Ιστορικόν
Συγγραφέας:


Α'
Κι' οἱ λόχοι τοῦ Μηχανικοῦ μᾶς φεύγουνε κι' ἐκεῖνοι!
Διαταγαὶ σκορπίζονται μὲ τόση γρηγοράδα,
διαταγὴ στὰς ἕνδεκα ὁ τέταρτος νὰ μείνῃ,
στὰς ἕνδεκα καὶ τέταρτο νὰ πάῃ στὴ Λευκάδα,
στὰς ἑνδεκάμιση κι' οἱ δυό, στὰς δώδεκα νὰ μένῃ
μονάχα ἕνας οὐλαμός... συνάθροισις σημαίνει.
Μὰ ποιός γιὰ τὸ συσσίτιο θὰ ἔχῃ τὸ καζάνι;
ὁ λόχος ἢ ὁ οὐλαμὸς ἐκεῖνος ποὺ θὰ μείνῃ;
καὶ ἂν στὸ λόχο θὰ δοθῇ, ὁ ἄλλος τί νὰ κάνῃ;...
πάλι λοιπὸν τρεχάματα καὶ σκέψις τί νὰ γίνῃ.
Μὰ ἔξαφνα διαταγὴ σὲ μία ὥρα φθάνει
ἐκεῖνοι ποὺ θὰ φύγουνε νὰ πάρουν τὸ καζάνι.

Β'
Ἐμπρός, τραβοῦν στὸν Πειραιᾶ μ' ἀλαλητὸ μεγάλο,
ζητοῦν ἀπὸ τὸν Φρούραρχο βαπόρι νὰ εὑρῇ,
κι' αὐτὸς τοὺς λέει «πουθενὰ δὲν ἔχω νὰ σᾶς βάλω,
γιατὶ στὸ Πανελλήνιον οὔτ' ἕνας δὲν χωρεῖ».
Ἀκοῦς βλαστήμιαις κι' ἀπ' ἐδῶ, βλαστήμιαις κι' ἐκεῖ πέρα,
καὶ γιὰ βαπόρι βγαίνουνε στοὺς δρόμους παγανιαῖς,
μὰ τἄστειλε ὁ Μπούμπουλης νὰ ρίξουν στὸν ἀέρα
γιὰ γοῦστο λίγαις κανονιαῖς.
Καὶ τώρα ποῦ νὰ πᾷν λοιπὸν οἱ τόσοι σκαπανεῖς;
γιὰ τούτους τόπος πουθενὰ δὲν βρίσκεται κανείς.
Λοιπὸν εἰς τὸ Τιτάνειον νὰ πᾶνε περιβόλι,
ἀλλ' ἀπὸ κάμπιαις καὶ αὐτὸ εὑρέθηκε γεμᾶτο...
θυμόνουν πιὰ κι' οἱ σκαπανεῖς, καὶ θυμωμένοι ὅλοι
σκορπίζονται στὸν Πειραιᾶ καὶ τρέχουν ἄνω κάτω.

Γ'
Σημαίνουν δέκα, ἕνδεκα, κι' ἐπλάκωσε ἡμέρα,
καὶ τέλος ἦλθε προσταγὴ νὰ μποῦν στὴν Ἀμφιτρίτη
μὰ δυστυχῶς ὁ πλοίαρχος δὲν ἦταν ἐκεῖ πέρα
καὶ τρέχουν τὰ ναυτόπουλα νὰ βροῦν τὸν κυβερνήτη.
Ἀλλὰ ὡς ὅτου νὰ βρεθῇ ἐπέρασε μιὰ ὥρα,
κι' ὡς ὅτου νὰ ἑτοιμασθοῦν καὶ δεύτερη σημαίνει,
καί... τὸ καζάνι ἄναψε... μὰ τί νὰ κάνουν τώρα;
ποὺ οἱ γενναῖοι σκαπανεῖς δὲν ἦταν μαζωμένοι;

Δ'
Λοιπὸν ταρὰμ ταρατατά, ἀρχίζει ἡ τρουμπέτα,
ταρὰμ ταρὰμ ταρατατά, δὲν φαίνεται κανείς,
κατὰ διαβόλου ἔστειλαν σπαθὶ καὶ μπαγιονέτα
καὶ εἰς τὸ γλέντι τὄστρωσαν οἱ φίλοι σκαπανεῖς.
Ἀπὸ ρετσίνα κι' ἔρωτα γλεντοῦσαν μεθυσμένοι,
μιὰ ὥρα κι' ἕνα τέταρτο βαρεῖ τὸ τραρατά...
ἀκούσανε κι' οἱ Πειραιεῖς τὸν τόσο σαματᾶ
καὶ ἀπὸ τὰ κρεββάτια των πηδοῦνε τρομασμένοι,
μὰ κι' ἡ γυναῖκες ἔτρεχαν παντοῦ μὲ μισοφόρι,
γιὰ τὸ Θεὸ μὴν καίγεται κανένα μαγαζί;
μὴ τούρκικο ἐπρόβαλε στὸν Πειραιᾷ βαπόρι;
μὴ μὲ τορπίλλαις κάηκε κι' ὁ Μπούμπουλης μαζί;

Ε'
Ταράμ, ταράμ, ταρατατά, βαροῦν τρομπέταις πάλι,
ὡς ὅτου πιὰ μαζεύονται ἀπ' τὸ κρασὶ κουροῦνα,
τοὺς βλέπουν οἱ ἀνώτεροι μὲ τὸ σοφὸ κεφάλι
καὶ δύο δύο τοὺς πετοῦν σὲ μιὰ παλῃομαοῦνα.
Κι' ἐπάνω στὸ μπαρκάρισμα ἕνας γερὸς σολντᾶτος
θαρρεῖ τὴ θάλασσα κρασὶ καὶ πέφτει στὸ γιαλὸ,
μὰ τὰ ποδάρια του τραβᾷ παλληκαρᾶς βαρβᾶτος,
καὶ τέλος μπαρκαρίζονται καί... πᾶνε στὸ καλό.