Ἱστορία ὀρνιθῶνος
Συγγραφέας:
Ακούστε το κείμενο (διάρκεια 12 λ. 50 δευτ., βοήθεια | πληροφορίες)


EΞ ΟΣΩΝ ηὐτύχησα ἢ ἐδυστύχησα νὰ γνωρίσω εἶμαι, πιστεύω, ὁ μόνος ἄνθρωπος ὅστις, ἂν τὸν ὠνόμαζον ζῷον, δὲν θὰ ἐθεώρει τοῦτο ὡς προσβολήν. Ὅσον συναναστρέφομαι τὰ ζῷα, τόσον μᾶλλον πείθομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων καμμία διαφορά, ὡς ἠθέλησαν παραλοξολόγοι τινὲς νὰ ἰσχυρισθῶσιν, ἀλλὰ μόνον ὅτι τὰ πράγματα, κατὰ τὰ ὁποῖα διαφέρομεν ἀπὸ τὰ ζῷα, δὲν ἀποδεικνύουν ὅλα τὴν ἀνθρωπίνην ὑπεροχήν.

Τὸ κυρίως διακρῖνον αὐτὰ ἀπὸ ἡμᾶς εἶνε ὅτι παρέλαβον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅσα ἔχουσιν οὗτοι καλά, καὶ ἀπέφυγαν νὰ μιμηθῶσι τὰ ἄχρηστα, τὰ ἐπιβλαβῆ καὶ τὰ γελοῖα. Οὐδέποτε ἔγεινε λόγος μεταξὺ αὐτῶν περὶ ἐπισκέψεων τοῦ νέου ἔτους, οὔτε περὶ καπνίσματος, οὔτε περὶ φόρου ἐπὶ τοῦ καπνοῦ ἢ οἱουδήποτε ἄλλου· δὲν χαρτοπαικτοῦσι, δὲν πίνουσι παρὰ νερὸν ἢ γάλα ὅταν εἶνε μικρά· δὲν συντηροῦν στρατούς, ἀγνοοῦν τί θὰ εἰπῇ πατρὶς καὶ ἰδιοκτησία, καὶ ἐκ τούτου οὔτε δίκας ἐγείρουσιν οὔτε κινοῦσι πολέµους, ἀλλὰ μόνον μονομαχίας περὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐνδιαφέρουσιν αὐτὰ ἀμέσως καὶ προσωπικῶς, περὶ τῆς νομῆς λ.χ. πολυχλόου τινὸς λειμῶνος ἢ τῆς εὐνοίας ὡραίας τινὸς ὁμοφύλου των, γάτας, σκύλλας, λεαίνης, φοράδας ἢ ἐλαφίνας. Καὶ αὐτοὺς τοὺς οἰκογενειακοὺς δεσμοὺς περιώρισαν εἰς μόνους τοὺς ἀναγκαίους καὶ τοὺς μὴ ὀχληρούς. Ἔχουσι μὲν πατέρα καὶ μητέρα, οὔτε θείους ὅμως οὔτε ἐξαδέλφους οὔτε πάππους οὔτε ἐγγόνους, καὶ τὸ κυριώτερον οὔτε πενθεροὺς οὔτε πενθεράς.

Ζῶντα κατὰ τὸ εὐαγγελικὸν παράγγελμα μὲ ὅ,τι στείλει εἰς αὐτὰ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπόκεινται εἰς τὴν ὑποχρέωσιν νὰ συντάξωσι διαθήκην καὶ ἀγνοοῦσιν ὅτι ὑπάρχουσιν εἰς τὸν κόσμον συμβολαιογράφοι, ὅπως καὶ δήμιοι, δικαστήρια, ἰατροί, εἱρκταί, στρατῶνες, νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα καὶ οἰκονομικὰ μαγειρεῖα. Ταῦτα λέγων οὐδόλως ἐννοῶ ν’ ἀμφισβητήσω τῶν πραγμάτων τούτων τὴν χρησιμότητα καὶ τὴν ἀνάγκην, ἀλλὰ νὰ εἴπω ὅτι δύσκολον εἶνε νὰ µακαρίσωμεν τὸν ἄνθρωπον δι’ ὅσα κατέστησεν ἀναγκαῖα ἢ κακὴ ποιότης τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς του, ἢ νὰ θεωρήσωμεν ὡς μικρὸν πλεονέκτημα τῶν ζώων τὸ νὰ δύνανται νὰ τρώγουν χωρὶς μαγείρους, νὰ ἐνδύωνται χωρὶς ῥάπτας, νὰ νυμφεύωνται χωρὶς παπᾶ, νὰ γεννῶνται ἄνευ τῆς βοηθείας μαμμῆς καὶ ν’ ἀποθνήσκουν ἄνευ τῆς συμπράξεως τοῦ ἰατροῦ ἢ τοῦ δημίου.

Τὰ ἀνωτέρω ἀρκοῦσι, πιστεύομεν, ν’ ἀποδείξωσι πόσον ἀπατῶνται οἱ θεωροῦντες ἄλογα τὰ ζῷα. Ἀληθὲς εἶνε ὅτι πλησιάζει νὰ ἐκλείψῃ ἡ γενεὰ τῶν φιλοσόφων θεωρούντων αὐτὰ ὡς εἶδος µηχανῶν, κινουμένων ὑπὸ μυστηριώδους τινὸς δυνάμεως, καθ’ ὃν περίπου τρόπον κινεῖ ὁ ἀτμὸς τὰς μηχανὰς τῶν ἀτμοπλοίων ἢ στρέφει ὁ ἄνεμος τὰς πτέρυγας τῶν ἀνεμομύλων. Τὴν δύναμιν ταύτην ὠνόμασαν ἔνστικτον, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν σοφῶν ν’ ἀρκῶνται νὰ βαπτίζωσιν ὅσα δὲν δύνανται νὰ ἐξηγήσωσι, καὶ ἐθεώρουν αὐτὴν ὡς οὐδὲν ἔχουσαν κοινὸν πρὸς τὴν ψυχὴν καὶ τὴν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐκ τούτου ἀνεπίδεκτον ἀθανασίας. Ἡ γνώµη αὕτη ἀπηρχαιώθη πρὶν ἢ γηράσῃ, πολλοὶ ὅμως ἀπομένουσιν ἀκόμη οἱ στέργοντες μὲν νὰ παραδεχθῶσιν ὅτι ἔχουσι καὶ τὰ ζῷα ψυχήν, ἀλλὰ πεισματικῶς ἰσχυριζόμενοι ὅτι τὰ πάθη καὶ τὰ αἰσθήματα τῆς ζωικῆς ταύτης ψυχῆς οὐδὲν ἔχουσι κοινὸν πρὸς τὰ τῆς ἀνθρωπίνης. Πρὸς πλήρη ἀπόδειξιν ὅτι κατὰ τοῦτο ἀπατῶνται, ὅτι ὅχι μόνον ἔν συνόλῳ καὶ χονδρικῶς, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὰς τὰς λεπτοτάτας τοῦ αἱσθήματος ἀποχρώσεις ὁμοιάζουσι πολλάκις ὡς δίδυμοι ἀδελφαὶ αἱ ψυχαὶ τῶν ζώων χαὶ τῶν ἀνθρώπων, νομίζω ἀρκοῦσαν τὴν κατωτέρω ἔκ τοῦ ὀρνιθῶνος µου ἱστορίαν.

Εἰς τὸν ὀρνιθῶνα ἢ μᾶλλον τὴν αὐλὴν τοῦ ἀγροτικοῦ ἐν Χίῳ πύργου, ὅπου ἔμενα τὸ θέρος πρὶν τὸν κρημνίσῃ ὁ σεισμός, συνέζη χαριτωμένου καὶ ἀγαπημένον ἀνδρόγυνον, ἀποτελούμενον ἐκ πετειναρίου καὶ ὀρνιθούλας, τοῦ εἴδους τὸ ὁποῖον ὀνομάζουν λειόπτερον οἱ ὀρνιθολόγοι καὶ ἀγνοῶ πῶς οἱ ὀρνιθοτρόφοι. Διακριτικὰ αὐτοῦ σημεῖα εἶνε τὸ μικρὸν μᾶλλον ἀνάστημα, τὸ λευκὸν χρῶμα, ἡ μεταξίνη τῶν πτερῶν ἁπαλότης, ἡ χάρις καὶ ἡ εὐκινησία. Ὅταν ἐκούρνιαζαν κρύπτοντα τὴν κεφαλήν των, ἐνόμιζέ τις ὅτι βλέπει δύο βώλους χιόνος καὶ τὰ ἀνορθωμένα πτερά των ὡμοίαζον ὅταν τὰ ἔσειεν ὁ ἄνεμος νιφάδας.

Μόνος ὁ ἀγαπῶν τὰ ζῷα καὶ τερπόμενος εἰς τὴν λεπτομερή παρατήρησιν, οὐχὶ µόνον τῶ γενῶν καὶ τῶν εἰδῶν ὡς ὁ ἐπιστήμων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀτόμων, κατορθώνει διὰ τοῦ χρόνου νὰ διακρίνῃ εἰς τὴν φυσιογνωμίαν καὶ τὰς ἑξῆς αὐτῶν παραλλαγάς, ἐκ τῶν ὁποίων δύναται ἀσφαλῶς νὰ εἰχκασθῇ ἑκάστου ζώου, ὅπως καὶ ἑκάστου ἀνθρώπου, ὁ ἠθικὸς χαρακτήρ. Οὕτω λ.χ. ἡ λευκὴ ὀρνιθούλα μοῦ ἦτο τύπος καλῆς συζύγου καὶ οἰκοκυρᾶς τιμίας, σεμνῆς, πάντοτε καθαρᾶς καὶ καλοκτενισμένης, ἄνευ ὅμως πολυτελείας ἢ περισσής φιλαρεσκείας. Ὁ πετεινὸς ἀπ’ ἐναντίας ἧτο τύπος λιμοκοντόρου, δανδῆ, καλλωπιστοῦ, λέοντος, λεβέντη ἢ ὅπως ἄλλως ὀνομάζονται κατὰ καιροὺς καὶ τόπους οἱ ἀγαπῶντες νὰ κορδώνωνται, νὰ καμαρώνωνται καὶ νὰ λαμβάνωσιν ἦθος καρδιοσφάχτου καὶ κατακτητοῦ. Πλὴν τῆς συμπεριφορᾶς καὶ αὐτὸς ὁ τόνος τῆς φωνῆς του τὸν ἔκαμνε νὰ ὁμοιάζῃ λιγωμέγον τενορῖνον.

Καὶ τοιοῦτος ὅμως ὤν, ἔζη καλὰ μὲ τὴν ὄρνιθα του, τὴν ἐπεριποιεῖτο, τὴν συνώδευεν εἰς τὸν περίπατον, καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου τὴν ἄφινε νὰ πρωτοφάγῃ. Εἰς τὴν τοιαύτην διαγωγήν του συνετέλει κατὰ πολὺ καὶ ἡ ἔμφυτος συνήθεια τῶν πετεινῶν καὶ τῶν ὀρνίθων νὰ μὴ σμίγωσιν ὡς οἱ σκύλοι, μὲ ἄλλας τοῦ γένους τῶν φυλὰς παρὰ μόνον ἐν ἐλλείψει ὀμοφύλων, ἄλλη δὲ λευκόπτερη κόττα δὲν ὑπῆρχεν εἰς τὴν αὐλὴν ἐκείνην καμμία.

Τὸ ἔμφυτον ὅμως τοῦτο φυλετικὸν αἴσθημα δὲν ἧτο, ὡς φαίνεται, ἱκανῶς ἀνεπτυγμένον, ὥστε νὰ ὑπερνικήσῃ τὰς ἐφόδους τοῦ διεστραμμένου τοῦ πετεινοῦ µου ἀτομικοῦ χαρακτῆρος. Πολλὰ σημεῖα μ’ ἔκαμναν ἀπό τινων ἡμερῶν νὰ ὑποπτεύω ὅτι τὸ ἀχρεῖον πετεινάρι, τοῦ ὁποίου ἐθαύμαζα τὴν συζυγικὴν πίστιν, ἤρχιζε νὰ κυνηγᾷ μίαν μικρὰν ὄρνιθα, ἡ ὁποία δὲν ἦτο βεβαίως ὁμόφυλός του, ἀλλ’ ἀνῆκεν εἰς ἄλλην κάπως συγγενῆ φυλήν, τὴν λεγομένην περιβολάρικην. Δὲν ἧτο μὲν ὅσον ἡ σύζυγός τοῦ εὔμορφη, ἀλλὰ εὔχαρις, ζωηρά, πλουμιστὴ ὡς πέρδικα καὶ ἀπὸ τὸ πρωί, ὑαλιστὴ καὶ συγυρισμένη, ἐπεριπάτει μὲ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, ἐσείετο ὡς σεισοῦρα καὶ πολὺ περισσότερο παρὰ φρόνιμη κόττα ὡμοίαζε κοκότα.

Ὁ ἄστατος ἐγλυκοσάλιαζε κατ’ ἀρχὰς μὲ κάποιαν συστολήν, ἀλλὰ βαθμηδὸν κατήντησε νὰ μὴ φοβᾶται τίποτε καὶ νὰ μὴ ἐντρέπεται κανένα.

Ἠκολούθει τὴν πλουμισμένην εἰς ὅλας τὰς γωνίας, ἐξελαρυγγίζετο ἐκφωνῶν τοὺς ὠραιοτέρους του σκοποὺς καὶ ἐσχάλιζε τὸ χῶμα διὰ νὰ εὕρῃ σκουλήκια διὰ τὴν ἀγαπημένην του. Τὴν ἐξέθεσε τόσον πολύ, ὥστε ἔπαυσαν νὰ τὴν συναναστρέφωνται ὅσαι ὄρνιθες ἐφρόντιζαν διὰ τὴν ὑπόληψίν των.

Ἡ ἐγκαταλειφθεῖσα σύζυγος θὰ ὑπέφερε βεβαίως πολύ, ἀλλ’ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια αὐτῆς τῆς ἐπέβαλλαν νὰ κρύπτῃ τὴν λύπην της. Δὲν ἠδυνάμην νὰ µὴ τὴν θαυμάσω ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ βηµατίζῃ εἰς τὴν αὐλὴν πάντοτε μόνη καὶ νὰ περνᾷ πλησίον τοῦ ἀπίστου καὶ τῆς ἐρωμένης του, ὑποκρινομένη ὅτι µόνη δὲν βλέπει ὅσα ἔβλεπον ὅλοι. Πολλάκις μὲ ἦλθεν ὄρεξις νὰ τουφεκίσω ἀπὸ τὸ παράθυρον τὴν ἁμαρτωλὴν ὄρνιθα, διὰ ν’ ἁπαλλάξω τὴν ἐνάρετον ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ἐγκαταλείψεως καὶ τῆς ζήλειας, ἀλλὰ μ’ ἐπρόλαδεν ἡ θεία δίκη.

Ἀπὸ τὸ πολὺ ἴσως τσιποφίληµα ἐξύπνησεν ἕνα πρωὶ ἡ παραλυμένη κόττα μὲ ὀρνιθοκόρυζαν ἤ, ὡς τὴν λέγουν οἱ Χῖοι, τσίφναν, κακὴν ἀρρώστειαν δι’ ὅλα τὰ πτερωτά. Λησμονήσας τὰς παρεκτροπὰς αὐτῆς, ἐξ ἐλέους πρὸς τὰ βάσανά της, διέταξα τὴν ὑπηρέτριαν νὰ κάμῃ ὅτι ἡμπορεῖ διὰ νὰ τὴν σώση. Ἀληθὲς εἶνε ὅτι πρό τινων ἡμερῶν εἶχα ὄρεξιν νὰ τουφεκίσω τὴν µοιχαλίδα, ἀλλ’ εἰς ταῦτα δὲν ὑπάρχει ἀντίφασις καμμία. Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι μετὰ τῶν ὁποίων ἔχω τὴν ἀξίωσιν νὰ συγκαταλέγωμαι, εἶνε ἱκανοὶ νὰ πράξωσι τὰ πάντα ἐν τῷ βρασμῷ τῆς ὀργῆς των κατὰ τῶν ἀχρείων, ἀλλὰ δὲν δύνανται νὰ βλέπουν νὰ ὑποφέρῃ κανένα.

Ἡ χειρούργισσα ἔκαμε τὴν ἐγχείρησιν τῆς τσίφνας καθ’ ὅλους τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, ἐξαιρέσασα διὰ βελόνης τὸν φράσσοντα τὴν ἀναπνοὴν ὑμένα ἢ λεπάκι, καυτηριάσασα τὴν πληγὴν δι’ ὄξους καὶ ἀλείψασα ἔπειτα αὐτὴν διὰ μίγματος μέλιτος καὶ βουτύρου.

Οὐδὲν ὅμως ὠφέλησε καὶ ἡ ἀμαρτωλὴ ἐξέπνευσε τὸ ἑσπέρας, ἐντελῶς ὅμως ἰατρευμένη, ὡς ἔλεγεν ὁ ἰατρὸς τοῦ Μολιέρου, ὁσάκις συνέβαινεν ὁ ἀσθενής του ν’ ἀποθάνῃ.

Τὴν ἐπιοῦσαν εὐρέθη ὁ ἄπιστος πετεινὸς χῆρος τῆς ἐρωμένης του καὶ μαλωµένος μὲ τὴν νόμιμον σύζυγόν του. Ἡ θέσις του ἧτο ἀληθῶς ἀξιολύπητος.

Κατὰ τὴν ὥραν τοῦ προγεύματος ἦλθε νὰ κλωθογυρίσῃ περὶ τὴν ἄσπρην ὄρνιθα, μετὰ δειλίας ὅμως καὶ συστολῆς, ὡς σύζυγος αἰσθανόµενος ὅτι ἔχει ὅλα τὰ ἄδικα καὶ μὴ βέβαιος ἂν θὰ τοῦ συγχωρηθῶσιν. Ἐκείνη ἐκαμώνετο ὅτι δὲν τὸν βλέπει. Κατὰ τὸ γεῦμα ἦλθε νὰ λάβῃ τὴν πρώτην παρὰ τὴν πλευράν της συνήθη θέσιν του, ἔτι μᾶλλον ταπεινὸς καὶ ζαρωμένος, ἀλλὰ καὶ πάλιν ἔμεινε ψυχρὰ τρώγουσα μὲ μεγάλην ὄρεξιν τὰ πίτυρα καὶ τὸ σιτάρι καὶ ὑποκρινομένη ὅτι δὲν ἐννοεῖ τὴν ὄρεξιν συμφιλιώσεως τοῦ μετανοοῦντος.

Πάντα ταῦτα ὅμως ἦσαν κωμῳδία, τῆς ὁποίας εὔκολον ἧτο νὰ μαντεύσῃ τις τὴν εὐτυχῆ λύσιν. Πρὸ τῆς δύσεως τῷ ὄντι τοῦ ἡλίου ἐτελείωσεν ἡ παράστασις τῆς κωμῳδίας καὶ εἰσῆλθον μαζὶ εἰς τὸ αὐτὸ διαμέρισμα τοῦ ὀρνιθῶνος. Φαίνεται ὅτι εἶχαν πολλὰ νὰ εἴπουν, διότι ὅταν ἐξῆλθε τὴν ἐπιοῦσαν ἐφαίνετο ἡ ὀρνιθούλα πολὺ μὲν εὐχαριστημένη, ἀλλὰ καὶ κάπως κουρασμένη.

Μετὰ τήν ἀνωτέρω ἀψευδῆ διήγησιν, δύναμαι νὰ ἐρωτήσω τοὺς ὑποτιμητὰς τοῦ πνεύματος τῶν ζώων, ποίαν ἄλλην ἀξιοπρεπεστέραν τῆς ὄρνιθας ταύτας διαγωγὴν θὰ ἠδύνατο πολύπειρος μήτηρ νὰ συμβουλεύσῃ τὴν θυγατέρα της εἰς ὁμοίαν περάστασιν νὰ τηρήση;