Κάτω τ' άρματα
Συγγραφέας:
Το ποίημα ανάγεται στην περίοδο του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877) και στα γεγονότα που επακολούθησαν.


Κάτω τ' ἄρματα ἀμέσως, φίλοι παῖδες τῶν Ἑλλήνων,
καὶ ἐπέρασαν αἱ ὦραι τῶν αἱμάτων καὶ τῶν θρήνων.
Τῆς ἀγρίας Μακρυνίτσας ἂς ἀφήσωμε τὰ μέρη,
ποὺ καπνίζει τὸ τουφέκι καὶ ἀστράφτει τὸ μαχαῖρι,
κι' ἂς πατήσωμε μὲ δάφνας εἰς τὴν γῆν τῶν Ἀθηνῶν,
νὰ κυττάζωμε μὲ χέρια σταυρωτὰ τὸν οὐρανόν.

Καιρὸ τόσο τοῦ ἀντάρτου ἐφορούσαμε τὸν κοῦκο,
κι' ἀψηφούσαμε καθένα Τουρκαλᾶ βασιβουζοῦκο,
τοῦ Ἀμούσαγα τὸ μάτι, τοῦ Χοβὰρτ πασσᾶ τὸν στόλον,
τοὺς στρατούς, τὰ γιαταγάνια καὶ τὰ μποὺμ τῶν πυροβόλων.
Στὸ σταυρὸ ἐπάνω ἴσα κάθε βόλι μας ἐκτύπα,
καὶ τὸ κόκκινό τους φέσι πέρα πέρα τὸ ἐτρύπα.

Ὅλοι εἴμαστε ξεφτέρια καὶ ἀκίνητοι σὰν βράχοι,
ἦσαν τίποτε ἐμπρός μας καὶ οἱ Μαραθωνομάχοι·
κι' ἂν ἀκόμη ἕνα χρόνο... μπᾶ! Τί λέμε; ἕνα μῆνα
εἰς τὸ Πήλιον ἐβρόντα ἡ δική μας καραμπίνα,
τοῦ Ἀμούσαγα τὰ γένεια δὲν θὰ εἶχαν τρίχα μιά,
καὶ θὰ χόρταιναν τὰ ὄρνεια ἀπὸ τούρκικα κορμιά.

Ἀλλὰ ἔξαφνα «Σταθῆτε», μᾶς φωνάζει κι' ἡ Εὐρώπη...
μὲ τὸ ἄλτ κι' ἡ ὄρεξίς μας γιὰ τὸ πόλεμον ἐκόπη.
Κάτω τ' ἄρματα ἀμέσως εἴπαμ' ὅλοι μ' ἕνα στόμα
κι' ἡ Εὐρώπη θὲ ν' ἀφήσῃ καὶ γιὰ 'μᾶς μιὰ φούκτα χῶμα.
Ἡσυχία, κι' ἂν τὸν λόγον τῆς τιμῆς της παραβῇ,
φόρα πάλι καὶ τοὺς Τούρκους ἴσα μέσα σὰν στραβοί.