ἐπιφάνεια ἐρρυτιδοῦτο… μία στιγμὴ ἀκόμη καὶ μετεβάλλετο εἰς κύματ’ ἀφρισμένα, ὀργίλα, ὁρμητικά, ὑπερύψηλα καὶ τὸ ἀκάτιον ἀνετρέπετο, ἐσφενδονίζετ’ ὡς πτερὸν εἰς ἄξενον παραλίαν, αὐτὸς δέ, ναυαγὸς οἰκτρός, ἐκυλίετο ἐπὶ τῆς ἄμμου ἐξησθενημένος, ἐνῷ ἡ σκηνὴ μετεβάλλετο… Καὶ τοῦ ἐφαίνετο τώρα ὡς νὰ εἰσήρχετο ἐντὸς δάσους καταπύκνου, ζοφεροῦ, μυστηριώδους, μὲ γιγάντεια δένδρα, μὲ καμμίαν, οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην, ἀκτίνα φωτός… Καὶ ἐνῷ ἐβάδιζε μὲ ἀγωνίαν, ζητῶν διέξοδον, ὁ λαβύρινθος δὲν μετεβάλλετο, εἰς τὸν αὐτὸν δὲ κύκλον συστρεφόμενος ἄπελπις καὶ πίπτων ἀπὸ κόπωσιν, ἐπειρᾶτο νὰ κραυγάσῃ καὶ ἀφυπνίζετο ἔντρομος καὶ περίρρυτος ἀπὸ ἱδρῶτα…

Εἶχε φθάσῃ εἰς τὸ ἀπροχώρητον.

Τὰ πάντα εἶχον παραδοθῇ, θυσιασθῇ, εἰς τὴν ἀπληστίαν τῆς Κίρκης, τῆς ὁποίας ἡ δίψα ἦτο ἀναλλοιώτως ἀκμαία!

— Θέλω! ἔλεγεν ἡ Κίρκη.

— Οἶκτον! ἐψιθύριζε τὸ θῦμα· τίποτε δὲν ἀπέμεινε πλέον…

— Μένω ἐγώ!

Καὶ τὸ ἄτονον βλέμμα τοῦ θύματος ἐζωογονήθη.

— Ναί, ἐψιθύρισε· πρόσταξε!

Ἐκείνη διετύπωσε τὴν θέλησίν της, θέλησιν Ἀρπυίας!

— Μόνον ἡ τιμὴ μένει ἀκόμη· εἶπεν ἐκεῖνος.

— Τὴν θέλω, ἂν μ’ ἀγαπᾷς…

Καὶ τὸν περιεπτύχθη παράφορος, μὲ σκιρτήματα πάθους ἀγρίου!

Πρὸς στιγμήν, ὡς νὰ ἤθελε ν’ ἀποτινάξῃ τὴν νάρκην, ἥτις τοῦ ἐδέσμευε τὴν ἀσθενῆ διάνοιαν, ὡσὰν πρὸς στιγμήν, ν’ ἀνένηψεν ἐκ τῆς μέθης, ὡσὰν νὰ διέκρινε τὴν ἀνταύγειαν φωτὸς σωτηρίου…

— Τὴν τιμήν, ἄφησέ μου τὴν τιμήν, εἶπεν ἱκετεύων.

Ψυχρά, παγετώδης τὸν ἠτένισε.

Ἐκεῖνος ἔκλινε τὴν κεφαλὴν ἀνίσχυρος.

Ἡ Κίρκη ἔκυψε καὶ τοῦ ἐθέρμανε τὸ πρόσωπον μὲ τὴν πνοήν της τὴν ἀποπνέουσαν μῦρα καὶ δηλητήριον…

— Ἀλλὰ τότε φροντίζω ἐγὼ μόνη· ἔχω τὸν τρόπον· δὲν τὸν γνωρίζεις; Εἰς ἓν νεῦμά μου μόνον…

Τοῦ ἐψιθύρισε μὲ τὴν μαγευτικῶς γλυκεῖαν φωνήν της.

Ἐκεῖνος ἔπεσεν ἐξουθενημένος, ἐνῷ ἐκείνη ἀπεσύρετο βεβαία περὶ τῆς νίκης της.

Δὲν ἐσκέπτετο πλέον· ἐφέρετο πρὸς τὸ χάος μὲ κλειστοὺς ὀφθαλμούς. Ἐποδοπάτησε τὴν τιμὴν ἐπανειλημμένως. Θρασυνόμενος βαθμηδόν, ἀπέφευγε πᾶσαν προφύλαξιν. Καὶ ἡ ὀλεθρία στιγμὴ δὲν ἐβράδυνε νὰ φθάσῃ… Στιγμή, καθ’ ἣν ἡ Ἀρχὴ ἐγνώρισε φανερὰ καὶ τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν ἔνοχον…

Τὸ σκάνδαλον ἦτο μέγα, ἀνήκουστον. Ὁ Α… κατηγορεῖτο ἐπὶ ὑπεξαιρέσει χρημάτων τοῦ Δημοσίου!

Καὶ ἡ κατηγορία ἀπεδείχθη!

Οἱ φίλοι ἔφριξαν· οἱ ἐχθροὶ ἐσκίρτησαν ἐξ ἀγαλλιάσεως.

— Ἐκεῖ καὶ αὐτός! ὁ τίμιος! ὁ ἀνεπίληπτος!

Ὁ δράστης ἐκρύπτετο καὶ ἡ ἐξουσία, ἀμείλικτος, ἀπαθής, ἐξεβίασε τὸ ἄσυλον του. Τῇ ἐχρειάζετο ὁ ἔνοχος πρὸς ἱκανοποίησιν τῆς ὑβρισθείσης δικαιοσύνης.

Καὶ τὸν εὗρε τὸν ἔνοχον εἰς τὸν κοιτῶνα του… ἐπὶ τῆς κλίνης του… μὲ μίαν σφαῖραν εἰς τὸ κρανίον καὶ μὲ κάτι ὡσὰν μειδίαμα ἐπὶ τῶν ὠχρῶν του χειλέων.

Ἡ δὲ Κίρκη;

Τίς δὲν τὴν εἶδε; τίς δὲν τὴν βλέπει; Μὲ ἀνάστημα θεᾶς, μὲ τοὺς ἐβενώδεις βοστρύχους, γαλακτώδης ἐντὸς τῶν μαύρων της πέπλων, μὲ τὸ βλέμμα δειλὸν ἐνίοτε, ἀλλ’ ἐξακοντίζον ἀστραπὰς ἔστιν ὅτε, ἀπαθὴς περιέρχεται…

Ὡσὰν νὰ ζητῇ κάποιον…